
Πρόλογος – Επιμέλεια : Σπύρος Δημητρίουe
Τύχη αγαθή είναι να βρεθεί στον κόσμο του πνεύματος και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ένα άστρο που το φως του θα λαμπρύνει ότι δημιουργεί. Ένα τέτοιο άστρο ήταν ο Άγγελος Τερζάκης που φώτιζε κάθε τι που καταπιανόταν , κάθε τι που ακουμπούσε το μυαλό κι η πένα του.
«Για χρόνια πολλά η προσωπικότητά του εξέχει με τη σοβαρότητα, τη συγκρότησή της, το ανήμερο ανθρώπινο πάθος, με την ακαριαία αίσθηση της τραγικότητας της ζωής και του βαθύτατου μυστηρίου της ανθρώπινης παρουσίας στον κόσμο. Επί πενήντα σχεδόν χρόνια, ο Άγγελος Τερζάκης στάθηκε ως ακρόπρωρο του πνευματικού μας βίου. Η στέρεη και τίμια πνευματική του φυσιογνωμία εκφράζει με τρόπο μοναδικό τη συνειδησιακή ανησυχία της γενιάς του, της περίφημης Γενιάς του 30. Πεζογράφος μιας δραματικής μεσοπολεμικής ζωής που εκβάλλει σε μια κοινωνία δίχως Θεό, θεατρικός δημιουργός που γνωρίζει ν’ αναπτύσσει στη σκηνή μ’ ακέραιο θεατρικό λόγο μορφές αγέραστες στην ποιητική τους δραματικότητα, στοχαστής από τους ελάχιστα συγκροτημένους κι υπεύθυνους στον τόπο αυτό, αναδείχτηκε ένας σπάνιος μάρτυρας του πνεύματος», γράφει το περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ» προλογίζοντας τον τόμο : «ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΤΕΡΖΑΚΗ» αφιέρωμα στα εβδομηντάρχονα του δημιουργού.
Τιμώντας τη μνήμη του(«έφυγε» 3 Αυγούστου 1979) διαλέγουμε ένα κείμενο από το σπουδαίο αυτό συλλογικό έργο, που κυκλοφόρησε σε Α΄ έκδοση το 1977 με τον Α. Τερζάκη εν ζωή. Ένα κείμενο ενός άλλου φωτεινού αστεριού του καλλιτεχνικού χώρου, του σκηνοθέτη Αλέξη Σολομού, που όταν διασταυρώθηκαν τα άστρα τους στη δραματουργία έκαναν πραγματικά θαύματα. Γράφει ο μεγάλος σκηνοθέτης για τον Τερζάκη :

Ο Αλέξης Σολωμός
«Τα χρόνια έχουνε πάει μακρυά μας τη γενιά του Τριάντα, μα αυτή εξακολουθεί να μένει νέα… Αξεπέραστη σε ζωτικό σφρίγος και δημιουργικό πάθος, σε σοβαρότητα αποστολής και ιδεολογική αίσθηση του κόσμου – αναντικατάστατη σε ποιότητα και ποσότητα… Η παραγωγή της, στίβες από μυθιστορήματα, ποιήματα, νουβέλες, άρθρα, δοκίμια, επιφυλλίδες, επιστολές, ημερολόγια… Η τέχνης της, έργο ζωής, καθημερινή παρουσία, αδιάκοπος μόχθος, ισόβιος έρωτας. Αυτό παναπεί, θαρρώ νάσαι λογοτέχνης – κι όχι νάχεις γράψει ένα βιβλίο και δυο άρθρα στο «Βήμα» για να κορδώνεσαι στις εσπερίδες μ’ ένα ουίσκυ στο χέρι… Ότι κι αν έδωσαν οι νεώτερες γενιές, καμιά δεν ξεπερνάει – μήτε κι αγγίζει – τη συγκομιδή της. Η γενιά του Τριάντα είναι η στερνή που πνευματικά μας θρέφει. Τα παρακάτω – αν βάλεις στη μπάντα δυο, τρείς εξαιρέσεις – δεν είναι παρά πρόσκαιρα πυροτεχνήματα, με πολύν κρότο και λιγοστή λάμψη.
Μέσα στο γαλαξία του Τριάντα, ολότελα ξεχωριστή θέση κρατάει το άστρο του Άγγελου Τερζάκη. Στάθηκε ο αναγνωρισμένος της γενιάς εκείνης δραματουργός. Δεν έγραψε μονάχα θεατρικά έργα – ποιος ξεχνάει τα μυθιστορήματά του, τις μελέτες του, τις κριτικές του;..- μήτε κι είταν ο μόνος μέσ’ στην ομάδα μνηστήρας της σκηνής. Μα οι άλλοι καλλιέργησαν το δραματικό λόγο – κι όχι λίγες φορές μ’ επιτυχία – αφού είχανε πια καθιερωθεί. Το θέατρο είτανε γι’ αυτούς μια πρόσθετη πολυτέλεια, μια αλλιώτικη ηδονή. Για τον Τερζάκη, αντίθετα, στάθηκε ο πρώτος έρωτας κι ο γάμος με την τέχνη.

Ο Άγγελος Τερζάκης (καθήμενος αριστερά) ανάμεσα στους εκπροσώπους της Γενιάς του ’30
Θυμάμαι το σάλο πούχε ξεσηκώσει η πρώτη του εμφάνιση στο θεατρικό μας στερέωμα – ταυτόχρονα σχεδόν το Γαμήλιο Εμβατήριο απ’ το Θίασο Μαρίκας Κοτοπούλη κι ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ στο Εθνικό. Η παράλληλη αυτή εισβολή του εικοσιπεντάρη νέου στα δυο μέτωπα, το ελεύτερο και το κρατικό, είταν ένα γεγονός με πολλαπλή σημασία για τη θεατρική μας ιστορία. Πρώτα πρώτα, ένα γνήσιο δραματικό ταλέντο είχε ανατείλει. Δεύτερο, η νεοελληνική δραματουργία – νεκρή απ’ την καλή εποχή του Ξενόπουλου κι απ’ το Φιντανάκι του Χόρν (ο Καζαντζάκης έμενε τότε άπαιχτος και σχεδόν άγνωστος), ξανάπαιρνε ζωή. Τρίτο, η δημοτική γλώσσα – ύστερ’ απ’ τις μεταφράσεις του Πάλλη, του Γρυπάρη ή του Ποριώτη – έδινε το πρώτο της παρόν στον τομέα της πρωτότυπης θεατρικής δημιουργίας. Τέταρτο, οι δραματικοί μας στόχοι μετατοπίζονταν απ’ τα κάτω πατώματα στ’ απάνω – και τα πρότυπα του Μπατάιγ, του Νικοντέμι ή του Πανιόλ, που ακολουθούσαν οι «πετυχημένοι» τότες θεατρογράφοι μας, έδιναν, με τον Τερζάκη, τη θέση τους σε πρότυπα πιο ψηλά: Τσέχωφ (Γαμήλιο Εμβατήριο) και Σαίξπηρ (Αυτοκράτωρ Μιχαήλ).
Αναρωτιόμαστε καμιά φορά τι είναι πιο εύκολο: το λιγοπρόσωπο και «μονοσάλονο» ψυχολογικό έργο με τα δραματικά του ημιτόνια ή ο σαματάς κι η αντάρα του ιστορικού δράματος που ζωντανεύει έναν ολόκληρο κόσμο στο θεατρικό πατάρι; Μ’ άλλα λόγια το κονσέρτο για λίγα όργανα ή η συμφωνία με μεγάλη ορχήστρα;… Πιθανό νάχε το ίδιο αναρωτηθεί κι ο νεαρός Τερζάκης. Κι αν δεν είταν το Εθνικό – πέντε χρόνια κιόλας σε λειτουργία – αν δεν είταν ο Πολίτης, ο Ροντήρης κι ο θαυμασμός του νέου συγγραφέα για το αστραφτερό μεγαλείο του παγκόσμιου κλασικού θεάτρου, που για πρώτη φορά είχε αποκαλυφθεί τόσο πλατειά στους Νεοέλληνες – πιθανό νάχε τροφοδοτήσει την αθηναική σκηνή με λογής τσεχωφικά εμβατήρια και νάχε γίνει ο φυσικός διάδοχος του Ξενόπουλου και του Χόρν σε μια πιο εξελιγμένη εποχή.
Ωστόσο, στο ψυχικό του πεδίο μάχης, ο Σαίξπηρ νίκησε τον Τσέχωφ και το ιστορικό δράμα στιγμάτισε αποφασιστικά και λυτρωτικά το ταλέντο του. Ο “Μιχαήλ” στάθηκε το πρώτο έργο της βυζαντινής τριλογίας, που “O Σταυρός και το Σπαθί” και η “Θεοφανώ” ήρθαν αργότερα να συμπληρώσουν. Με τη τριλογία τούτη, οι Ίσαυροι κι οι Μακεδόνες ανέβηκαν στο θρόνο των Πλαντάτζενετ και των Γιόρκ – κι ο βάρδος του Έηβον έκανε τη θριαμβευτική του είσοδο στις Βλαχέρνες… Η σαιξπηρολογία του Τερζάκη σημειώθηκε από μερικούς κακόβουλους σαν μομφή. Μα ο ίδιος περίπου ψόγος είχε παλιά ακουστεί για τον Πρώτο Φάουστ και για το Ρουή Μπλάς. Ύστερα, τιμή στο νεοφώτιστο τεχνίτη που διαλέγει καλό δάσκαλο, ακόμα κι αν παπαγαλίζει τις διδαχές του. Και διπλή τιμή στον Τερζάκη που κατάφερε να μην παπαγαλίσει. Οι βυζαντινοί του ήρωες δεν είναι ξεθωριασμένοι Αμλέτοι και Ριχάρδοι. Είναι, άμα τους αφαιρέσεις το στέμμα και την πορφύρα, ο ίδιος ο δραματουργός – ο στοιχειωμένος και υπερευαίσθητος, μ’ όλες τις νεανικές του αγωνίες κι απορίες μεταφερμένες ολόϊσια απ’ το βυθό της ψυχής στην επιφάνεια του θεατρικού σανιδιού.
Ένα μονόπρακτο με χορικά – αρκετά λησμονημένο σήμερα, νομίζω – ολοκληρώνει τη βυζαντινή τριλογία. Ο “Θρύλος του Μυστρά” γράφτηκε «κατά παραγγελίαν», για κάποια γιορτή που έγινε γύρω στα 1950 στον ιερό λόφο. Τον παρουσίασε ο υποφαινόμενος, με Χορό από κορίτσια της Δραματικής Σχολής και του Λυκείου των Ελληνίδων και με σκηνικό το ερειπωμένο παλάτι των Παλαιολόγων. Το μόνο που θυμάμαι απ’ την παράσταση είναι πως ο Κωτσόπουλος φοβόταν να καβαλλήσει τ’ άλογο του Μαντατοφόρου και τον αντικαταστήσαμε την ενδεκάτη ώρα με τον αγωγιάτη του αλόγου, ντυμένο βυζαντινά… Θυμάμαι όμως καλά το κείμενο – ένα άριστο δραματικό ποίημα που ξεπέρασε κατά πολύ το συγκεκριμένο του προορισμό – και που οι κρατικές μας σκηνές δεν θάπρεπε να το αγνοούν. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως, δουλεύοντας με τον Τερζάκη, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα ένα τα στάδια της σύνθεσης, απ’ το σπόρο ίσαμε τη βλάστηση, και να θαυμάσω την ευφορία του ποιητή που είναι συνάμα και θεατράνθρωπος.
Το σημείωμα τούτο δεν φιλοδοξεί να τοποθετήσει το δραματικό έργο του Τερζάκη μέσα στη λογοτεχνία μας – ούτε ν’ αξιοποιήσει την παραγωγή αποσιωπώντας, για χάρη του, τη συμβολή των συναδέλφων του. Γι’ αυτό θα σταθώ σ’ ένα μονάχα απ’ τα κατοπινά του έργα, την κωμωδία “Το μεγάλο παιχνίδι”. Δεν είναι η μόνη του κωμωδία, μα είναι η πιο συναρπαστική – ένα σπάνιο δείγμα ποιητικής φάρσας, που κρατάει απ’ το σόι των Γκολντόνι και των Μπωμαρσαί και συγγενεύει με τους Λόρκα και τους Ανούιγ. Το “Μεγάλο Παιχνίδι” ξεπετάχτηκε σαν κομήτης στο τέλος της Κατοχής και μας θάμπωσε σαν το πρώτο γνήσιο έργο τέχνης που από χρόνια είχε να δει η Αθήνα. Για πλαίσιο του παιχνιδιού και της ζωηρής του δράσης χρησιμοποιούσε τη νεοελληνική αυλή. Η αυλή αυτή – έξω επιτέλους απ’ την πλακιώτικη ηθογραφία και την επιθεώρηση – αποχτούσε στην κωμωδία του Τερζάκη μορφή και υπόσταση τρίστρατου και πλατείας, αλωνιού και θυμέλης – αρχέγονου τόπου δράσης του θεάτρου. Μέσα στον πληθυσμό της, ξεχώριζε ο μάγος Σαμιαμύδης – που μένει μια έντονα χρωματισμένη φυσιογνωμία στη φτωχή πινακοθήκη της νεοελληνικής σκηνής : ένα σύνθετο θεατρικό ον, που μέσα του σμίγουν ο λαοπλάνος θαυματοποιός των πανηγυριών, ο τελάλης των βοτανιών, ο Σιόρ Νιόνιος, ο «πιομένος λεβέντης που βαράει το νταγερέ» του Βάρναλη κι ο αρχάγγελος Γαβριήλ… Μικρός αδελφός του Αρλεκίνου και του Άριελ – μα γερά χρωματισμένος απ’ τον ανατολίτικο ουρανό μας, με το κέφι του, το μεράκι του, τη μπαγαποντιά του και το χριστιανικό του μεγαλείο. Μια αγγελική μορφή με διαβολική ζωντάνια….

Η Ελένη Χατζηαργύρη ως Βασίλισσα Θεοφανώ και η Στέλιος Βόκοβιτς ως Βασιλέας Νικηφόρος Φωκάς σε ανέβασμα της “Θεοφανώς” του Τερζακη από το Εθνικό το 1971
Η προσπάθεια του Τερζάκη είτανε μια απ’ τις πολλές που έκανε το θέατρο του αιώνα μας, για να πετάξει πάνωθέ του τη βαριά κληρονομιά του ρεαλισμού – για να ξαναφέρει το «θέατρο στο θέατρο» – για να βρει την αγνότητα και τη δροσιά πούχε η τέχνη τούτη, όταν πρωτόνιωσε την ανάγκη να ξεπεταχτεί μέσ’ απ’ το λαϊκό πανηγύρι και ν’ αποχτήσει δική της οντότητα. Η αξία ωστόσο του Παιχνιδιού – κι ίσως η υπεροχή του πάνω σε παρόμοια έργα της εποχής μας – είναι πως ο συγγραφέας δεν αποζήτησε την αισθητική γραφικότητα. Η διάθεσή του είτανε να γράψει θέατρο ντόπιο με χαρακτήρες σημερινούς. Σαν ποιητής, κατάφερε κάτι παραπάνω : να ντύσει με νεοελληνικά ρούχα τον Άνθρωπο και να κλείσει την Αιωνιότητα σε μια ρωμέικη αυλή».
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ «ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΤΕΡΖΑΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ» Α΄ Έκδοση 1977, Β΄ Έκδοση συμπληρωμένη Αθήνα 2000.