Έκλεισαν την Κυριακή 31 Μαϊου 2010, τα 90α γενέθλια του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη και ηθοποιού Κλίντ Ήστγουντ και εμείς συνεχίζουμε το αφιέρωμα μας σε μία από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες του.
του K.V. Turley
Κάθε βράδυ στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, η τηλεόραση μετέφερε την φρίκη του Πολέμου του Βιετνάμ στα σαλόνια της Αμερικής. Την ίδια στιγμή, στους κινηματογράφους σε όλη την επικράτεια, το Χόλλυγουντ δεν αντανακλούσε πλέον τον πως οι Αμερικάνοι ήθελαν να βλέπουν τους εαυτούς τους. Αντίθετα οι σκηνοθέτες φαινόταν να έχουν ένα θαυμασμό για τους χίππις που απέρριπταν την συμβατική κοινωνία, για άτομα με αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά και άτομα που απέφευγαν να κάνουν την θητεία τους. Η Αργυρή Οθόνη του Χόλλυγουντ έγινε ένας διαλυμένος καθρέπτης παραμορφωμένων και ακαταλαβίστικων φωνών που ενοχλούσαν περισσότερο παρά διασκέδαζαν το κοινό που παρακολουθούσε τις ταινίες.
Παρόλα αυτά, μέσα σε όλο αυτόν τον φόντο, ο Ρίτσαρντ Νίξον επέστρεψε από την πολιτική έρημο για να πετύχει μια νίκη για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις Προεδρικές Εκλογές του 1968 που άφησε τον κόσμο με ανοικτό το στόμα. “Η Αμερική μίλησε” είπε ο Νίξον στην ορκομωσία του και ήταν “η φωνη της μεγάλης πλειοψηφίας των Αμερικανών – των ξεχασμένων Αμερικανών, που δεν φωνάζουν και δεν κάνουν διαδηλώσεις ” Αυτό το εκλογικό σώμα εμφανιζόταν να είναι πιο πολυάριθμο από ότι πίστευαν πολλοί.
Επίσης το 1968, ο Στηβ Μακ Κούην είχε τεράστα επιτυχία στα ταμεία (box office) με ένα μοδάτο αστυνομικό δράμα: το “Μπούλιτ”. Τοποθετημένο στο Σαν Φρανκίσκο , ο Φρανκ Μπούλιτ, ο χαρακτήρας του αστυνομκού, που υποδύεται ο Μακ Κουήν έχει μόνο την εξωτερική εμφάνιση ενός αστυνομικού. Eξίσου μοναχικός με τον Κάλλαχαν που θα ακολουθήσει, οι δύο άνδρες αποξενώνονται από τους ανωτέρους τους για διαφορετικούς λόγους. Ο Μπούλιτ περιφρονεί το Κατεστημένο όπως αυτό εκπροσωπείται από αυτούς τους ανωτέρους του και τα πολιτικά αφεντικά τους. Από αυτήν την άποψη, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Στηβ Μακ Κουήν ανήκει περισσότερο στην αντικουλτούρα παρά στον νόμο και την τάξη.
Σε αντίθεση, ο Κάλλαχαν θα απεχθανόταν τους αστυνομικούς ανώτερους του αποκλειστικά γιατί φέρονται αδύναμοι σε αυτούς που διαπράττουν το έγκλημα . Τόσο αδύναμοι, που στην πραγματικότητα κάτω από τις ετοιμόλογες ατάκες του Κάλλαχαν , υπάρχει μια ενστικτώδης οργή ενάντια στην υποκριτική τους αδράνεια. Το 1971, ο χαρακτήρας του Ήστγουντ εκμεταλλευόταν μια μεγαλύτερη οργή που τότε κόχλαζε σε ένα μεγάλο τμήμα της Αμερικάνικης κοινωνίας, το ίδιο εκλογικό σώμα που είχε ψηφίσει τον Νίξον λίγα χρόνια νωρίτερα . Επί σκηνής, είναι αυτή η οργή που κινητοποιεί τον Κάλλαχαν να επιβάλλει λιγότερο τον νόμο και περισσότερο κάποιος που επιβάλλει τους δικούς του νόμους.
Στον “Επιθεωρητή Κάλλαχαν” πουθενά αυτό δεν φαίνεται καλύτερα από την στιγμή που ο Κάλλαχαν αντιμετωπίζεται επιθετικά για τις τακτικές σύλληψης του. Για να απελευθερώσει ένα κορίτσι που κρατείται όμηρος, ο Κάλλαχαν βασανίζει τον ερπετοειδή ψυχοπαθή Σκορπιό (που τον υποδύεται ο ‘Άντυ Ρομπινσον). Όταν αργότερα, λένε στον Κάλλαχαν ότι η ομολογία και τα όπλα που ανακτήθηκαν από το κρυσφήγετο του “Σκορπιού”, για να μην πουνε για το πτώμα του νεκρού κοριτσιού, είναι όλα απαράδεκτα ως αποδείξεις, ο αστυνομικός επιθεωρήτής δίκαια ξεσπαθώνει. Παρακολουθούμε ένα φτωχά ντυμένο γραφειοκράτη, καθώς κατσαδιάζει τον Κάλλαχαν σχετικά με τον νόμο περί διαβάσματος των δικαιωμάτων των υπόπτων για ένα έγκλημα πριν από οποιαδήποτε ανάκριση. Σκεφτόμενος μόνο το θύμα, ο Κάλλαχαν έχει ξεμπερδέψει με αυτό, όταν βασανίζει και ακόμα χειρότερα για κάποιους δεν ζητά καμμιά σύγγνωμη.
Όπως ήταν προβλεπόμενο, οι προοδευτικοί κινηματογραφικοί κριτικοί απεχθάνονταν τον “Επιθεωρητή Κάλλαχαν”. Συγκεκριμένα “πιάστηκαν” από την σκηνή βασανιστηρίου καθώς και άλλες πλερές της πλοκής για να φτιάξουν ένα κατάλογο εγκλημάτων, που έγιναν αντιληπτά και διαπράχθησαν από τον Ήστγουντ . Η φιγούρα του Σκορπιού ανήκει στην αντικουλτούρα, μιλωντας την αργκό της και ντυμένος ανάλογα. Φοράει ακόμα και μια επιγραφή που γραφει “αγάπη και ειρήνη” που είναι πολύ χαρακτηριστική του πνεύματος του Σαν Φρανκίσκο. Μπορεί να ήταν ένας αφηνιασμένος φονιάς, αλλά για κάποιους κριτικούς κινηματογράφου ήταν αντιπροσωπος μιας ανερχόμενης Αμερικής με την οποία ταυτιζόταν , ένας που φαινομενικά βρίσκεται υπό επίθεση από τον Δικαιοσύνη των Συνόρων αυτού που γίνεται αντιληπτό ως το άλτερ έγκο του Ήστγουντ.
Θυμίζοντας τον κόσμο του Σπιλαίην, και παρόλες τις αρνητικές δηλώσεις των κριτικών, ο ‘Επιθεωρητής Κάλλαχαν” ήταν τεράστια επιτυχία στο box office, μία από τις ταινίες που έκαναν τις μεγαλύτερες εισπράξεις στην χρονιά του 1971. Εξίσου τεράστια επιτυχία στο εξωτερικό, ήταν το φιλμ που μετέτρεψε τον Ήστγουντ από σταρ του Χόλλυγουντ σε ένα Σούπερ Σταρ του Χόλλυγουντ.
Στην τέσσερεις συνέχειες του “Επιθεωρητή Κάλλαχαν” που ακολούθησαν, ο χαρακτήρας του Κάλλαχαν γίνεται περισσότερο παρωδία. Όπως και να έχει, η ξεδιάντροπα δεξιά ιδεολογία του φίλμ του 1971 μετριάσθηκε. Ο Ήστγουντ πιθανώς να ήταν πάντα πιο πολύ φιλελεύθερος παρά συντηρητικός και ο Κάλλαχαν περισσότερο αντιήρωας παρά ήρωας. Παρόλα αυτά, για μια σύντομη στιγμή, όταν το σινεμά κυριαρχόταν από την Αριστερά, ο Ήστγουντ και οι συνεργάτες του υπενθύμισαν στο Χόλλυγουντ μια διαφορετική άποψη και ένα διαφορετικό κοινό.
Στις Προεδρικες Εκλογές του 1971, λιγότερο από ένα χρόνο μετά από την πρεμιέρα του “Επιθεωρητή Καλλαχαν”, ο Νίξον επέστρεφε στην εξουσία με μια σαρωτική νίκη.