Πολύ σου πήγαινε ο ιστός
Σα δέντρο, σα κλωνάρι
κι έγινες άνεμος τρελός
ουράνιου πέπλου χάρη
Πάρε τη καύτρα της ψυχής
στο στόμα να κρατήσεις
κι έλα μια νύχτα για να δεις
τη πίκρα μας να ζήσεις.
Βόλι-μολύβι έστειλαν
το διάβα σου να κόψουν,
στάθηκες μπρος τους δυνατός
τη ρίζα σου θυμώσουν.
Μάτια βουβά κι ολόλαμπρα,
βλέμμα Θεού και μόνου,
πνίξε σε πέλαγο βαθύ
το κόκκινο του πόνου.
Η μνήμη και η θύμηση
δε μπόρεσαν ν’ αντέξουν
κι αμέσως παραγγείλανε
τραγούδι να σου πέψουν.
Χορός, τραγούδι στήθηκε
που μίσευες λιοντάρι,
κρατούσε η Ελλάδα το βιολί
κι η μοίρα το δοξάρι.