Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα Χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω απ’ τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρωνΓεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ’ την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!
η φωτό της Κυρίας των Αγγέλων του Porfyris
Τα ερμήνευσε – σε μια συναυλία στο ΠΑΛΛΑΣ – η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος είχε παραγγείλει το σχετικό μουσικό υλικό στον συνθέτη Γιώργο Κουρουπό.
Το κομμάτι που μου έκανε εντύπωση ήταν αυτό με τα ονόματα της Παναγίας. Τραγουδούσε η σοπράνο Μυρσίνη Κατσιναβάκη.
Έτσι, παραθέτω εδώ αυτό το απόσπασμα από τον Μικρό Ναυτίλο, που υμνεί τις Παναγιές του Αιγαίου, τις Παναγιές της Ελλάδος, κατά Ελύτη πάντα.
Τα ονόματα της Παναγίας και θα δεις
Ε ε Χρυσοσκαλίτισσα
Τ’ άλογο με τα δύο φτερά
Και η άγρια φράουλα της θάλασσας
μέσα στ’ αραποσίτια
Τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ’ αλυσιδάκι στο λαιμό
Ε Παναγιά Τόσο Νερό
Τέσσερα – πέντε αρχαία ελληνικά
Το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα
Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα
Κι απ’ τ’ αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς
Έι Παναγιά του Νίκους
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε
Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Δεν θεωρώ τυχαίο ότι ο Οδυσσέας Ελύτης γνώριζε τηνΠαναγία την Παντοχαράτων Στροφάδων και μια άλλη Παντοχαρά από τα Επτάνησα και θέλησε να αφιερώσει το ξωκλήσι – τάμα του στη Σίκινο σ’ αυτήν. Ο ποιητής γνώριζε πολλά, αλλά όχι ξερά γνωσιολογικά. Μετασχημάτιζε την πληροφορία ή την εικόνα σε βίωμα και ενόραση. Και τελικά σε ποίηση.
Ας δούμε, λοιπόν, ποια τελικά είναι αυτή η εικόνα που κέντρισε το ενδιαφέρον του ποιητή. Η αρχαιολόγος Ζωή Μυλωνά γράφει στον Κατάλογο του Μουσείου Εκκλησιαστικής Τέχνης της Ι. Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, που εξέδωσε η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (2011, σ. 27-29):
“Η εικόνα της Παναγίας της Παντοχαράς (15ος αι.) ήταν τοποθετημένη ως δεσποτική στο τέμπλο του καθολικού της Μονής Στροφάδων. Η Παναγία εικονίζεται έως κάτω από τη μέση, γυρισμένη δεξιά προς το μικρό Χριστό, που κάθεται άνετα στο αριστερό της χέρι. Γέρνει την κεφαλή και ακουμπάει τρυφερά το πρόσωπό της στο δικό του… Ο Χριστός ακουμπάει το αριστερό χέρι του στην παλάμη της μητέρας του, ενώ με το δεξί ευλογεί. Τα πόδια του είναι σταυρωμένα και από το ανεστραμμένο αριστερό του πέλμα κρέμεται το λυτό σανδάλι του. Και τα δύο πρόσωπα κοιτάζουν τον προσκυνητή. Στο επάνω μέρος της εικόνας δύο άγγελοι σε προτομή στρέφονται προς τη Θεοτόκο, έχοντας τα χέρια καλυμμένα από το ιμάτιό τους, σε ένδειξη σεβασμού. Στο χρυσό κάμπο με κόκκινο κιννάβαρι είναι γραμμένα τα συμπιλήματα ΜΗΡ ΘΥ και ΙC XC, καθώς και η επωνυμία Η ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ. Στην εφέστια εικόνα της μονής Στροφάδων, ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας Βρεφοκρατούσας ακολουθεί το βυζαντινό πρότυπο της Ελεούσας ή το μεταβυζαντινό της Γλυκοφιλούσας. Στη σύνθεση αυτή αποτυπώνεται η σχέση της Παναγίας με το Θείο Πάθος, όπως εκφράστηκε στην υμνολογία και στις ομιλίες που συνοδεύουν τις ακολουθίες των Παθών. Χαρακτηρίζεται από την τρυφερή, αλλά και μελαγχολική προσέγγιση των προσώπων της μητέρας και του παιδιού. Η σύνθεση της εικόνας μας ανήκει στην παραλλαγή του τύπου της Παναγίας Γλυκοφιλούσας με το χέρι του παιδιού στο χέρι της μητέρας του, στοιχείο που σχετίζεται νοηματικά με το εικονογραφικό σχήμα της Αποκαθήλωσης”.
Δύο ακόμα στοιχεία της εικόνας αναλύει η Ζωή Μυλωνά:
Την χειρονομία του Χριστού σε νεύμα ευλογίας, που εμφανίζεται σε λίγες εικόνες, όπως στην εικόνα της Παναγίας Θαλασσομαχούσας.
Η εικόνα της Παντοχαράς είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια που συνδέει τα Στροφάδια με την Πάτμο, αγαπημένο νησί του Ελύτη. Το 1717 οι Τούρκοι έκαναν πειρατική επιδρομή και άρπαξαν πολλά κειμήλια τα οποία πούλησαν κατόπιν. Τότε μεταφέρθηκε και το λείψανο του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο. Την Παντοχαρά αγόρασαν οι Πατμιώτες άρχοντες Ηλίας και Θεόδωρος Κοκκινάκης. Κατά την παραμονή της εικόνας στην Πάτμο φαίνεται πως φιλοτεχνήθηκε μια τοιχογραφία – αντίγραφό της στον Άγιο Βασίλειο Πάτμου (1722). Τελικά η εικόνα επεστράφη στη μονή των Στροφάδων μετά την πάροδο ικανού χρόνου, με τη μεσολάβηση του ζακυνθινού επισκόπου πρώην Καρυουπόλεως Αγαθαγγέλου Λατίνου, ο οποίος εκείνη την εποχή μόναζε στην Πάτμο.
Η Θεοτόκος η Πάντων Χαρά είχε και αργυρή επένδυση, περί της οποίας γράφει τα δέοντα η Ζωή Μυλωνά στον Κατάλογο που προμνημονεύσαμε.
Όπως και οι υπόλοιπες εικόνες του τέμπλου και η Παντοχαρά ολόσωμη! Κρατώντας βέβαια τα βασικά στοιχεία της εικόνας των Στροφάδων. Και ιστορήθηκε και μια φορητή εικόνα της Παντοχαράς, αντίγραφο, επίσης, αυτής των Στροφάδων, με άλλη, όμως, χρωματολογική άποψη. Πιο ανάλαφρη, πιο προσιτή, αλλά με την σοβαρότητα στα πρόσωπα αμείωτη! Ο Ελύτης, θαρρώ, πως έβλεπε το παράδοξο της εικόνας και του άρεσε: Η Παντοχαρά δεν αποπνέει χαρά, με την τρέχουσα έννοια, αλλά μια μελαγχολία που είναι απέραντα ευγενική. Απ΄αυτή την Παναγία πηγάζει η όντως χαρά, δηλαδή η εσωτερική και αληθινή, η διαρκής και μόνιμη, που συνδέεται με μια πνευματικότητα η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Όταν το ψάλλαμε στα θυρανοίξια στη Σίκινο, με πλησίασε ένας σοβαρός άνθρωπος ενθουσιασμένος από το κείμενο, και μου είπε:“Αν δεν λεγόταν Παντοχαρά θα ‘πρεπε να ονομαστεί Θεοπερίχυτη αυτή η Παναγιά του Ελύτη”. Κι εγώ σκέφτηκα αμέσως: “Παντοχαρά η θεοπερίχυτη”!
Πάντοτε υπό την σκέπη της να ‘μαστε!