Ένα όνομα -θεσμός στο δημοτικό τραγούδι που λατρεύουμε ως περιοδικό είναι η ερευνήτρια και τραγουδίστρια Δόμνα Σαμίου, η οποία πίστευε ότι το δημοτικό τραγούδι θα έπρεπε να γίνει βίωμα των νέων των επόμενων γενιών. Αυτό όχι μονάχα το πίστευε αλλά και το έκανε πράξη παίζοντας με την παραδοσιακή της μπάντα, αποτελούμενης από κορυφαίους δεξιοτέχνες της εποχής στο φοιτητικό στέκι “Ροντέο” της Πλατείας Βικτωρίας, την εποχή που έπαιζαν εκεί ο Σαββόπουλος και το ροκ σύγκρότημα του “Μπουρμπούλια”.
50 χρόνια μετά, οι άνθρωποι που συνεχίζουν τό όραμα της Δόμνας Σαμίου, ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου οργανώνουν σε συνεργασία με το Κέντρο Ιδρύματος Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος ένα διήμερο με τίτλο “Της Τριανταφυλλάς τα Φύλλα – Οι νέοι και η Δόμνα Σαμίου”. Εμείς μιλήσαμε με τον Σωκράτη Σινόπουλο, διεθνούς φήμης δεξιοτέχνη της πολίτικης λύρας, ο οποίος έχει υπάρξει συνεργάτης της Δόμνας Σαμίου και είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της εκδήλωσης.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη*
Σωκράτη τι είναι η τρίτη συνάντηση “Οι νέοι και η Δόμνα Σαμίου”;
Είναι μία συνάντηση νέων μουσικών, που έχουμε ξεκινήσει με τον Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής Δόμνας Σαμίου, που είναι η κληρονομιά μας από την αείμνηστη δασκάλα μας, τη Δόμνα Σαμίου, με την οποία και εγώ συνεργαζόμουν για πάρα πολλά χρόνια, πολύ στενά κοντά της. Είναι μία σκέψη που κάναμε, στη μνήμη της να κάνουμε κάτι που και η ίδια θα ήθελε πάρα πολύ, να βρούμε έναν τρόπο να δώσουμε ένα βήμα ώστε να ακουσθεί η δουλειά νέων συγκροτημάτων που σχετίζονται με την παράδοση με διάφορους τρόπους, είτε δηλαδή παίζουν τις παραδόσεις με έναν τρόπο βιωματικό, συνήθως συγκροτήματα που έρχονται από την Περιφέρεια, είτε δοκιμάζουν πράγματα, συνδυασμούς, ενδεχομένως, ετερόκλητους παραδόσεων, δοκιμάζουν να διασκευάσουν τις παραδόσεις και κάποιες φορές ακόμα και να γράψουν καινούρια κομμάτια με έμπνευση από αυτές.
Η επιλογή των συγκροτημάτων πώς γίνεται;
Είναι μία διαδικασία πολύ συγκεκριμένη, το έχουμε αποφασίσει. Απευθύνουμε στην αρχή της χρονιάς μία ανοικτή πρόσκληση, που την κοινοποιούμε σε όλα τα Μέσα, σε όσους ενδιαφέρονται. Τα groups μάς στέλνουν το υλικό τους –είναι πολύ συγκεκριμένα αυτά που ζητάμε, τρία κομμάτια και τα βιογραφικά τους– και κατόπιν με μία μικρή ομάδα, στενή ομάδα από ανθρώπους του Συλλόγου, επιλέγουμε τα συγκροτήματα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι πάντα εύκολη αυτή η επιλογή, διότι οι ημέρες είναι περιορισμένες και ο χρόνος συμμετοχής, επίσης, περιορισμένος. Δηλαδή, δεν έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε πάρα πολλά groups, βάζουμε το maximum στο διήμερο, που είναι 18 groups –άλλες φορές έχουμε κάνει και 20. Απλώς, αφήνουμε και μία ανοικτή επικοινωνία με τους υπόλοιπους, ας το πούμε έτσι, πολλές φορές επανέρχονται στις επόμενες συναντήσεις. Γενικώς, δεν χανόμαστε.
Μία από τις προθέσεις μας, δηλαδή, είναι όχι μόνο να προβάλλουμε τα groups ξεχωριστά το ένα από το άλλο, αλλά και να φέρουμε σε επικοινωνία νέους ανθρώπους που έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα και συναντιούνται για αυτές τις δύο ημέρες και βλέπουν και τι συμβαίνει, ανταλλάσσουν ιδέες και παραστάσεις.
Η ιδέα είχε ξεκινήσει σε συνεργασία με το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος ή αυτή η συνεργασία ήρθε μετά;
Στην αρχική ιδέα δεν υπήρχε κάποιος συνεργάτης ο οποίος να μπορέσει να μας καλύψει σε ό,τι αφορά το χώρο για το τεχνικό κομμάτι. Έχουν γίνει μέχρι τώρα δύο συναντήσεις. Η πρώτη έγινε στο Μέγαρο Μουσικής, σε μία συνεργασία με το Σύλλογο Φίλων του Μεγάρου Μουσικής, σε κλειστό χώρο, το 2017. Μετά, έχουμε τη συνεργασία με το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το οποίο η αλήθεια είναι ότι αγκάλιασε αυτή την προσπάθεια και βοηθά στο μέγιστο βαθμό, καλύπτοντας ό,τι χρειάζεται στο τεχνικό κομμάτι και στα έξοδα μεταφοράς και διαμονής των μουσικών.
Μέσα από αυτά τα demo που ακούς, από το υλικό που σου στέλνουν, η άποψή σου ποια είναι για την παράδοση σήμερα;
Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη εμπειρία, πραγματικά, ακόμα και για κάποιον σαν και εμένα ο οποίος έχει σχέση με τους νέους λόγω της διδασκαλίας μου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, δηλαδή ξέρω τι συμβαίνει σε αυτές τις ηλικίες, ακόμα και για εμένα ήταν έκπληξη η πρώτη φορά, το πόσα συγκροτήματα δουλεύουν σε αυτό το χώρο, που δεν τα ξέρουμε, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο –και από το εξωτερικό είχαμε προτάσεις. Τις επόμενες φορές, λοιπόν, ήμασταν προετοιμασμένοι, άρα ίσως δεν είχα αυτή την έκπληξη. Αλλά, σίγουρα η εικόνα είναι πάρα πολύ πολύχρωμη και όμορφη και, πραγματικά, χαίρομαι που έχουμε όλα αυτά τα νέα παιδιά κοντά μας.
Επίσης, να σημειώσω ότι νομίζω ότι ένα από τα πολύ θετικά αποτελέσματα της διοργάνωσης αυτών των συναντήσεων είναι ότι δημιουργούνται groups για αυτό το λόγο.
Ναι, είδα ένα-δύο που έγιναν ακριβώς για να συμμετάσχουν.
Είναι αφορμή, δηλαδή, αυτό το Φεστιβάλ για να φτιαχτούν νέα συγκροτήματα και αυτό είναι μεγάλη χαρά. Ασφαλώς, δεν ξέρω πόσο μακροπρόθεσμα είναι τα σχέδιά τους. Εγώ εύχομαι πάντα να μένουν μαζί, γιατί η δουλειά ενός group στη μουσική είναι πάρα πολύ σημαντική, να συμβαίνει από κοινού αυτό το πράγμα.
Τώρα, που το συζητάμε αυτό, σκέπτομαι ότι οι παραδοσιακές μουσικές πάντα ήταν ζήτημα παρέας. Δεν είναι, δηλαδή, ένα project που στήνεις μαζεύοντας πέντε μουσικούς να παίξουν πράγματα ενορχηστρωμένα κ.λπ., ήταν πάντα παρέα. Δηλαδή, ο κρητικός λυράρης είχε πάντα το λαουτιέρη του σαν ζυγιά ή οι κομπανίες των Ηπειρωτών είτε ήταν οικογένειες είτε ήταν γνωστοί. Είναι πολύ σημαντική αυτή η δουλειά, παντού δηλαδή στη μουσική αλλά και στις παραδόσεις ιδιαίτερα.
Ποιο στυλ είναι πιο δημοφιλές ανάμεσα στα συγκροτήματα που παίζουν; Είναι ηπειρώτικο, είναι ρεμπέτικο, ποιο είναι;
Έχουμε τα πάντα και η αλήθεια είναι ότι προσπαθούμε να μη θέτουμε κανέναν περιορισμό, ακόμα και από την προκήρυξη του πράγματος.
Όχι, εννοώ, από αυτά που σας στέλνουν.
Θα έλεγα ότι έχει από όλα. Δεν ξέρω, ίσως κάποια, ειδικά αυτά που δοκιμάζουν καινούρια πράγματα, groups που συνήθως έρχονται από αστικά κέντρα, πατούν περισσότερο ίσως στις παραδόσεις μικρασιάτικες με αυτά τα όργανα –ούτι, κανονάκι– αλλά και τις πιο αστικές παραδόσεις, και στο σμυρναίικο και στο πρώιμο ρεμπέτικο.
Είναι πιο παραδοσιακά στο στυλ που θα ήταν ο Καρράς και η Σαμίου ή πιο ψαγμένοι όπως ο Ross Daly;
Έχουμε από όλα και –επιστρέφοντας και στην επιλογή των συγκροτημάτων– είναι και αυτός ένας προβληματισμός μας, να μπορέσουμε να δείξουμε όλη τη βεντάλια που εκπροσωπούν. Δεν θα τα έλεγα καν στυλ, θα τα έλεγα διαφορετικές οπτικές.
Ναι, τις οπτικές εννοώ.
Πάντως, είναι γεγονός ότι η μουσική εξελίσσεται, η μουσική προχωρά –και αυτό ισχύει και για τις παραδόσεις, φυσικά. Είναι απολύτως θεμιτό να αντιμετωπίζει τελείως διαφορετικά την παράδοση κάποιος που έχει σχέση βιωματική μαζί της –έχουμε τέτοια συγκροτήματα από την Κρήτη, από την Κατερίνη, από τις Σέρρες– και διαφορετική αντιμετώπιση, προφανώς, έχει κάποιος ο οποίος έχει μεγαλώσει σε ένα αστικό κέντρο με όλες αυτές τις επιρροές που έχει. Όλοι, πάντως, θεωρώ ότι το ίδιο ψάχνουν, να μπορέσουν να βρουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτές τις παραδόσεις.
Πιστεύεις ότι θα γίνει ετήσια η μουσική συνάντηση;
Η αλήθεια είναι ότι εξαρχής, επειδή είδαμε το μέγεθος αλλά και τον όγκο της προετοιμασίας, είχαμε ορίσει ότι θα γίνεται ανά δύο έτη. Αυτή είναι τώρα η τρίτη συνάντηση –2017, 2019, 2021 τώρα. Δεν ξέρω, πολλά αλλάζουν, αλλά νομίζω ότι αυτά τα δύο έτη είναι αρκετός χρόνος και για εμάς, για να ξεκουραστούμε, γιατί έχει και από εμάς πολλή δουλειά αυτό, αλλά νομίζω ότι είναι καλά. Δεν το αποκλείω όμως να γίνει και ετήσιο –ίσως με λιγότερα συγκροτήματα– θα το δούμε.
Έχεις να προσθέσεις τίποτα;
Να πω ότι μου άρεσε πολύ αυτό που μου έστειλες, θα το κοινοποιήσουμε και εμείς. Πολύ ωραίο, σε ευχαριστούμε για αυτό. Είναι πολύ σημαντικό και για τα παιδιά, κάποια από αυτά δεν έχουν ξαναδεί το όνομά τους γραμμένο οπουδήποτε.
Σε ευχαριστώ πολύ Σωκράτη .
Να είσαι καλά, Γιώργο.
Κεντρική φωτογραφία: Χρήστος Κισατζεκιάν
* Ο Γιώργος Πισσαλίδης έχει υπάρξει συνεργάτης των μουσικών περιοδικών “Ποπ& Ροκ”, “Οζ”, “Δίφωνο” “Jazz & Tζαζ” , καθώς και της “βίβλου του έθνικ” Folk Roots , ενώ έχει συν-συγγραψει το κεφάλαιο για την ελληνική μουσική στις τελευταίες 4 εκδόσεις του έθνικ οδηγού The Rough Guide to World Music.