Με αφορμή τα 105 χρόνια από την γέννηση του Ζήσιμου Λορεντζάτου αναδημοσιευουμε ένα κείμενο του καθηγητή Δημήτριου Τσάκωνα , ενός εκ των μεγαλυτέρων μυαλών του 20ου αιώνα και τελευταίου θεωρητικό του ελληνικού κοινοτισμού, του οποίου τα βιβλία στην δεκαετία του 50 και 60 είχαν την εκτίμηση προσωπικότήτων, όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας (του οποίου υπήρξε και βιογράφος), ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο μετέπειτα Πρόεδρος Δημοκρατίας, Μιχάλης Στασινόπουλος, ο Σπύρος Μελάς και πλήθος πανεπιστημιακών του εξωτερικού . (Άβαλον των Τεχνών)
Κείμενο του καθηγητή Δημήτριου Τσάκωνα
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2006) στις μελέτες του αντιμετωπίζει τον Διονύσιο Σολωμό όχι πλέον ως λυρικό, αλλά ως πνευματικό ηγέτη. Ο Λορεντζάτος διερευνά τις γλωσσικές ιδέες του ποιητή των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», εντάσσοντάς τες όμως μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της πνευματικής μας παράδοσης, και με βάση την αντιπαραβολή του «Διαλόγου», του κειμένου δηλαδή όπου βρίσκουν τη «θεωρητική» θεμελίωσή τους οι γλωσσικές ιδέες του Σολωμού με το «De Vulgari Eloquentia» του Δάντη.
Πέντε περίπου αιώνες χωρίζουν τη συγγραφή των δύο μελετών. Γεγονός που, ωστόσο, δεν εμποδίζει να διακρίνουμε πλήθος τα κοινά ανάμεσά τους. Είναι πριν απ’ όλα η στιγμή της συγγραφής. Δυο λαοί, που αρχίζουν να συνειδητοποιούν το ιδιαίτερο της εθνικής τους φυσιογνωμίας, αναζητούν το προφορότερο μέσο έκφρασής της. Αν ο ένας προηγήθηκε, κατά μερικούς αιώνες, σ’ αυτή την αναζήτηση, αυτό είναι θέμα, άξιο να απασχολήσει τον ιστορικό και τον κοινωνιολόγο, δε διαφοροποιεί όμως, τουλάχιστο στις κύριες γραμμές του το πρόβλημα.
Είναι κατόπιν το ιδιότυπο της θέσης τους. Ο Ελληνικός και ο Ιταλικός είναι οι μόνοι λαοί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, που βγαίνουν στον πνευματικό στίβο των νεότερων χρόνων με το βάρος μιας τεράστιας παράδοσης στους ώμους τους: Της Λατινικής γραμματείας ο δεύτερος, της Αρχαίας ελληνικής ο πρώτος. Και η μια και η άλλη έχουν γραφεί σε γλώσσες, που έπαυσαν να μιλιούνται. Η παρουσία τους, όμως, εξ αιτίας ακριβώς του πολύτιμου της κληρονομιάς, δεν παύει να δημιουργεί πλήθος προβλήματα.
Κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο ο Σολωμός γνωρίζει τη μελέτη του Δάντη και συχνά αναφέρεται σ’ αυτήν. Θα ήταν όμως σφάλμα, που το ελέγχει και η πνευματική προσωπικότητα του Σολωμού και η ίδια η υφή του «Διαλόγου», να αποδώσουμε σε απλή επίδραση του Δάντη την κοινότητα της επιχειρηματολογίας.
Είναι η ταυτότητα του προβλήματος και το κοινό της σκοπιάς, που καθιστούν αναπότρεπτες τις αναλογίες. Άλλες εξωτερικές και τυχαίες, και άλλες βασικές και καίριες. Τόσο ο Δάντης όσο και ο Σολωμός ξεκινάνε από τη διαπίστωση της ύπαρξης δύο γλωσσών, μιας ζωντανής, αυτής που τη μαθαίνουμε από τη μητέρα μας και μιας τεχνητής, που τη μαθαίνουμε βεβιασμένα και με κόπο. Η προτίμηση και των δύο ποιητών στρέφεται προς την πρώτη. Που όχι μονάχα δεν είναι χυδαία, τονίζουν, αλλά είναι και ευγενικότερη από την άλλη. Η αληθινά εθνική γλώσσα που φυτρώνει από τα ιδιώματα.
Δύο παραδόσεις, Λόγια και Δημοτική, που η ταυτόχρονη παρουσία και ο ανταγωνισμός τους σφραγίζει την πνευματική ζωή του έθνους επί αιώνες ολόκληρους, αποδύονται σε μια ανοιχτή αναμέτρηση διεκδικώντας η κάθε μια για τον εαυτό της την τελική επικράτηση. Στο σημείο αυτό των βιβλίων του Λορεντζάτου, γίνεται ένα είδος μετατόπισης του κέντρου βάρους της μελέτης του. Φεύγουμε από τον Σολωμό, για να περάσουμε στον Κοραή. Ο οποίος και γίνεται στόχος οξύτατης κριτικής εκ μέρους αυτού του μελετητή. Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά, που ο Κοραής ελέγχεται για τη στάση του στο γλωσσικό. Η «Μέση οδός» που ακολούθησε, δέχτηκε κατά καιρούς συγκεντρωμένα πυρά τόσο από τους ακραίους της Δημοτικής όσο και τους οπαδούς του Λογιοτατισμού.
Εδώ όμως δεν είναι στην πραγματικότητα, το γλωσσικό «πιστεύω» του Κοραή, που τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αυτό μοιάζει να αποτελεί απλό πρόσχημα για να τοποθετηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου ολόκληρο το κίνημα του Ελληνικού Διαφωτισμού στο πρόσωπο του Κοραή, του ανθρώπου δηλαδή, που πληρέστερα και συνεπέστερα το αντιπροσωπεύει. Είναι η «τόλμη» και η «πρωτοτυπία» του Ζήσιμου Λορεντζάτου ν’ αγωνίζεται να εγκαλέσει τον ελληνικό Διαφωτισμό, στο όνομα της Λαϊκής παράδοσης, που ο Ελληνικός Διαφωτισμός στάθηκε έκφρασή της.
Οπωσδήποτε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος συνετέλεσε ώστε να μην περάσει τότε απαρατήρητη μια συμβολή στην ανάγνωση του σολωμικού έργου, που, αρκετά πρώιμα, άνοιγε το δρόμο για σωστούς τρόπους προσέγγισης· αν τους δίναμε ένα τίτλο θα ήταν: βιωματικούς.
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος είναι αντιλογοκράτης που ανθολογεί με στοργή και γνώση τον Σοκόλη που πιστός στην ιδέα της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας αντιτίθεται στον εγωιστικό πολιτισμό της Δύσης επαινώντας τον αλτρουιστικό πολιτισμό της Ανατολής. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος υποψιάζεται ότι μετά τη συγκρότηση του ελεύθερου κράτους στην Ελλάδα μπήκαν τόσα φώτα, εκτυφλωτικά στην κυριολεξία τους, ώστε οι Έλληνες τυφλώθηκαν, δε βλέπουν πουθενά. Γι’ αυτό και δίπλα στον Σολωμό υψώνει τον Παπαδιαμάντη που δεν τον θεωρεί «λογοτεχνία» γραμμένη για να πλουτίσει την ευαισθησία μας κι ούτε τροφή για γριές αλλά υπόδειγμα βίου και παράδοσης.
Τονίζει ότι ο κόσμος της Αθήνας θαυμάζει, ή καμώνεται πως θαυμάζει τον Παπαδιαμάντη και δε συμφωνεί σε τίποτα μαζί του. Έξω από τη διηγηματογραφία, δηλ. τη «λογοτεχνία» (littérature), δεν τον παίρνει σε τίποτα στα σοβαρά. Έτσι ο θαυμασμός πήγε στράφι στις επιφάνειες και ο Παπαδιαμάντης, πενήντα χρόνια από το θάνατό του, μένει πνευματικά αδιεκπεραίωτος.
Κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο ο Παπαδιαμάντης δεν είχε αισθηματολογία ή θρησκευτικότητα, είχε θρησκεία, γι’ αυτό και ο μελετητής του Μεγάλου Σκιαθίτη κακίζει όσους μένουν αμέτοχοι στο πνευματικό περιεχόμενο της εικόνας που υπηρετεί η ζωγραφική:
«Υπερηφανευόμαστε, λόγου χάρη, πως είμαστε η πρώτη χώρα στον κόσμο που έχουμε Βυζαντινό Μουσείο. Αυτό μας κάνει κάπως πρωτοπόρους — θα φανταζόμαστε — στον επιστημονικό κλάδο των βυζαντινών σπουδών. Κανονικά θα έπρεπε να λυπόμαστε. Ο Παπαδιαμάντης πονούσε όταν έβλεπε τους σημερινούς Έλληνες να βάζουν χωρίς επίγνωση τη μεταφυσική τους παράδοση, δηλ. το μόνο πράγμα που έχουν από το πνεύμα (τα άλλα, καθώς είπαμε, είναι διανόηση ή αισθήσεις), «…όχι εις τόπον του καρπώσαι, αλλ’ εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ, εις Μουσείον, ως να είχε παύσει ν’ ασκήται εις τον τόπον τούτον η χριστιανική λατρεία, και τα σκεύη αυτής ν’ ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν αντικείμενον περιεργείας! …Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε!». Λησμονάω πως ο Παπαδιαμάντης δεν ανήκε στη χορεία των «εραστών της Βυζαντινής τέχνης», αλλά στην πνευματική παράδοση την οποία εξυπηρετεί η τέχνη αυτή.
Ο Παπαδιαμάντης δεν είχε αισθητική ή αισθηματική σχέση με την τέχνη, είχε σχέση μεταφυσική. Και τη σχέση αυτή μπορείς να την αποχτήσης μονάχα μέσα από κάποια παράδοση, όπως ο Χριστιανισμός, ο Ινδουισμός ή το Ισλάμ, όχι μοναχός ή κάνοντας του κεφαλιού σου. Κάθε άλλη σχέση με την τέχνη, όπως η σημερινή, είναι παράνομη. Μια ανωμαλία που μεταδόθηκε στον κόσμο από την Αναγέννηση κι εδώθε, καθώς και — παλαιότερα — τη στερνή κλασική περίοδο.
Κατά τον Λορεντζάτο ο Παπαδιαμάντης βρισκόταν στους αντίποδες όσων πέφτουν με το κεφάλι μέσα στη δίνη ή των λεγόμενων «ανδρείων της ηδονής». Έτσι όπως παρουσιάζεται σαν καταξίωση, η ανδρεία της ηδονής είναι δειλία του πνεύματος, αδυναμία να αναγνωρίσουμε το αόρατο πίσω από το φαινόμενο, το υπερφυσικό πίσω από τη φύση· εγκλωβισμός στο φυσικό.
Η ανδρεία του Παπαδιαμάντη κρατούσε από άλλη ρίζα, πνευματική. Δε σταματούσε στις φυσικές αισθήσεις που μοιραζόμαστε με τα ζωντανά, αλλά ήξερε να παίρνει από τις άλλες (αυτές που θεωρούμε ανύπαρκτες σήμερα), από εκείνες που όποιος πιεί μια φορά «ου μη διψήση εις τον αιώνα».
Ο Λορεντζάτος δίπλα στον Παπαδιαμάντη πρόβαλε τον Πικιώνη που στην αρχιτεκτονική του δε στάθηκε ανεδαφικός ή ονειροπαρμένος. Ο Πικιώνης εκτός απ’ την τεχνική γνώση της δουλειάς του γνώριζε στην ουσία τους τα σπουδαιότερα σύγχρονα κινήματα και τους κυριότερους εκπροσώπους τους σε Ανατολή και Δύση, με μια οικουμενικότητα και μια απόλυτη έλλειψη εθνικισμού (όχι εθνισμού), κληρονομημένη από τον Σολωμό, που τον έκανε στην κάθε παραμικρή λεπτομέρεια να βλέπει μονομιάς ολόκληρο το ηλιακό φάσμα.
Τονίζει ότι πράγματα χρήσιμα εμείς τα αχρηστεύουμε, σε άλλα αλλάζουμε τη χρήση τους, γυρεύοντας την ομορφιά εκεί που δε βρίσκεται: στο περιττό, στο αυθαίρετο, στην απόλυτη προαίρεση ή στο γούστο μας. Ένας δωρικός ναός γίνεται Τράπεζα, Ταχυδρομείο ή ακόμη και Εκκλησιά (η Ευρώπη είναι σπαρμένη τέτοια χτίσματα), το νησιώτικο σπίτι σκαρφαλώνει την αττική βουνοπλαγιά, ένας ψαράδικος κιούρτος δραπετεύει από την πελαγίσια τραγάνα και κρεμιέται για λυχνάρι στην κάμαρά μας. Η συνέχεια αυτή δεν έχει τέλος.
Καλούπια, λοιπόν, κλασικά· καλούπια μεσαιωνικά, παρατηρεί ο Πικιώνης. Αντί να αποχτήσουμε τη γεροσύνη της ψυχής και τη σοφία της ζωής του αρχαίου στα λεγόμενα κλασικά χρόνια, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε έργα όπως εκείνος, αλλά δικά μας — αυτό είναι το δίδαγμα που μας αφήνει ο κλασικός — περιοριζόμαστε μονάχα στα έργα, γυρεύοντας κάποιον χαμένο μυστικό αριθμό (πολλοί Ευρωπαίοι δοκίμασαν να αριθμολογήσουν διάφορα ελληνικά αγάλματα και ανάμεσά τους ο Γκαίτε) με τον κανόνα και με το διαβήτη στο χέρι.
Αντί να αποχτήσουμε την πίστη του Mεσαίωνα, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε έργα όπως ο μεσαίωνας, αλλά δικά μας, περιοριζόμαστε να ταξινομούμε ή να καταγράφουμε τα μεσαιωνικά έργα. Το αποτέλεσμα είναι, φυσικά, αντίθετο από την κλασική αρχαιότητα ή από τον μεσαίωνα, και τα έργα μας, όσα γίνονται με το πνεύμα αυτό, διαλαλούν παντού πως είναι έργα ανθρώπων δίχως γεροσύνη ψυχής και δίχως πίστη.
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος ανήκει στους ελάχιστους Έλληνες φιλολόγους του Μεταπολέμου που διασταύρωσαν την αντιλογοκρατική σκέψη τους με το αναγεννητικό πνεύμα του Φώτου Πολίτη. Αγωνίσθηκε να επιβάλλει και μέσα από τον λαϊκισμό του Μακρυγιάννη — ιδωμένου όχι με «Πανεπιστημιακές επιφυλάξεις» — την «ιδιοπροσωπία», δηλαδή την ιδιαιτερότητα του Ελληνισμού σαν έννοιας αντίθετης με τους «σοφούς του γραφείου», τους λογοκράτες της δυτικής σκέψης.
Το πρόσωπο του στρατηγού, που έγινε θρυλικό ιστορικά και — με τη συμβολή των Βλαχογιάννη, Σεφέρη — φιλολογικά, προτείνεται ως το αληθινό πρόσωπο του νεοελληνισμού. Κάτι σαν απόλυτο σημείο αναφοράς.
Γύρω από αυτό το σημείο ο Λορεντζάτος θα πλέξει όλη τη γνωστή πια επιχειρηματολογία του περί Ανατολής και Δύσεως, πίστης και απιστίας, ατόφιου και επίκτητου, αρχαίου και νέου, συνέχειας και ασυνέχειας. Η επιτυχία των συλλογισμών και η ευρηματικότητα της σκέψης προκαλεί κάποτε θαυμασμό.
Το κείμενο είναι το αντίστοιχο λήμμα από την 9τομη “Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτικής Κοινωνίας” Κριτική τοποθέτηση: Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Τόμος 8ος σελ 48-54 “Εκδόσεις Σώφρων”