Επιμέλεια – Πρόλογος: Σπύρος Δημητρίου
Πριν από λίγες μέρες αποχαιρετήσαμε τον Αλέκο Φασιανό. Τον είπαν «Άγιο» της ζωγραφικής τέχνης, μια λέξη με πολλές ερμηνείες και μεγάλη αξία. Ίσως η πραότητα του χαρακτήρα του, ίσως η συγκίνηση που του προκαλούσε η ζωγραφική, ίσως ακόμη κι ότι κατάφερε μ’ ένα μοναδικό τρόπο να ενσωματώσει στην τέχνη του την ιστορία της πατρίδας του επικοινωνώντας με το λαικό σώμα με μια αμεσότητα, φιλοτεχνώντας πολυάριθμα έργα, πίνακες, αφίσες, χαρακτικά, εξώφυλλα βιβλίων και δίσκων, θεατρικά σκηνικά και τόσα άλλα, να είναι κάτι απ’ αυτά που του έδωσαν αυτό το προσωνύμιο. Ίσως…
Ένα όμως είναι σίγουρο ότι ήταν «γεννημένος καλλιτέχνης» και πορεύτηκε σ’ όλη του τη ζωή με τα χρώματα, τα πινέλα, τους καμβάδες, τους χαρακτηριστικούς του ήρωες που τον ταξίδεψαν στα πέρατα του κόσμου και τον ανέδειξαν ένα από τους κορυφαίους ζωγράφους του 20ου αιώνα διεθνώς. Μαζί του ταξίδεψε η ελληνική τέχνη αλλά κι εμείς κατά μια έννοια.
Τώρα που ο κύκλος έκλεισε θα αρχίσει σιγά – σιγά ο χρόνος ν’ αποτιμά το έργο και τη διαδρομή της ζωής του καλλιτέχνη. Πολλά θα γραφούν, πολλά θα ειπωθούν, μα είναι ακόμη νωρίς. Εμείς προς το παρών, θα τον κατευοδώσουμε στο τελευταίο ταξίδι, δημοσιεύοντας ένα του κριτικό σημείωμα για την ελληνική ταυτότητα στην Τέχνη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ» στο τεύχος 201, το Σεπτέμβρη του 1988:
«Ένα πρόβλημα μας τίθεται, που για μένα δεν είναι πρόβλημα. Δηλαδή, να είσαι ή να μην είσαι Έλληνας στην τέχνη σου. Φυσικά αυτό είναι αδιανόητο να το σκεφτεί κανείς και απορώ γιατί τίθεται το ερώτημα. Προσωπικά δεν με απασχολεί, γιατί έχω τόσο μεγάλο έρωτα γι’ αυτό που θέλω να εκφράσω, ώστε προσπαθώ να το πραγματοποιήσω χρησιμοποιώντας όλα τα δυνατά μέσα. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να μην σταματάμε με απορία όταν λένε τα βιβλία και η κριτική «Αμερικάνικη ζωγραφική» ή «Γαλλική» ή «Γερμανική». Σ’ αυτή την περίπτωση κανείς δεν εξανίσταται «γιατί η Αμερικάνικη ζωγραφική;» κ.λ.π. Παρ’ όλο που η αμερικάνικη ζωγραφική, για μένα, είναι μια καθαρά εθνική ζωγραφική την οποία κατόπιν τα άλλα κράτη, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Γαλλία και η Γερμανία – για να μη μιλήσω για άλλες χώρες- τη μιμούνται και έτσι γίνεται πια διεθνής και οι άλλες χώρες προβληματίζονται εκ των υστέρων και ρέπουν προς τον διεθνισμό. Παλαιότερα ήταν ο εμπρεσιονισμός και ο κυβισμός που από τη Γαλλία εξαπλώθηκαν στις άλλες χώρες. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η Γαλλία έχει παράδοση τον κυβισμό ή τον εμπρεσιονισμό;
Κάθε φορά άλλη παράδοση έρχεται και παραδίδει στην πρώτη. Στην Ελλάδα, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, μετά από την αρχαία ελληνική Τέχνη(πως να τη πω αλλιώς;), που εξαπλώθηκε επίσης στις άλλες χώρες, έχουμε τη βυζαντινή Τέχνη και μετά σκότος. Και αρχίζει να αποκτά εθνική συνείδηση με τον λαικό ζωγράφο Θεόφιλο. Φαντασθείτε, αυτός ο καταπληκτικός ξυπόλητος μας έσωσε. Δεν υπήρχε τίποτε. Οι άλλοι, με τα ψηλά καπέλα και τις βελάδες, φέρανε τα φώτα της Δύσεως και τα σβήσανε στην Ελλάδα. Δηλαδή κάνανε εισαγωγή, όπως με το ρουλεμάν και το αυτοκίνητο.
Κανείς δεν λέει να κάνουμε ελληνική Τέχνη, όπως κανείς δεν λέει να κάνουμε γαλλική ή άλλη. Αλλά και ελληνική να κάνουμε, δεν πειράζει. Αρκεί να είναι καλή. Και φουστανέλες να ζωγραφίζει, δεν πειράζει. Γιατί πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε φόρμες και διαγράμματα; Δεν προσθέτει τίποτα. Αυτοί που τα κάνανε πρώτοι, τα κάνανε καλύτερα. Εάν εμείς μπορέσουμε να δείξουμε κάτι διδακτικό, έχει καλώς.
Πάντως στην Ελλάδα όλοι φωνάζουν για να κρατηθεί η παράδοση και κανείς δεν φροντίζει για το τι εμείς οι νεότεροι θα παραδώσουμε στους άλλους. Και ιδίως αυτοί που φωνάζουν για παραδοσιακά σπίτια με καμάρες, που γέμισαν τα νησιά, μένουν σε αλουμινένιες πολυκατοικίες και από εκεί «παραδίδουν». Αυτό που λέμε παράδοση, είναι κάτι ζωντανό, κάτι που γίνεται και που βγαίνει από τις ανθρώπινες ανάγκες. Και η Τέχνη ανάγκη είναι. Δεν είμαι επαναστατικός, θέλω αυτό που κάνω να το ζω.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω ότι στην Ελλάδα υπήρξε αυτό το πρόβλημα μιας εθνικής Τέχνης και ίσως υπάρχει υποσυνείδητα ακόμη μέσα σε όλους τους Έλληνες καλλιτέχνες. Ακόμη κι αν εκφράζονται διαφορετικά, μέσα τους θα λένε ότι είναι Έλληνες. Και πιστεύω ότι αυτό ήταν απόλυτα αναγκαίο για να αποχτήσουμε συνείδηση του τι είμαστε, από που ερχόμαστε, να αναζητήσουμε ρίζες σε μια ορισμένη εποχή. Γι’ αυτό εξάλλου εθνικοποιήσαμε τα ρεμπέτικα, να έχουμε μια μουσική που να μας εκφράζει. Αλλά από τη στιγμή που ένας λαός αποκτά πλέον την εθνική του συνείδηση, από κει και πέρα τα άτομα δρουν διαφορετικά και αποκαλύπτονται προσωπικότητες – μονάδες στην ιστορία, που εκφράζουν το όραμά τους το ζωντανό, το μοναδικό και το αποκαλύπτουν και στους άλλους.»
Καλό του ταξίδι.