Τους ανακαλύψαμε λίγο πριν από το διήμερο “Της Τριανταφυλλιάς τα φύλλα- Οι νέοι και η Δόμνα Σαμίου” στο ΚΙΠΣΝ. Τα βίντεο τους έδιναν μια υπόσχεση για εκστατική μουσική και η εμφάνιση τους την δεύτερη μέρα δεν μας απογοήτευσε. Μάλιστα το κοινό σήκωνε πανώ με την φράση “We Love Yunive Nive”, δείγμα του πόση ανταπόκριση είχαν σε ένα αθηναϊκό κοινό που τους άκουγε για πρώτη φορά. Αποφασίσαμε να τους κάνουμε μια συνέντευξη μαζί τους στα Εξάρχεια και διαπιστώσαμε ότι ήταν η πρώτη μεγάλη συνέντευξη τους. Περήφανα λοιπόν σας παρουσιάζουμε την Ηλέκτρα Ναούμ (νταούλι) και τον Τάσο Μακρή (γκάιντα) ένα ελπιδοφόρο ντουέτο της παραδοσιακής μουσικής.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη*
Φωτογραφίες συνέντευξης : Χρήστος Κισατζεκιάν
Καταρχήν, το όνομά σας τι είναι, τι σημαίνει;
Τ.Μ: Yunive Nive (Γιουνίβε Νίβε) είναι ένα τοπωνύμιο, ονομάζεται ένα μέρος στα ημιορεινά επάνω από την πόλη των Σερρών. Είναι ένα μέρος που το έχουμε σαν στέκι, μαζευόμαστε παρέες, φίλοι, αράζουμε εκεί στη φύση, παίζουμε μουσική, κάνουμε κανένα γλεντάκι. Είναι στη γλώσσα των σλαβόφωνων, των ντόπιων αυτής της περιοχής. Οπότε μας άρεσε γιατί εκεί πρωτοπαίξαμε εμείς οι δύο και μας άρεσε, σκεφτόμασταν πώς να το βγάλουμε, λέμε να το βγάλουμε έτσι.
Εσείς είστε από μουσικά σχολεία;
Η.Ν: Έχουμε τελειώσει και οι δύο το μουσικό σχολείο Σερρών. Εγώ όμως σπουδάζω αρχιτεκτονική, τελειώνω.
Τ. Μ: Εγώ ήμουν στο Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα, τώρα τελειώνω κι εγώ.
Με την παραδοσιακή μουσική πώς μπλέξατε;
Τ.Μ: Από το σχολείο βασικά και από όταν ξεκίνησα τα μαθήματα μουσικής πριν το Γυμνάσιο με έναν οικογενειακό φίλο, κάπως με έβαλε σε αυτό το κομμάτι της παραδοσιακής μουσικής, με λαούτο είχα ξεκινήσει. Μου άρεσε σαν ήχος, σαν μουσική και συνέχισα κάπως αυτόματα. Σε κάποια φάση στο Γυμνάσιο-Λύκειο προέκυψε και η γκάιντα που ήταν σαν κεραυνοβόλος έρωτας και μετά συνέχισα απλά.
Η.Ν: Εγώ ξεκίνησα με κλασική μουσική –ωδείο, πιάνο, κλασική κιθάρα– και στο μουσικό σχολείο συνέχισα με την κλασική. Αργότερα πήγα στα αφροβραζιλιάνικα και πολύ πρόσφατα ξεκίνησα να ασχολούμαι με τα παραδοσιακά.
Στο διήμερο “Οι νέοι και η Δόμνα Σαμίου” στο ΚΙΠΣΝ πώς βρεθήκατε;
Η.Ν: Μετά από παρότρυνση ενός πολύ καλού μας φίλου και δασκάλου που πιστεύει σε αυτό που κάνουμε, μας είπε, “Δεν στέλνετε σε αυτή την πολύ ωραία διοργάνωση;”
Τ.Μ: Ναι, αυτός μας παρότρυνε να το κάνουμε. Και σαν εμπειρία για εμάς, επειδή μέχρι τώρα δεν έτυχε να παίξουμε σε αντίστοιχη οργάνωση, φεστιβάλ μεγάλο live επίσημο, ότι θα ήταν ένα κίνητρο για να βελτιωθούμε κι εμείς, να δούμε τα όριά μας.Να γνωρίσουμε και άλλες νέες μπάντες, σχήματα.
Η.Ν: Δηλαδή βλέπαμε τα video και από προηγούμενα φεστιβάλ και μας άρεσε πάρα πολύ όλο αυτό. Ίσως να μην είχαμε φαντασθεί από μόνοι μας ότι μπορούμε να στείλουμε στο φεστιβάλ. Οπότε έτσι το είδαμε, είπαμε ας το κάνουμε και τελικά πήγε περίφημα.
Πέρα από τη μουσική που είδαμε στο “Σταύρος Νιάρχος” παίζετε και άλλες μουσικές;
Τ.Μ: Σαν σχήμα όχι, δεν παίζουμε.
Η.Ν: Κάνουμε κάποιους πειραματισμούς με πιάνο, γκάιντα.
Γενικά και σαν σχήμα είμαστε πολύ φρέσκο σχήμα, οπότε στην ουσία αυτό ήταν και το πρώτο μας πιο επίσημο live.
Συνθέσεις δικές σας έχετε;
Η.Ν: Ναι, έχουμε, και στο live, τα δύο ήταν δικά μας.
Τ.Μ: Ναι, το ένα πιο πολύ, το άλλο ήταν παραλλαγές επάνω σε υπάρχοντα μοτίβα του ζωναράδικου.
Πείτε μας για τις αντιδράσεις του κοινού.
Η.Ν: Πανικός, κερκίδα.
Εγώ είδα ότι σήκωσαν και πανώ.
Τ.Μ: Εντάξει, ήρθαν πολλοί φίλοι που μας αγαπούν για να μας βοηθήσουν.
Η.Ν: Ακούμε πάρα πολύ θετικά σχόλια, υπάρχει ενθουσιασμός, ίσως και μεγαλύτερος από ό,τι μπορεί να συνειδητοποιούμε εμείς. Ειδικά στην Αθήνα ο κόσμος το βλέπει ίσως πιο πρωτόγνωρο αυτό το σχήμα, το ντουέτο νταούλι-γκάιντα. Υπάρχει και αυτό το στοιχείο που μπορεί να θεωρηθεί βουκολικό, οπότε εξιτάρει και αυτό.
Τ.Μ: Δεν είναι τόσο συνηθισμένο σχήμα, για αυτό έχει απήχηση.
Η.Ν: Από μόνα τους δηλαδή τα όργανα, η γκάιντα είναι πολύ μαγευτική και στα αυτιά και στην όψη.
Τ.Μ: Ξεσηκωτικά, εκστατικά όργανα. Αλλά εκτός από αυτό το live, παίζουμε σε παρέες φίλων, σε σπίτια, σε αυλές. Έτυχε και παίξαμε σε ένα γλέντι γάμου στο χωριό, εκεί που μένουμε.
Για νεανικό κοινό ή μεγαλύτερο ηλικιάκά;
Τ.Μ: Και σε νεανικό. Δηλαδή οι νέοι νομίζω σε όλη την Ελλάδα, αλλά και εκεί που μένουμε εμείς, έχουν ενδιαφέρουν και τους αρέσει, γουστάρουν να χορέψουν ένα ζωναράδικο, μία μπαϊντούσκα.
Η.Ν: Ή μπορεί να στραφούν στο να μάθουν ένα τέτοιο όργανο, δηλαδή μπορεί να ρωτήσουν και τον Τάσο, πού έμαθες για να κάνουμε μαθήματα. Όχι μόνο σαν ακροατές, αλλά υπάρχει επιθυμία και σαν παίχτες.
Η εμπειρία σας από το διήμερο ποια ήταν;
Καταπληκτική, πολύ ωραία. Πολύ ωραίο κλίμα, άψογη η διοργάνωση, οι παίκτες όλοι ήταν πάρα πολύ καλοί, και το επίπεδο και σαν άτομα. Γενικά ήταν πολύ γιορτινό και εμάς μας αρέσουν οι γιορτές.
Υπάρχει προοπτική για συναυλίες, υπάρχει κάτι κανονισμένο;
Η.Ν: Προς το παρόν δεν υπάρχει κάτι κανονισμένο.
Τ.Μ: Αλλά είναι στο χέρι μας εάν θα το δουλέψουμε.
Η.Ν: Υπάρχουν διάφορες προτάσεις και από άλλους φίλους μουσικούς για σχήματα ή πράγματα δημιουργικά σε σχέση με τη μουσική.
Για εσάς τι σημαίνει η παράδοση;
Τ.Μ: Για εμένα η παράδοση στη μουσική είναι ο ήχος, οι ήχοι δηλαδή, ήχοι και μελωδίες που σε ιντριγκάρουν, που σου κάνουν ένα “κλικ” στην ψυχή σου. Η παράδοση για εμένα έχει ένα χαρακτηριστικό, έχει πολύ δυνατές μουσικές, επειδή κατά τη γνώμη μου έχει περάσει από φίλτρο πολλών χρόνων.
Η.Ν: Είναι ένα απόσταγμα.
Τ.Μ: Ναι, είναι ένα απόσταγμα μουσικής, για αυτό και παρουσιάζει και τέτοια διαχρονικότητα.
Για εμένα εξίσου σημαντικό είναι το πώς έχει διαμορφωθεί όλο αυτό, που δεν έχει ένα δημιουργό αλλά είναι όλοι, υπάρχει μία πολυφωνία δηλαδή μέσα σε αυτό, υπάρχει η έννοια του δημιουργούμε μαζί, δημιουργήθηκε δηλαδή από πολλά στόματα, πολλούς παίχτες, πολλά όργανα. Δεν είναι μόνος ένας που έγραψε το τάδε φοβερό κομμάτι
Εντάξει, αλλά έχουμε τη δυνατότητα να τα παίρνουμε και να τα χρησιμοποιούμε, να παίζουμε με αυτά, να πειραματιζόμαστε. Δηλαδή, όπως και στην αρχιτεκτονική, είναι ότι εμείς παραλαμβάνουμε από τους προηγούμενους κάτι, που και αυτοί δεν ήξεραν ακριβώς πώς ήταν, το παρέλαβαν με έναν τρόπο. Υπάρχουν δηλαδή όλα αυτά τα αποσπάσματα που ο καθένας τα βλέπει, τα παραλαμβάνει και προσπαθεί να βγάλει τη δική του άκρη μέσα σε όλο αυτό. Σίγουρα όχι αναπαραγωγή χωρίς δημιουργικότητα, δηλαδή αυτό δεν υπάρχει ούτε στην ουσία της παράδοσης.
Εσάς τι σας ενδιαφέρει περισσότερο, να παίξετε παραδοσιακό-παραδοσιακό ή να παίξετε μία μουσική που θα έχει σαν εφαλτήριο την παράδοση;
Τ.Μ: Εμένα δεν με πειράζει, μου αρέσει να παίζω και παραδοσιακά-παραδοσιακά. Καταρχήν, εμένα αυτό που μου αρέσει στο να παίζω μουσική, το πιο αγαπημένο μου κομμάτι είναι να παίζω και να χορεύουν οι άνθρωποι. Γιατί κάπως εκεί αποκτά και μία λειτουργικότητα η μουσική, οπότε μου αρέσει να παίζω και παραδοσιακά-παραδοσιακά.
Η.Ν: Που και αυτό δεν είναι παραδοσιακό-παραδοσιακό.
Τ.Μ: Ναι, αλλά κάποιες φορές προκύπτει μία ανάγκη μου να θέλω να πω και κάτι άλλο ή να μοιραστώ μία οπτική ας πούμε, ένα συναίσθημα, κάτι που έχω μέσα μου και μου βγαίνει αυθόρμητα, δεν το έχω σαν αυτοσκοπό να δημιουργήσω κάτι καινούριο.
Η.Ν: Ναι, κι εγώ νομίζω κάπως έτσι είναι, ότι δεν σκεπτόμαστε ας παίξουμε παραδοσιακά ή ας κάνουμε διασκευές. Μαθαίνουμε, κυλάει, εξελισσόμαστε, συμβαίνουν πράγματα. Δηλαδή όσο ασχολείσαι, τόσο πιο πολύ δίνεις και περιθώριο στο να συμβούν πράγματα, μπορεί για παράδειγμα να πεις ότι θα παίξω παραδοσιακά, θα μελετώ αυτό το στυλ, αυτόν τον παίχτη με αυτό το όργανο, αλλά μετά στην πορεία να δεις ότι θέλεις και κάτι άλλο ή κατά λάθος έχεις κάνει κάτι άλλο ή σου βγήκε κάπως αλλιώς.
Μπορεί, για παράδειγμα, να συνθέσει κάποιος ένα κομμάτι το οποίο να είναι πάρα πολύ στο στυλ το παραδοσιακό, εντός εισαγωγικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι σύνθεση ή ότι δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι καινούριο, μοιάζει, είναι κοντά σε ένα στυλ. Δηλαδή αυτός ο αυτοσκοπός της καινοτομίας κάπως εμένα δεν μου αρέσει. Δεν ξέρω εάν είναι λάθος, εμένα δεν με αφορά, δεν μου αρέσει. Δεν θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό για να πω ότι είναι διαφορετικό, θέλω απλά να κάνω αυτό που μου αρέσει, για παράδειγμα να κάνω τους άλλους να χορέψουν, και εάν προκύψει και κάτι από μέσα μου, ας προκύψει.
Πώς σας φαίνεται που η παράδοση έχει αγκαλιαστεί ακόμα και από ροκ συγκροτήματα όπως οι Villagers of Ioannina City ή οι Thrax Punks ή οτιδήποτε άλλο;
Τ.Μ: Ωραίο
Η.Ν: Μια χαρά
Δείχνει αυτό το πάντρεμα ότι η νεολαία ενδιαφέρεται για παραδοσιακή μουσική;
Τ.Μ: Σίγουρα βλέπουμε ότι η παράδοση ενδιαφέρει τη νεολαία, αλλά όχι μόνο από τέτοιες μπάντες, αυτή είναι μία μορφή μόνο.
Ναι, και πιο παραδοσιακά.
Τ.Μ: Ναι, ούτως ή άλλως. Τώρα, επειδή μιλάμε για τέχνη, ο καθένας επιλέγει να δημιουργήσει με το στυλ που θέλει, να εκφραστεί όπως θέλει. Μετά είναι ζητήματα αισθητικής. Εννοείται ότι είναι όλα αποδεκτά και μακάρι να έχουμε παραπάνω πράγματα να πούμε και να απολαμβάνουμε, δεν είναι κακό σε καμία περίπτωση αυτό.
Παλαιότερα δεν θα έβλεπες ούτε νεανικά συγκροτήματα, ούτε νεανικό κοινό στην παραδοσιακή μουσική. Πιστεύετε ότι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο τα μουσικά σχολεία;
Η.Ν: Σίγουρα έχουν παίξει και πιστεύω ότι είναι κάπως κύκλοι συνεχώς που επανέρχονται στην ιστορία. Δηλαδή αναδύονται πράγματα ανά εποχές, τώρα ας πούμε είναι πολύ της μόδας αυτό, ενώ δεν ήταν τόσο δημοφιλές όταν ήμασταν εμείς στο σχολείο. Μπορεί εγώ να το θεωρούσα ως κάτι που δεν παίρνει περιθώρια να αλλάξει, ότι είναι πολύ καθορισμένο, αλλά μετά κατάλαβα.
Τελικά έχει περιθώρια να αλλάξει ή να παιχτεί αλλιώς η παραδοσιακή μουσική;
Η παραδοσιακή μουσική, κατά τη γνώμη μου, ούτως ή άλλως από τη φύση της έχει την τάση συνέχεια να διαμορφώνεται ανάλογα με τις εξελίξεις της εποχής. Δηλαδή η φύση της παραδοσιακής μουσικής –εμείς τη λέμε τώρα παραδοσιακή, γιατί παλαιότερα δεν υπήρχε αυτή η ονομασία– έχει την τάση να εξελίσσεται και να αναδιαμορφώνεται. Οπότε ούτως ή άλλως αυτό το κάνει και συνεχίζει να το κάνει και τώρα με διαφορετικούς όρους και διαφορετικά στοιχεία.
Κάπως είναι πέρα και από εμάς το κάθε σχήμα, δηλαδή έχουν μία δυναμική αυτές οι μελωδίες, αυτά τα μοτίβα από μόνα τους, που για εμένα είναι μία παραλαβή και ένα δόσιμο, και εξελίσσεται μέσα σε αυτό.
Στις Σέρρες, εκεί που ζείτε, υπάρχουν και άλλα συγκροτήματα, πώς είναι η μουσική σκηνή; Υπάρχουν και άλλα συγκροτήματα που παίζουν δημοτικά;
Η.Ν: Σίγουρα μέσα από το μουσικό σχολείο έχουν συμβεί πολλά πράγματα και ακόμα και εάν δεν είναι γνωστά συγκροτήματα, υπάρχουν παρέες που παίζουν, υπάρχουν καλοί δάσκαλοι, υπάρχουν καλοί παίκτες και υπάρχει γενικά μία τάση για να μαθαίνει ο κόσμος, δηλαδή να παίξει μουσική για να γουστάρει, όχι για να γίνει ο τοπ οργανοπαίχτης ή να κάνει σχήμα. Για εμένα αυτό είναι πολύ σημαντικό, δηλαδή να μάθω ένα όργανο για να χαίρομαι να παίζω, να μην έχω έναν αυτοσκοπό. Εντάξει, και αυτό καλό είναι άμα προκύψει.
Δυστυχώς στις Σέρρες είναι πιο πεσμένα τα πράγματα ειδικά τα τελευταία χρόνια, και με την πανδημία, δεν υπάρχει δυναμική για lives, συναυλίες.
Γενικά κι εγώ συμφωνώ, υπάρχουν και μπάντες πιο δουλεμένες και πολύ καλοί μουσικοί στις Σέρρες, απλώς νομίζω ότι δεν μπορεί τόσο πολύ να τους στηρίξει η πόλη.
Άρα κάποια στιγμή θα πρέπει να πάει αλλού.
Η.Ν: Αυτό μάλλον ισχύει γενικά στην επαρχία, ότι είναι υποβαθμισμένη στα πολιτιστικά.
Τ.Μ: Ναι, και πολλοί καλοί Σερραίοι μουσικοί για παράδειγμα αναγκάστηκαν να φύγουν από τις Σέρρες, να πάνε στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, ή κάποιοι να μείνουν και να μη δουλεύουν τόσο πολύ επάνω σε αυτό.
Από την άλλη νιώθω πιο όμορφα στην καθημερινότητά μου, έχω μία πιο χαλαρή ζωή, ηρεμία. Οπότε αυτόματα νιώθω και πιο άνετα να μου βγει, να δημιουργήσω, να παίξω μουσική. Καταρχήν, για πρακτικούς λόγους το να μελετάς γκάιντα σε ένα διαμέρισμα, τεχνικά είναι πολύ δύσκολο. Οπότε δεν θα ήθελα να το αλλάξω αυτό, αυτή τη συνθήκη στη ζωή μου.
Επίσης, για εμένα ένας άλλος βασικός παράγοντας που σχετίζεται με την παράδοση είναι η ύπαιθρος, η σχέση με τη γη, με τη φύση, η ενασχόληση με τη γη. Αυτό εμείς το έχουμε εκεί που μένουμε, έχουμε δηλαδή το μπαχτσέ μας κ.λπ., το περιβάλλον είναι τέτοιο, κάνουμε τις βόλτες μας. Οπότε νιώθω πιο κοντά σε αυτό που παίζω και αυτό σε εμένα λειτουργεί πολύ θετικά.
Εσύ Ηλέκτρα συμμερίζεσαι την άποψη του Τάσου;
Η.Ν: Ναι, το νταούλι δεν είναι και το πιο εύκολο όργανο για διαμέρισμα. Δηλαδή φίλοι κρουστοί έχουν προβλήματα στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, και άλλα όργανα φυσικά. Ναι, το συμμερίζομαι. Ίσως το μόνο που μας λείπει είναι το να παίζουμε με άλλους μουσικούς πιο συχνά.
* Ο Γιώργος Πισσαλίδης έχει υπάρξει συνεργάτης των μουσικών περιοδικών “Ποπ& Ροκ”, “Οζ”, “Δίφωνο” “Jazz & Tζαζ” , καθώς και της “βίβλου του έθνικ” Folk Roots , ενώ έχει συν-συγγραψει το κεφάλαιο για την ελληνική μουσική στις τελευταίες 4 εκδόσεις του έθνικ οδηγού The Rough Guide to World Music.