
Πρόλογος – Επιμέλεια : Σπύρος Δημητρίου
Tα μάτια στις βυζαντινές εικόνες,
αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά,
είναι διαφορετικά απ’ των αρχαίων αγαλμάτων.
– Ω δόξα της πατρίδας μου διπλή κι’ απέραντη
χαρά η προσφορά, ανθρώπινη,
δική σου παρηγοριά και διδαχή σου.
Σ’ ολόκληρη την όρθωση, την άρθρωση
του ωραίου σώματός των, είναι υπεροπτικά
σχεδόν, τα ελληνικά αγάλματα
και στην ευγενική θωριά, το βλέμμα
δείχνει αλλού να θεωρεί.
Oι άγιοι μονάχο δε σ’ αφήνουνε,
το στρογγυλό τους μάτι ολάνοιχτο,
κι’ ωσάν έκπληκτο, σε παρακολουθεί
σε μυστικήν, ενδόμυχη ατένιση σε οδηγεί
για να πιστέψεις στο δικό τους όραμα
με πάσαν την υποταγή.
Όχι πια φοβισμένη,
μα φωτισμένη απ’ της ψυχής το νόημα
που αντελήφθη και ομολογεί.(1)
Πολυβραβευμένη ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια η Ζωή Καρέλλη, γεννήθηκε στο 1901 στη Θεσσαλονίκη. Χρυσούλα Αργυριάδου το πραγματικό της όνομα, αδελφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, έζησε και δημιούργησε στην πρωτεύουσα των προσφύγων, στη πόλη που την χαρακτήρισε και την χαρακτήρισε. Μαζί με τον Γιώργο Βαφόπουλο, τον Γιάννη Θέμελη, τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, τον Ντίνο Χριστιανόπουλος και τον Μανώλη Αναγνωστάκη θα προσθέσω εγώ, παρ’ όλο που έζησε τα πιο πολλά του χρόνια στην Αθήνα, αποτελούν τις κολώνες της λεγόμενης ποιητικής σχολής της Θεσσαλονίκης. Έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίος ο τίτλος που της αποδίδει ο καθηγητής του Διοικητικού Δικαίου και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου Δημήτρης Κόρσος, σ’ ένα κριτικό του σημείωμα, « ως πρώτης κυρίας της πνευματικής Θεσσαλονίκης».
Γράφει ενδεικτικά γι’ αυτήν: «Η παλαιά αντίθεση φιλοσοφίας και ποιήσεως(παλαιά δε τις διαφορά φιλοσοφία τε και ποιητική, κατά τον Πλάτωνα), η παλαιά εκείνη αντίθεση προβάλλει στο έργο όχι ολίγων εκ των νεωτέρων ποιητών. Προβάλλει δε ανάγλυφη και στο ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη. Η ποιήτρια, στην προσπάθειά της να αποκαλύψει τις μυστικές πηγές των φαινομένων της Ζωής και του Θανάτου, καθώς και την κλείδα της εξηγήσεως αυτών, εισήλθε στο στίβο της ποιητικής τέχνης με ένα βαρύ διανοητικό και δη υπαρξιακό οπλισμό. Εφόρτωσε τα ποιητικά της μέσα με αγωνιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα. Διότι, πράγματι, η ποιήτρια(η πρώτη αυτή κυρία της πνευματικής Θεσσαλονίκης) εχρησιμοποίησε ποιητική γλώσσα στεγνή, απότομη, διανοητική, άνευ λυρικών εξάρσεων, γλώσσα(με μια λέξη) κοντά στα πράγματα, όχι έξω από αυτά».
Σ’ αυτές τις λίγες γραμμές ο καθηγητής Δ. Κόρσος συμπυκνώνει γλαφυρά το τι ήταν ως ποιήτρια η Ζωή Καρέλλη και τα ίδια μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι ισχύουν και για το δοκιμιακό της έργο, περιεκτικό, ουσιαστικό, διανοητικό και συνάμα βαθιά ελληνικό. Ας σταθούμε λοιπόν σ’ αυτό το τελευταίο, το ελληνικό, , τιμώντας τη μνήμη της είκοσι τρία χρόνια από το μεγάλο της ταξίδι(16 Ιουλίου 1998), μ’ ένα σπουδαίο κείμενό της που απαντούσε στο ερώτημα: «ποια είναι η αποστολή του Ελληνισμού σήμερα;» (ερώτημα πάντα επίκαιρο και σήμερα ιδικά ακόμα πιο πολύ), όπως αυτό είχε τεθεί το μακρινό 1978 από το περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ» σε σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους του τόπου. Η μεγάλη ποιήτρια της συμπρωτεύουσας έγραφε:

Ζωή Καρέλλη και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος το 1959 στην παραλία της Θεσσαλονίκης
«ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΙ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΑΙΡΙΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Όταν τεθεί ένα τέτοιο ερώτημα, αμέσως ο νους και το αίσθημα του ανθρώπου, του Έλληνα ανθρώπου, στρέφεται και ζητάει να καταφύγει, ακόμα και να ξεφύγει στο παρελθόν το ξεχωριστό, το μοναδικό. Να θυμηθεί, ν’ αναφερθεί σ’ αυτό αλλά και να δοκιμαστεί από την καταφυγή στη μακραίωνη δόξα και τιμή.
Θαυμάσιο το καταφύγιο όμως κι επικίνδυνο, καθώς στη γοητεία του καραδοκεί βαθύτατη θλίψη.
Ας αφήσουμε λοιπόν του έξοχους χώρους που ανήκουν στον κόσμο όλων των ανθρώπων κι ας έρθουμε με μιας, διαγράφοντας το πιο φανταστικό σε ποικιλία τόξο, στο παρόν μας. Όχι μα την πρόθεση να λησμονήσουμε. Τούτο άλλως τε θα ήταν αδύνατο. Η διανόηση βέβαια δείχνει να παραμερίζει ότι δεν ενδιαφέρει άμεσα, όμως το σώμα δε λησμονεί. Και το σώμα του ανθρώπου τούτης της δικής μας γης δεν γίνεται να λησμονήσει. Μόνο που χρειάζεται να θυμάται με τον πρέποντα τρόπο και να έχει το αίσθημα οξύ, οδυνηρό ίσως αλλά και σωστό του παρόντος.
Με την ιδιότητά μου σαν ανθρώπου να ζω την δική μου ζωή, την ιδιαίτερή μου ύπαρξη στο Χρόνο που μου ανήκει, στρέφομαι στο παρελθόν και το εννοώ χάρη σε δικές μου εμπειρίες που με οδηγούν δίχως φόβο φθοράς να το αντιμετωπίζω και να δοκιμάζομαι.
Ο Χρόνος είναι τρισυπόστατος, πως είναι δυνατόν να φαντάζομαι και να σκέφτομαι το μέλλον απομονωμένο, ας είναι και νόμιμα και σωστά;
Χαλεποί οι πολυπράγμονες και συναρπαστικοί καιροί που γνωρίζουμε και δεν παύουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε. Τα προβλήματα συμπλέκονται και πως θα προχωρήσω εγώ, περίδεος άνθρωπος ενός παρόντος συνταρακτικού όπου έχουν συσσωρευτεί σπουδαίες υποθέσεις και προθέσεις αλαλάζουσες!
Για μένα όμως, άνθρωπο που η ζωή του η ελληνική έχει αρχίσει με τον ύπουλα γαλήνιο πρώτα, τρικυμισμένο κατόπιν και κυμαινόμενο, ακόμα και προς το τέλος του, αυτόν αιώνα, έντονα παρούσα είναι, σαν αρχή μου του βίου, πρώτα το όνειρο κι ύστερα το γεγονός, το χάρισμα της ελευθερίας, της ελληνικής ελευθερίας. Αίσθημα που γι’ αυτό δεν θέτονταν συζήτηση, δεν χωρούσε αμφιβολία, αίσθημα ακέραιο, όπως η πνοή της ζωής, χωρίς δισυπόστατες επιβουλές.
Ποτέ δε θα λείψει στην πορεία του βίου μου η πραγματικότητα της εισόδου του ελληνικού στρατού στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Εν τούτοις:
«1900, καθώς άρχισε ο αιώνας, / δεν γνωρίσαμε ησυχία/ σε τούτη τη γη, πατρίδα ιδιαίτερη/ πολύ αγαπημένη Μακεδονία/ των Μακεδόνων, των Βυζαντινών/ τη χώρα τόσων αιώνων…»
Τούτο λοιπόν το παρελθόν σαν διαρκές παρόν, με τις διπλόηχες αναμνήσεις φέρνω μέσα μου ώσπου να προστεθεί σ’ αυτό, το άλλο ανεξάληπτο εκείνο μέγα συμβάν, εκείνο της μοναδικής, υψηλόφρονης αντοχής του έθνους ημών στα 1940, με τα άπειρα παραδείγματα γενναιότητας απλής κι αυθόρμητης, αντάξιας των προγόνων.
Ολόκληρη ζωή δε θα έφτανε για να ευγνωμονώ τους νεκρούς που με την αντοχή τους, τότε, διαφύλαξαν το χάρισμα της ελευθερίας στον τόπο αυτό.
Αλλά τώρα, ας θεωρήσω και το επερχόμενο μέλλον, και τον προορισμό μου σ’ αυτό. Στο παρόν μπορεί το πικραμένο μυαλό μου πολλά να μου ιστορήσει, και η διανόηση έτοιμη είναι να προβάλει τους καυμούς και τις επιβουλές από δικούς και ξένους, για να μ’ εμποδίσει. Μπορεί η στυγνή εποχή με τις αντιφάσεις αλύπητα να εισχωρήσει, με τις υπόνοιες, τις αμφιβολίες, τις απηνείς διαπιστώσεις, παρατηρήσεις για ότι συνέβη, για ότι γίνεται απερίσκεπτα, για κείνα τα σωστά και πρέποντα που χρειάζονται για ν’ αντιμετωπιστεί, και να στερεωθεί και να υπάρξει το μέλλον του Ελληνισμού. Κι όλα μπορούν να γίνουν, να συμβούν, να είναι πλούτος ζωής για μένα τον Έλληνα άνθρωπο, φτάνει να συγκρατηθώ και να κρατήσω την αντοχή μου.
Γνωρίζω τα παράπονα και τις κατηγορίες, μα δε περιορίζομαι στο να κρίνω τις ύποπτες αδυναμίες και ξέρω πόσα χρειάζεται να παραμερίσω και ν’ αγωνιστώ εγώ που έχω τέτοιες καταθέσεις χρόνων ύπαρξης και αντοχής εντός μου. Ο προορισμός του Ελληνισμού είναι αγώνας, αλλά το ξεχωριστό που έχει να προσφέρει το έθνος αυτό, το αρχαίο και παλαιό, το διαρκώς ανανεούμενο, στο γνήσιο πάθος του – κι αυτό δισυπόστατο που σ’ αυτό όμως οφείλεται η αντοχή του και οι δοκιμασίες του – είναι η ελευθερία, ακόμα και με όλα όσα φέρνει και παρασέρνει αντίθετα και σύμφωνα για την ύπαρξή του στο Χρόνο.
Άλλα μικρά έθνη ευημερούν γενικά, ειρηνικά και άνετα.
Σε μένα τον Έλληνα δεν έχει ακόμα δοθεί να ησυχάσω.
Η χαριτωμένη χώρα μου που αυτή μου δίνει την αντοχή μου – κι όμως κάποτε την εγκαταλείπω για να δω αλλού την τύχη μου, – δεν φεύγει από την αγάπη μου. Τούτη η χώρα με την καταπληκτική ιστορία, με το βασανισμένο δισυπόστατο παρόν, αυτή η δική μου «γλυκυτάτη Πατρίς» που όπου και να βρίσκομαι μου είναι αλησμόνητη και γι’ αυτό ζητώ να ξεπεράσω τα δεινά των αντιφάσεών μου, αυτή είναι το καθεαυτό μέλλον μου, σ’ αυτήν στρέφομαι κι επιστρέφω, για να βρίσκω τη γνησιότητά μου κι αντιστέκομαι στα πάντα, με πάσα την αντοχή μου κι αισθάνομαι να υπάρχω στο Χρόνο, περ’ απ’ τη στεγνή και στενή πραγματικότητα, πέρα απ’ την απιστία ακόμα κι απ’ την πίστη μου που μπορεί να περιορίζεται στη σύντομη ζωή μου, πέρα ακόμη κι από όποιαν ελπίδα και βεβαιότητα για το μέλλον, όταν το παρελθόν είναι ακατάλυτο μέσα μου και το παρόν στις αντιθέσεις του είναι ομολογία της αντοχής μου.
Ίσως η μαθητεία στους καιρούς που έτυχε να ζήσω με οδήγησε να αισθάνομαι, να βλέπω το συμπαγές του Χρόνου και το σπειροειδές της εξέλιξης του ανθρώπου γενικώτερα και σε τούτο το σχήμα ακριβώς περιστροφικό δεν είναι δυνατό παρά να πιστεύω και στο διαρκές, στην επιστροφή και την επανάληψη, να πιστεύω στην παρουσία του Ελληνισμού και της απειράριθμης προσφοράς του».(3)
Πηγές :
1 Τα Εικονίσματα III από Tα ποιήματα, Tόμος Πρώτος Oι εκδόσεις των Φίλων Αθήνα 2000
2. Τετράδια της ΕΥΘΥΝΗΣ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΖΩΗΣ ΚΑΡΕΛΛΗ ΩΣ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΤΗΣ «ΠΕΠΟΙΚΙΛΜΕΝΗΣ αρ. 35 Εκδόσεις περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ Αθήνα 1997
3. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΥΘΥΝΗ τεύχος 84 Αθήνα 1978.