Ι
Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός. Νέοι
Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου, πουλιά στα δέντρα,
–Τούτες οι γενεές που πεθαίνουν– στο τραγούδι τους,
Ποτάμια σμάρια οι σολομοί, θάλασσες σμάρια τα
σκουμπριά,
Το ψάρι, η σάρκα και το θήραμα, όσο βαστά το
καλοκαίρι υμνούν
Το κάθε τι που σπέρνεται, γεννιέται, και πεθαίνει.
Παρμένοι από τη λάγνα τούτη μουσική όλοι αψηφούν
Του αγέραστου νου τα μνημεία.
ΙΙ
Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα,
Κουρελιασμένο ρούχο απάνω σε μπαστούνι, εκτός
Αν η ψυχή χτυπήσει τις παλάμες της και τραγουδάει
πιο δυνατά, πιο δυνατά
Στο κάθε ξέσκισμα της θνητής φορεσιάς της,
Και δεν είναι σχολειό του τραγουδιού παρά η μελέτη
Των μνημείων της δικής της μεγαλοπρέπειας·
Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για νά ‘ρθω
Στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου.
ΙΙΙ
Σοφοί ορθωμένοι μέσα στην άγια φωτιά του Θεού
Λες στο χρυσό ψηφιδωτό ενός τοίχου
Βγείτε απ’ την άγια τη φωτιά, στριφογυρίστε μες στο
στρόβιλο,
Γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για την ψυχή μου.
Κάψετε την καρδιά μου κι αναλώστε την· άρρωστη
του πόθου,
Δεμένη σ’ ένα ζώο που ξεψυχά,
Δεν ξέρει τώρα τι είναι· και δεχτείτε με
Στην τεχνουργία της αιωνιότητας.
IV
Και μια φορά που θά ‘βγω από τη φύση, ποτέ μου
δε θ’ αποζητήσω
Για τη σωματική μορφή μου πράγμα φυσικό,
Αλλά τέτοια μορφή που οι Γραικοί χρυσοχόοι φτιάνουν
Από σφυρήλατο χρυσάφι και μαλαματένιο σμάλτο
Για να κρατήσουν ένα νυσταλέον Αυτοκράτορα ξυπνό·
Ή στήνουν σε χρυσό κλωνάρι για να τραγουδά
Στους άρχοντες και στις αρχόντισσες του Βυζαντίου
Τα που περάσαν, ή που περνάν, ή που θά ‘ρθουν.
«Αντιγραφές», Ίκαρος, Αθήνα 1978, σ.σ. 12-13.