Η εξέλιξη της φωνής του ανθρώπου -άδουσας ή ομιλούσας- σε σχέση με την τεχνολογική πρόοδο, είναι μια παράμετρος που δεν έχει απασχολήσει αρκετά , μολονότι η επίδραση που έφερε η τεχνολογία στην ποιοτική εξέλιξη της φωνής κυρίως στο πεδίο των τεχνών, ήταν καταλυτική.
Από την εποχή που η τεχνολογία εισήλθε στo μουσικό γίγνεσθαι και με την πάροδο των ετών η εξέλιξη του ήχου μέσω της τεχνολογικής υποστήριξης υπήρξε θαυμαστή. Όλο και πιο συχνά όμως ακούγεται η άποψη: ότι στις μέρες μας δεν υπάρχουν σπουδαίες φωνές τραγουδιστών.
Αν και το επιχείρημα είναι πολύ γενικό και υπό μια έννοια αφοριστικό, εκφράζει την γενική αντίληψη η οποία εδράζεται στην πραγματικότητα, ότι όλο και πιο σπάνια ακούμε φωνές στην εμπορική δισκογραφία που να έχουν ξεχωριστή φωνητική απόδοση και ιδιαιτερότητα ηχοχρώματος.
Μια παράμετρος που δεν πρέπει να αγνοείται είναι ότι στον χαρακτήρα πολλών σύγχρονων τραγουδιών, η σημασία της φωνής είναι ουδέτερη σε σχέση με το παρελθόν. Το βάρος πλέον δίνεται περισσότερο στη δομή των ενορχηστρώσεων και λιγότερο στην ανάδειξη των δεξιοτήτων των τραγουδιστών.
Είναι χρήσιμο να γίνει κατανοητό ότι ο καλός τραγουδιστής στις μέρες μας, δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει ένα προικισμένο από την φύση του φωνητικό όργανο, αλλά έχοντας σε συνδυασμό στοιχεία όπως η μουσικότητα, η ευαισθησία, η καλλιέργεια, η καλαισθησία μπορεί να διακριθεί ως τραγουδιστής. Το ιδιαιτέρως ανησυχητικό είναι ότι όλο και λιγότεροι τραγουδιστές συνδυάζουν αυτά τα στοιχεία.
Για αυτό τον λόγο η τεχνολογία έρχεται να καλύψει όλο και περισσότερο τις ανθρώπινες φωνητικές “αδυναμίες” και με την εξέλιξη της να διορθώνει ακόμα και θεμελιώδη ζητήματα για έναν τραγουδιστή όπως είναι αυτό της τονικής ακρίβειας.
Αν γυρίζαμε με μια μηχανή του χρόνου πίσω, την εποχή όπου ο άνθρωπος άκουγε τη μουσική μόνο στον πραγματικό χρόνο παραγωγής της, θα βλέπαμε ότι οι άνθρωποι που τραγουδούσαν , έπρεπε να έχουν ικανότητες οι οποίες ήταν εκ των ων ουκ άνευ για να γίνουν αποδεκτοί ως τραγουδιστές.
Η Φωνή του τραγουδιστή των παλιότερων εποχών έπρεπε να είναι επαρκώς δυνατή, με απόλυτη τονική ακρίβεια, ηχόχρωμα ευχάριστο για να γίνεται αποδεκτό.
Αυτοί oi βασικοί κανόνες ίσχυαν σε όλες τις κοινωνίες και σε όλα τα είδη μουσικής για ένα απλό και μόνο λόγο.
Τα παλιά χρόνια ο άνθρωπος δεν είχε την βοήθεια της τεχνολογίας για να καλύψει τα προβλήματα που θα προέκυπταν στην περίπτωση που κάποιος τραγουδιστής δεν είχε τις ικανότητες στις οποίες αναφερθήκαμε. Είναι γεγονός ότι από τα αρχαία χρόνια στις ανεπτυγμένες κοινωνίες οι άνθρωποι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν τις καλύτερες προϋποθέσεις ώστε ο ήχος να μεταφέρεται ικανοποιητικά στους ακροατές. Η επιλογή και διαμόρφωση χώρων με καλή ακουστική δεν αναιρούσε όμως τις βασικές προϋποθέσεις ικανοτήτων για τους ερμηνευτές, ηθοποιούς ή τραγουδιστές.
Το ίδιο ίσχυε και για τις περιπτώσεις των μεγάλων ναών. Έχω την άποψη ότι ο λόγος που αναπτύχθηκε η χορωδιακή ψαλμωδία ήταν κάλυψη της ακουστικής ανάγκης και ήταν κυρίως πρακτικός. Υπήρχε η πρακτική ανάγκη το νόημα των λόγων να έρχεται με ικανοποιητικό τρόπο σε όλο το εκκλησίασμα.
Εξ αιτίας της αντιμετώπισης των πρακτικών λόγων, της εξέλιξης της μουσικής και γενικώς με την εξέλιξη των αισθητικών προσλαμβανουσών των ανθρώπων, οι απαιτήσεις για τους τραγουδιστές γίνονταν όλο και πιο μεγάλες.
Για αυτό το λόγο άρχισε να αναπτύσσεται η τεχνική της άδουσας φωνής, αλλά και της ομιλούσης. Όσο περνούσαν τα χρόνια η λεγόμενη τραγουδιστική τεχνική απέκτησε σταθεροποιημένα χαρακτηριστικά. Με την πάροδο των χρόνων γινόταν πιο επιτακτική η ανάγκη επίγνωσης όσων στοιχείων καθόριζαν την αποκαλούμενη τεχνική της φωνής.
Έτσι, στην πορεία των αιώνων, ο άνθρωπος απέκτησε την επίγνωση των δυνατοτήτων και της εξέλιξης της φωνής του μέσα στην τέχνη.
Στις μέρες μας όμως, εξ΄ αιτίας της εισόδου της τεχνολογίας στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, όλη η γνώση που αφορούσε στη φυσική ανάπτυξη της άδουσας φωνής, αρχίζει να χάνεται.
Αυτό συμβαίνει εν πρώτης γιατί οι ίδιοι οι τραγουδιστές δεν αγωνίζονται να αποκτήσουν την γνώση αυτή, γιατί νομίζουν ότι δεν τους είναι απαραίτητη. Έτσι όλη τους η μέριμνα είναι να εξασφαλίζουν τις καλύτερες τεχνικές προϋποθέσεις. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο σύγχρονος ακροατής χάνει την σχέση του με τον φυσικό ήχο, αφού σχεδόν πάντα μεταξύ της άδουσας φωνής και των ακροατών παρεμβάλλεται η κονσόλα του ηχολήπτη. Ακόμα και στις εκκλησίες, όπου η μουσική είναι ακόμα μονοφωνική ο βαθμός εισόδου της τεχνολογίας είναι υπερβολικός, με αποτελέσματα δυσάρεστα για την εξέλιξη ακόμα αυτής της ίδιας της Βυζαντινής μουσικής.
Η κατάσταση σήμερα αποτυπώνεται έχουσα ως βασικό γνώρισμα τον αποπροσανατολισμό από την πραγματικότητα. Επίσης όλο και πιο πολύ απουσιάζει η προσπάθεια των τραγουδιστών να έρθουν αντιμέτωποι με την ουσία της τέχνης τους, η οποία δεν είναι άλλη από το να γνωρίσουν και να καταλάβουν το όργανο με το οποίο εκφράζονται. Απόδειξη των όσων υποστηρίζουμε είναι η παρουσία παράφωνων τραγουδιστών οι οποίοι μάλιστα καταξιώνονται.
Η μουσική εξέλιξη πλέον είναι συνυφασμένη με την τεχνολογική υποστήριξη σε τεράστιο βαθμό, όμως είναι κρίμα να χαθεί η γνώση της φωνητικής τέχνης η οποία αρθρώθηκε μέσα στους αιώνες.
Ο χαρακτηρισμός “κανταδόρος” έχει πλέον εκλείψει, όπου η προέλευση του όρου προέρχεται από την Ιταλική λέξη Canto που σημαίνει τραγούδι. Η λέξη κανταδόρος δεν αφορά μόνο στον ερμηνευτή της καντάδας, Επτανησιακής ή Αθηναϊκής προέλευσης, αλλά ουσιαστικά στον τραγουδιστή ο οποίος όχι μόνο τραγουδά σωστά, αλλά έχει την ικανότητα να πλάσει και να δώσει με τη φωνή του ένα ιδιαίτερο ακόμα και προσωπικό χαρακτήρα στο άσμα.
Επομένως θα ήταν σωτήριο να ενισχυθεί η αναγκαιότητας της παρουσίας σοβαρών τραγουδιστών. Η ύπαρξη τους θα εξασφαλίσει την σχέση του παλαιού τραγουδιού με το νέο, με εξαιρετική έκβαση για τη μουσική κι όχι μόνο. Επιβάλλεται να αφήνουμε το χώρο στην παρουσία μουσικής με εντελώς φυσικούς τρόπους παραγωγής της. Όσο περισσότερο γίνεται αυτό τόσο θα ερχόμαστε κοντά στην αλήθεια του ήχου
Η σύγχρονη τεχνολογία έχει αλλοιώσει τόσο πολύ το κριτήριο του κοινού, που ακόμα και στην όπερα, που ευτυχώς ακόμα δεν έχουν μπει μικρόφωνα, λόγω της διαδεδομένης δισκογραφίας, πολλοί μελομανείς, ιδιαιτέρως νεότερων ηλικιών, έχουν αρχίσει να χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας, και θεωρούν ότι ο ήχος ο φυσικός για να είναι καλός, πρέπει να είναι ίδιος με αυτών των ηχογραφήσεων. Είναι σαν να έχουμε την εντύπωση ότι μια γυναίκα για να είναι όμορφη, πρέπει να ανταποκρίνεται απολύτως στην εικόνα μιας επεξεργασμένης φωτογραφίας.
Πρακτικώς όσες περισσότερες εκκλησίες έχουν ψάλτες οι οποίοι δε θα χρησιμοποιούν μικρόφωνα, τόσο το καλύτερο για την εξέλιξη όχι μόνο των φωνών αλλά και της ψαλτικής τέχνης.
Απαραίτητο δε στα αρχαία θέατρα να αποτρέπονται οι εκδηλώσεις που γίνονται με χρήση μικροφώνων.
Στην Ελλάδα υπάρχουν πλέον χώροι που μπορούν να φιλοξενήσουν κάθε μουσικό είδος. Είναι τραγικό να ανεβαίνουν στην Επίδαυρο τραγωδίες με υποστήριξη μικροφώνων. Η ανθρώπινη φωνή ήταν το πρώτο όργανο και έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα στην πορεία των αιώνων.
Η αντίσταση στην ευκολία είναι ο μόνος τρόπος να μην χαθεί η τέχνη του τραγουδιστή και του τραγωδού. Στην Ελλάδα μόνο θετικά θα αποκομίσουμε από την διατήρηση των κλασσικών μορφών και τεχνοτροπιών της έκφρασης.
O Γιάννης Χριστόπουλος είναι τενόρος με σπουδές βυζαντινής μουσικής με τους Μανώλη Χατζημάρκο και Απόστολο Βαλληνδρά και κλασσικού τραγουδιού με τον τενόρο Θάνο Πετράκη. Συμμετείχε σε ηχογραφήσεις λυρικών έργων, όπως: «Ο δρ. Μιράκλ» του Μπιζέ, «Η επιστροφή της Ελένης» του Θάνου Μικρούτσικου, «Αποκάλυψη του Ιωάννου» του Τάσου Ιωαννίδη και «Χρονικό της Αλώσεως» του Γιώργου Χατζηνάσιου. Έχει ερμηνεύσει βοηθητικούς, βασικούς και πρωταγωνιστικούς ρόλους σε όπερες και οπερέτες, όπως «Ο μαγικός αυλός» του Μότσαρτ, «Τα ξωτικά νερά» , «Η όπερα του ζητιάνου» του Μπρεχτ, «Το δαχτυλίδι της μάνας» του Μανώλη Καλομοίρη , «Μαραθών-Σαλαμίς» και «Κρητικοπούλα» του Παύλου Καρρέρ, «Η νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους, «Τραβιάτα» του Βέρντι, και «Σαλώμη» του Ριχάρδου Στράους. Διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Πρωταγωνιστών της ΕΛΣ (2008/12).