
Σταθήκαμε όλοι ακίνητοι με το χορό του ήλιου,
την ώρα που η ζήση σταματά
κι περηφάνια αρχίζει.
Όρμησες στου εχθρού τ’ αμπάρι
αντάρα να σηκώσεις,
μα η στιγμή είν’ άδικη
κι ο χρόνος είναι πόνος.
Φτερούγισε η ζωή πάνω στο χώμα
κι η δόξα στεκότανε παρέκει,
ζωή που δεν σκλαβώνετε
ποτέ της δεν πεθαίνει.