Η πνευματική παρακαταθήκη του εκδότη της “Εποπτείας”
του Γιώργου Μυλωνά για το Liberal
Μία από τις πιο επιδραστικές φωνές στην διανόηση της Ελληνικής Δεξιάς σίγησε την περασμένη εβδομάδα. Ο συγγραφέας Παναγιώτης Δρακόπουλος (γ. 1941), oραματιστής και εργάτης, γενναιόδωρος και ανυπεράσπιστα ρομαντικός, έφυγε πλήρης ιδεών και έργου. Μαζί με τη σύζυγό του Ζηνοβία, ίδρυσαν την «Εποπτεία», το πρώτο μετά τη μεταπολίτευση, διεθνώς βραβευμένο περιοδικό, που συγκέντρωσε πνευματικές κορυφές από την Ελλάδα και τον κόσμο. Αρχικά μηνιαία έκδοση από το 1976 έως το 1991, κι από κει ως το 1994 τετραμηνιαία, η «Εποπτεία» μας γνώρισε τον Χάγιεκ, τον Πόπερ, τον Καστοριάδη, τον Αξελό, τον Παπαϊωάννου, εκεί έγραψαν οι Κανελλόπουλος, Τσάτσος, Παπανούτσος, ενώ στις σελίδες της βρήκαν θέση οι οραματιστές της ενωμένης Ευρώπης από τον Δάντη έως τον Έλιοτ, αλλά και οι φιλελεύθεροι από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου (πρωτοδημοσίευσε κείμενο του Κυριάκου Μητσοτάκη).
Ο Παναγιώτης Δρακόπουλος πίστευε ότι η ένωση της Ευρώπης είναι θεμελιώδες αίτημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σε βαθμό που μπορούμε να πούμε ότι δεν εκφράζει η Ένωση τον πολιτισμό μας, αλλά ο πολιτισμός μας την Ένωση. Γι’ αυτό και στα κείμενά του εξηγούσε με ενάργεια ότι η «συγκολλητική ουσία» των λαών της Ευρώπης είναι η κουλτούρα της. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Θέλουμε να ισχυροποιήσουμε την ένωση της Ευρώπης, γιατί η διάλυσή της είναι διάλυσή μας. Θα τολμούσα να πω ότι είναι ανέγκυρη μια σε βάθος συζήτηση για την ελευθερία αν δεν περιέχεται σε μια συζήτηση για τον πατέρα της, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Γιατί ο πολιτισμός αυτός περιέχει δυό πολύ στενά υφασμένες με την ελευθερία αξιακές αρχές: το κράτος δικαίου και την παιδεία».
Από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, ο Παν. Δρακόπουλος πάλεψε τα τελευταία χρόνια με τα κείμενά του ώστε να γίνει πιο ισχυρή. Ακολουθεί ένα σημείωμα του σπουδαίου ευρωπαϊστή, που συμπυκνώνει τη λοξή ματιά του μέσα στην ιστορία των πολιτισμών και την πολιτική του παρακαταθήκη.
«Αναπαυόμαστε με την εξήγηση πως όλα στην ιστορία είναι φθαρτά, πως για όλα έρχεται η ώρα του θανάτου, και για τους ανθρώπους και για τα έργα τους. Όμως, δεν είναι αλήθεια αυτό. Ασφαλώς δεν υπάρχει αθανασία για τα έργα του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι κοινή μοίρα, είναι αλήθεια. Αλλά αρκετοί από τους ανθρώπους αφήνουν πίσω τους σφραγίδα το έργο τους, αστέρι πολικό για όσους το συνεχίζουν, κληρονομιά για τους επιγενόμενους. Ο Παύλος από την Ταρσό πέθανε, ναι. Αλλά πάνω στο έργο του χτίστηκε ένα απέραντο βασίλειο χωρίς δύση. Όσοι δημιούργησαν τον Παρθενώνα χάθηκαν — και η Αθηνά και οι πιστοί της όλοι. Αλλά το δημιούργημα μένει αθάνατο προσκύνημα κάθε Ευρωπαίου με πνευματική ποιότητα, κάθε ανθρώπου που μπορεί και στέκει εμπρός στο μεγαλείο του κάλλους. Το έργο, αυτό που πακτώνει η αταλάντευτη πράξη, «γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε, και σαν πεθαίνουμε / αν πεθαίνει, / δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς», διδάσκει ο Σεφέρης.
Όλοι παραδεχόμαστε ότι ο Καίσαρ κατέκτησε την Ευρώπη και την πλούτισε με το ελληνορωμαϊκό πνεύμα της Αυτοκρατορίας. Κέλτες, Γαλάτες, Γότθοι, Σλάβοι, όλοι, ακόμη και οι Ούννοι, εντάχθηκαν στον κόσμο που έφερε ο Καίσαρ. Εκείνος έφυγε, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύθηκε, αλλά το πνεύμα της έμεινε. Έμεινε γιατί οι λαοί της Ευρώπης, ντόπιοι και εισβολείς, το δέχθηκαν, και κυρίως το οικειώθηκαν. Στήριξαν τον βίο τους πάνω σε αυτό. Και ιδού: μόλις αποκαταστάθηκαν από το χάος που ακολούθησε την κατάρρευση της Ρώμης, οι λαοί της Ευρώπης, οι χθεσινοί βάρβαροι, άρχισαν να μαθαίνουν Όμηρο, άρχισαν να διδάσκονται απ΄τον Αριστοτέλη. Η κλασική παιδεία έγινε η παιδεία των λαών της Ευρώπης, μετατρέποντας την κατάκτησή τους από τον Καίσαρα σε μετάγγιση ζωογόνου αίματος. Προσέλαβαν το κλασικό – όπως οι ίδιοι το ονόμασαν – και το πλούτισαν με τις δικές τους εμπειρίες, βρίσκοντας σε αυτό την κοινότητά τους, το στοιχείο που τους ενώνει και υψώνει, μολονότι η κλασική γραμματεία μιλάει για κόσμους ξένους προς τις παραδόσεις και την ιστορία τους.
Το ερώτημα τίθεται εκ των πραγμάτων: γιατί οι βάρβαροι της Ευρώπης δέχθηκαν την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά, ενώ οι πολύ πιο ανεπτυγμένοι από αυτούς λαοί της Ασίας και οι Αιγύπτιοι στάθηκε αδύνατον να εισπράξουν έστω έναν κόκκο από αυτό το πνεύμα; Τι είχαν οι βάρβαροι της Ευρώπης που τους έδωσε τη δύναμη να κερδίσουν αυτή την πελώρια κληρονομιά, και μάλιστα να την υπερασπίσουν με πάθος όποτε χρειάστηκε, και να την αυξάνουν συνεχώς έκτοτε; Η απάντηση βρίσκεται σε δυό στοιχεία. Το ένα είναι η παρουσία της εκκλησίας. Η εκκλησία της Ρώμης υπήρξε διδάσκαλος όχι μόνο της πίστης αλλά και της κλασικής γραμματείας.
Όμως, δεν είναι μόνον αυτό. Δεν θα αρκούσε μόνον αυτό. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και ένα ταυτοτικό στοιχείο των βαρβάρων της Ευρώπης: ο Τάκιτος περιγράφει με θαυμασμό το πάθος για την ελευθερία που είχαν οι βάρβαροι, καθώς επίσης τη γενναιότητά τους. Ο Αχιλλέας και ο Αινείας δεν ήταν ξένοι προς τα ήθη τους. Με τον ίδιο θαυμασμό περιγράφει ο Τάκιτος ότι οι βάρβαροι είχαν συνελεύσεις του δήμου, στις οποίες έπαιρναν τις αποφάσεις τους. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία βρισκόταν ήδη στα σπάργανά της— κάτι που οι λαοί της Ασίας δεν τόλμησαν ποτέ ούτε να το φανταστούν. Άρα, οι λεγόμενοι βάρβαροι, ήσαν έτοιμοι να ακούσουν και να θαυμάσουν τους ρήτορες, τον Δημοσθένη και τον Κικέρωνα. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο σπόρος που έριξε ο Καίσαρ έπεσε σε γόνιμο έδαφος, ενώ αντίθετα, ο σπόρος του Αλεξάνδρου στην Ανατολή έπεσε σε παντελώς άγονη γη.
Με αυτές τις προϋποθέσεις η Ευρώπη δημιούργησε την ταυτότητά της. Και μάλιστα, είναι η μόνη ήπειρος που έχει κοινή, ενιαία ιδιαίτερη ταυτότητα. Δεν υπάρχει κοινότητα πνεύματος μεταξύ των λαών της Ασίας, ή της Αφρικής ή της Αμερικής. Αποκαλώντας κάτι αμερικανικό εννοούμε μόνο των ΗΠΑ ή έστω και του Καναδά, όχι άλλων λαών. Ο όρος, εξάλλου, ασιατικό υποδηλώνει γεωγραφική προέλευση, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να βρούμε κοινή πνευματική κληρονομιά μεταξύ Ιαπώνων και Σαουδαράβων, μεταξύ Κινέζων και Ινδών, μεταξύ των λαών της Βόρνεο και της Σιβηρίας. Υπάρχει το ισλάμ, ναι, που απλώνεται από τις Ατλαντικές ακτές της Αφρικής έως τις ανατολικές ακτές της νότιας Ασίας στον Ειρηνικό. Αλλά έως εκεί. Η κοινότητα της θρησκείας δεν μπόρεσε να καλλιεργήσει κοινή πνευματική κληρονομιά, αίσθημα ταυτότητας πέρα από την κοινή πίστη. Ωστόσο, θα χρειασθεί να σκύψουμε με ιδιαίτερη προσοχή πάνω στην κοινότητα του ευρωπαϊκού πνεύματος. Διότι, ακούγεται παραδοξότητα αυτό, για μιαν ήπειρο που γνώρισε μόνο στον 20ο αιώνα δυο μεγάλους πολέμους, και εκτός τούτων, συγκρούσεις τέτοιες που οδήγησαν στο θάνατο πάνω από 60 εκατομμύρια Ευρωπαίους.
Εάν μπορούσαμε να θάψουμε ταυτόχρονα τους νεκρούς των πολέμων μεταξύ των Ευρωπαίων από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας έως σήμερα, η Ευρώπη θα ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο, με τους τάφους τόσο κοντά ώστε να μην μπορείς να πας σε έναν απ’ αυτούς για ν΄αφήσεις λίγα λουλούδια. Για ποιαν ενότητα λοιπόν, για ποιάν κοινή ταυτότητα της Ευρώπης μιλάμε; Ο μεγάλος Τσέχος παιδαγωγός του 16ου αι. Κομένιους, έγραφε: “πρέπει να ενωθούμε μεταξύ μας, γιατί εμείς οι Ευρωπαίοι είμαστε όλοι ταξιδιώτες πάνω στο ίδιο πλοίο”. Ο Βολταίρος πρόσθεσε ότι η Ευρώπη είναι μια μεγάλη κοινότητα χωρισμένη σε μικρά κράτη, με ενιαίο σύστημα πολιτικών αξιών και περί δικαίου αντιλήψεων. Και πάμπολλοι άλλοι μεγάλοι Ευρωπαίοι μίλησαν για τη βαθύτερη ενότητα τη Ευρώπης. Το ερώτημα λοιπόν εδώ είναι πως εξηγούνται οι συνεχείς πόλεμοι και οι ατελεύτητες συγκρούσεις. Την απάντηση τη δίνει ο Γκαίτε: “Ό,τι ενώνει την Ευρώπη είναι η κουλτούρα της, και ό,τι τη χωρίζει είναι οι ιδεολογίες που ακολουθούν οι μάζες”. Σαφέστερος ακόμη ο στενός φίλος του Γκαίτε και φιλόσοφος Γιόχαν Χέρντερ: “Η Ευρώπη είναι μία δημοκρατία των μορφωμένων”.
Η Ευρώπη λοιπόν είναι δημιούργημα της παιδείας, μιας παιδείας που δεν μπόρεσε να εμποδίσει τους πολέμους, αλλά και δεν επέτρεψε να κατασπαραχθεί από αυτούς. Δεν είναι καινούργιο αυτό. Ήδη, από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου υψώθηκε το επιχείρημα: η παιδεία δεν μπορεί να εμποδίσει την εμφύλια σφαγή. Αλλά και ο σκληρότερος των πολέμων, δεν μπορεί να θίξει την παιδεία. Χάρις σε αυτήν η Ευρώπη δεν είναι μια περιοχή, αλλά μια πολιτιστική οντότητα. Το 1949, ο Ισπανός φιλόσοφος Χοσέ Ορτέγκα υ Γκασσέτ, μιλώντας στο Βερολίνο που ακόμη προσπαθούσε να μαζέψει τις στάχτες του πολέμου, τόνισε ότι η Ευρώπη ως κοινότητα υπήρχε πολύ πριν εμφανισθεί ο εθνικισμός, κι ότι ακόμη κι όταν σχηματίστηκαν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, ο μορφωμένος Ευρωπαίος πατούσε με το ένα πόδι στο έθνος του και με το άλλο στη βαθύτερη κατάφαση ότι ναι, είναι Ευρωπαίος. Από τη μια είχε την πατρίδα του, κι από την άλλη είχε την κουλτούρα του, που τον ένωνε με τους άλλους Ευρωπαίους.
Αυτή η πραγματικότητα είναι ένα μάθημα για μας. Διότι μας δείχνει όχι απλά και μόνο ποια είναι η συγκολλητική ουσία της Ευρώπης, αλλά μας δείχνει επίσης ότι θα πρέπει να προστατεύσουμε αυτή την ουσία αν θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανό τον κόσμο μας. Για να μείνει η Ευρώπη ζωντανή, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορεί να είναι απλά ένα πολιτικό σχέδιο, δεν μπορεί να είναι μόνο μια οικονομική τάξη, αλλά θα πρέπει να κρατήσει ζωντανό τον παράγοντα που της δίνει επί αιώνες την ενότητά της: την κλασική της παιδεία. Όχι μόνο την αρχαία, αλλά και αυτήν που η ίδια πρόσθεσε, η ίδια καλλιέργησε. Από τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ ως τον Έλιοτ και τον Καμύ, από τον Μοντεβέρντι και τον Μότσαρτ ως τον Στραβίνσκυ και τον Μπρίτεν, από τον Μιχαήλ Άγγελο ως τον Ματίς και τον Μουρ, το ευρωπαϊκό πνεύμα έχει αναπτύξει μια κλασική παιδεία μεγάλου, αληθινά μεγάλου εύρους.
Αν αυτό το δεδομένο η Ευρώπη το ξεχάσει, αν αυτόν τον πλούτο τον παραθεωρήσει, να ξέρουμε ότι θα διαλυθεί με την πρώτη ευκαιρία. Δεν χρειάστηκαν πολλά για να διαλυθεί η αυτοκληθείσα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Δεν χρειάστηκαν πολλά για να διαλυθεί η Σοβιετική αυτοκρατορία. Δεν θα χρειασθούν πολλά για να διαλυθεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν μείνει χωρίς το οξυγόνο της: την κοινή παιδεία. Δεν θα χρειασθούν πολλά για να πάρει ο άνεμος όλες τις βεβαιότητες της Ένωσης, αν η Ευρώπη πάψει να είναι “η δημοκρατία των μορφωμένων” που είπε ο Χέρντερ, και αφεθεί στα χέρια μόνον όσων νοιάζονται για τη γεωοικονομία και τη γεωπολιτική, μόνον όσων νοιάζονται για δυνάμεις ισχύος ή για την ιδεολογία της μάζας».
Πηγή: liberal.gr