
του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου
Η βυζαντινή ζωγραφική και τα ψηφιδωτά εντυπωσίαζαν εξίσου τους Άραβες, πράγμα που φαίνεται ξεκάθαρα στις πρωτογενείς Αραβικές ιστορικές πηγές, αλλά και από το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί ζωγράφοι και τεχνίτες ψηφιδωτών χρησιμοποιούνταν κατά κόρων από τους Άραβες χαλίφες για την διακόσμηση των τζαμιών και των παλατιών τους. Ο Ιμπν αλ –Φαγκιθ, Άραβας γεωγράφος, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι Βυζαντινοί είναι το επιτηδειότερο έθνος στη ζωγραφική… Οι καλλιτέχνες του ζωγραφίζουν ανθρώπινα όντα, χωρίς να παραλείπουν ούτε μία λεπτομέρεια, επειδή ο βυζαντινός ζωγράφος δεν ικανοποιείται παρά όταν μετατρέψει τη μορφή σε νεαρό, ώριμο άνδρα ή σαλεμένο γέρο. Έπειτα κάνει το πρόσωπο όμορφο και θελκτικό, ακολούθως εύθυμο ή διακρυσμένο. Στον πίνακά του, ο καλλιτέχνης επιχειρεί ακόμη να διαφοροποιήσει το σαρκαστικό χαμόγελο από το συνεσταλμένο, την ευθυμία από το ξέφρενο γέλιο. (Ibn al-Faqih, Kitab al-buldan 136)»(14)

Παραστάσεις βυζαντινής τεχνοτροπίας, με γυμνές γυναίκες, στά λουτρά του Κουσάιρ Άμρα στην Ιορδανία
Η επίσημη βοήθεια σε καλλιτέχνες, με τους οποίους ο Αυτοκράτορας συνέδραμε το Χαλίφη, προκειμένου να ολοκληρώσει μεγάλα έργα, αποτελούσε μια συνήθη διαδικασία διπλωματικών – πολιτιστικών σχέσεων, εν μέσω μάλιστα σκληρών μεταξύ τους πολέμων.
«Ειπώθηκε ότι οι Ομαϋάδες χαλίφες ζήτησαν τη βοήθεια των Βυζαντινών για να διακοσμήσουν τεμένη στη Μεδίνα και τη Δαμασκό. Το χρονικό του αλ-Τάμπαρι μας παραδίδει:
“Αρχίσαμε να κατεδαφίζουμε το τζαμί του Προφήτη τον μήνα Σαφαρ του 88 [Ιανουάριος του 707` Ο αλ-Ουαλίντ έστειλε μήνυμα που ενημέρωνε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα ότι είχε διατάξει την καταστροφή του τεμένους του Προφήτη και ζητούσε βοήθεια σε αυτό το έργο. Εκείνος του έστειλε 100.000 μοθκάλ μαζί με 100 εργάτες και 40 φορτία ψηφίδων. Ο ίδιος [επίσης] διέταξε να ψάξουν για ψηφίδες σε κατεστραμένες πόλεις και να τις στείλουν στον αλ-Ουαλίντ” (Al-Tabari, Tarikh, σειρά Τρίτη, 2:1194)» (15)
Αυτή η προσφορά τεχνογνωσίας λάμβανε διαφορετική ερμηνεία από τις δύο μεριές. Στο μέν Βυζάντιο ερμηνευόταν περισσότερο με εξωστρεφή τρόπο στο δε Χαλιφάτο με εσωστρεφή. Ἠ βυζαντινή αυλή παρέχοντας απλόχερα καλλιτεχνική βοήθεια στους «βαρβάρους», θεωρούσε ότι τους έθετε στην σφαίρα πολιτισμικής επιρροής της αυτοκρατορίας, αυξάνοντας παράλληλα την αίγλη της στο εξωτερικό. Στο χαλιφάτο η ανταπόκριση στις απαιτήσεις τεχνικής ἤ καλλιτεχνικής βοήθειας από τους βυζαντινούς, ερμηνευόταν από τους περισσότερους χαλίφες ως ένδειξη υποταγής στην ισχύ τους. Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα ήταν η χρησιμοποίηση της βυζαντινής τεχνογνωσίας και τεχνοτροπίας στα περισσότερα από τα μεγάλα έργα του Χαλιφάτου. Καθώς επίσης και η εξύμνηση των καλλιτεχνικών δεξιοτήτων των Βυζαντινών από πλήθος Αραβικών πηγών.

Παραστάσεις βυζαντινής τεχνοτροπίας, στα λουτρά του Κουσάιρ Άμρα στην Ιορδανία
Σε κάθε περίπτωση, ισχύει η διαπίστωση του καθηγητή Soliman Sameh Farouk, πώς «η ανάγκη Βυζαντινής βοήθειας επιβεβαιώνει ότι η Κωνσταντινούπολις παρέμενε το κέντρο εις το οποίον εξηκολούθουν οι Άραβες να προσβλέπουν δια την απόκτησιν καλλιτεχνικής εμπειρίας»(15β)
«Ακόμη και κατά την όψιμη βυζαντινή περίοδο, οι αραβικές πηγές εξακολουθούν ακατάπαυστα να εκφράζουν θαυμασμό και έπαινο για τους καλλιτέχνες και τους τεχνίτες του Βυζαντίου. Αργά, τον 7ο/13ο αιώνα, ο αλ-Χαράουι (π. 611/1215) δηλώνει ότι υπάρχουν στην Κωνσταντινούπολη χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα, στήλες και εκπληκτικά τελέσματα “που όμοια τους πιθανόν να μη βρεθούν στα μέρη των Μουσουλμάνων”.

τά λουτρά του Κουσάιρ Άμρα στην έρημο
Ενδέχεται, η εντύπωση της υπεροχής της βυζαντινής καλλιτεχνίας και μαστοριάς, να επέζησε επειδή τα μνημειώδη κτίσματα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο μύθο, -δηλαδή , τα τεμένη των Ομαϋάδων στἠ Δαμασκό, την Ιερουσαλήμ και τη Μεδίνα-παρέμεναν πρωταρχικής σημασίας ιερά για το Ισλάμ. Όμως, η προσοχή δεν είχε επικεντρωθεί μόνο στα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του παρελθόντος όπως είναι ολοφάνερο από την ανωτέρω παραπομπή στον αλ-Χαράουι, συνέχισαν να εξυμνούνται και οι ικανότητες των Βυζαντινών στις αναπαραστατικές και διακοσμητικές τέχνες.
Ο Ιμπν Ζουρμπάϋρ , αναφέροντας την Εκκλησία της Παναγίας, περιγράφει ότι έχει υπέροχη κατασκευή, και ότι στεγάζει “θαυμάσιους πίνακες ζωγραφικής πού σαστίζουν το μυαλό και καθηλώνουν το βλέμμα. Ένα εξαίσιο θέαμα”. O αλ-Καζουίνι απηχώντας μια μακρά παράδοση που χρονολογείται πίσω στο αλ-Τζαχιζ (π.254/868) και τον Ιμπν αλ-Φακίχ (π.291/903), που παρουσίασε τους Βυζαντινούς ως “το πιο ικανό έθνος στη ζωγραφική”»(16α)

ψηφιδωτά στό μεγάλο τζαμί της Κόρδοβα
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως η εχθρική προς την εικονιστική τέχνη κοσμοθεωρία του Ισλάμ, δεν κατάφερε να εμποδίσει την βαθιά επιρροή της βυζαντινής τέχνης στους Άραβες (16β), η οποία εκφράστηκε μέχρι και με εικονιστικές παραστάσεις στην κοσμική ζωγραφική της περιόδου των Ομεϋάδων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της διακόσμισης των λουτρών της ερήμου, με διασημότερη αυτή των λουτρών του Κουσάιρ Άμρα στην Ιορδανία:
«Αι κύριαι ιδέαι προέρχονται από την Βυζαντινήν ζωγραφικήν. Οι τοίχοι καλύπτονται με παραστάσεις γυμνών γυναικών, αίτινες συμμετέχουν εις διαφόρους δραστηριότητας, με οικογενειακάς σκηνάς, σκηνάς λουσίματος, πάλης, κυνηγιού, σκηνάς από την ζωή των κτιστών, ξυλουργών και τεχνιτών εις την εργασίαν. Αι παραστάσεις όμως αι οποίαι απεικονίζουν προσωπικότητας της Ελληνικής σκέψεως, ιστορίας και ποιήσεως είναι αι πλέον αξιοπρόσεκτοι. Τέλος εις έναν τοίχον της εισόδου απεικονίζονται ιεραρχικώς οι εξ στρατηγοί οίτινες ενικήθησαν υπό των Αράβων, δηλ. ο Βυζαντινός, ο Πέρσης, ο Ρουδέριχος των Γότθων, ο Νέγεσος των Αβυσσηνών, έπειτα πιθανών ο αυτοκράτωρ της Κίνας είτε ο βασιλεύς της Ινδίας είτε των Τούρκων. Όλα ταύτα εις μίαν σκηνήν η οποία θεωρείται Αραβική προσαρμογή της Βυζαντινής οικογένειας των κυβερνώντων». (16γ)

«Ο χαλίφης της Κόρδοβας, ζήτησε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να στείλει έναν Έλληνα ψηφιδογράφο για την διακόσμιση του Μεγάλου Τζαμιού στη Κόρδοβα”
Ἡ επιρροή τού βυζαντινού προτύπου στην Ισλαμική ζωγραφική, δεν θα μείνει μόνο στο πεδίο του θαυμασμού, ούτε μόνο στο χρονικό διάστημα των πρώτων Ομεϋαδών χαλιφών. Θα λειτουργήσει ως υπόδειγμα για τις αραβικές απεικονίσεις τουλάχιστον μέχρι τον 13ο αιώνα, ακόμα και στην μακρινή Κόρδοβα.
«Ο χαλίφης της Κόρδοβας, της μεγαλύτερης πόλης της μεσαιωνικής Δύσης, με 70 βιβλιοθήκες, 900 λουτρά και 50 νοσοκομεία, ο αλ-Χακίμ Β’ (961-76) ζήτησε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να στείλει έναν Έλληνα ψηφιδογράφο για την διακόσμιση του Μεγάλου Τζαμιού στη Κόρδοβα και να κάνει μια απομίμηση του έργου που είχε κάνει ο αλ-Ουαλίντ Α’ (705-715) για τη συμπλήρωση του τζαμιού της Δαμασκού. Πράγματι ο αυτοκράτορας του έστειλε έναν τεχνίτη ψηφιδωτών από την Κωνσταντινούπολη και έναν αριθμό κύβων /ψηφίδων.
Λίγα χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έστειλε 140 κολώνες στον Άραβα χαλίφη Αμπντελραχμάν Γ’(929-61) για να κτίσει την έπαυλή του, τη Μεδίνα εζ-Ζάχρα στη Κόρδοβα».(17)

” Το βιβλίο του Διοσκουρίδη, υπήρξε το κλασικό υπόδειγμα για τις Αραβικές απεικονίσεις του 7ου/13ου αιώνος, και φανερώνει μια οφειλή στις εικονογραφικές μεθόδους των Βυζαντινών, παρουσιάζοντας “την βυζαντινή τέχνη υπό ισλαμική αμφίεση”
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που παρουσιάζει ο ιατρός και συγγραφέας Ιμπν αλ-Ουσαϋμπία προς τα μέσα του 13ου αιώνα, ο οποίος σε προηγούμενα κείμενα αλληλογραφίας μεταξύ του χαλίφη της Κορδοβας Νάσιρ και του βυζαντινού αυτοκράτορα, βρήκε μια αναφορά στα δώρα που συνόδευαν τις επιστολές αυτές. Μεταξύ των δώρων του αυτοκράτορα προς τον χαλίφη, βρισκόταν και το βιβλίο του Διοσκουρίδη, ζωγραφισμένο «με τον καταπληκτικό τρόπο των Βυζαντινών» [Uyun al-anba fi tabaqat al-atibba, (επιμ.) N. Rida (Beirut, 1965), σελ. 493-494].
«Αυτό το ίδιο βιβλίο του Διοσκουρίδη, υπήρξε το κλασικό υπόδειγμα για τις Αραβικές απεικονίσεις του 7ου/13ου αιώνος, και φανερώνει μια οφειλή στις εικονογραφικές μεθόδους των Βυζαντινών, παρουσιάζοντας “την βυζαντινή τέχνη υπό ισλαμική αμφίεση”. Όντως αρκετές από τις εικόνες που σώζονται στο χειρόγραφο του Διοσκουρίδη De Materia Medica / Περί Ύλης Ιατρικής, που χρονολογείται το 1229 μ.Χ. εμφανίζουν καθαρά βυζαντινή τεχνοτροπία [Richard Ettinghausen, Arab Painting (Geneva, 1977), 67-74]. Το χειρόγραφο Αγιασοφιά 3703, πού επίσης χρονολογείται στις αρχές του 7ου/13ου αιώνος και συμπεριλαμβάνεται ακόμη το Κιταμπ αλ-Χασαϊσχ του Διοσκουρίδη, έχει εικόνες βασισμένες σε βυζαντινά πρότυπα. Το χειρόγραφο αυτό αποτελεί μια μαρτυρία για την πολιτική και πολιτιστική αναγέννηση του Αββασιδικού χαλιφάτου. Οι βυζαντινού τύπου ζωγραφιές του συγκεκριμένου κώδικα, τα ελληνικά που χρησιμοποιεί και τα κωδικολογικά χαρακτηριστικά του, όλα αυτά υποδηλώνουν μία αναβίωση των πρώιμων προσανατολισμών της εποχής των Αββασιδών [Alain Touwide, “Percistance de l’ hellenisme a Baghdad au debut du XIIIeme siècle: Le manuscript ayasofia 3703 et la renaissance addaside”, Erytheia 18 (1997): 49-74]. Το γεγονός ότι σε ένα μεταφρασμένο βυζαντινό κείμενο έχει εγγραφεί τόσο έντονος συμβολισμός, υπογραμμίζει το ακόμη δεσπόζον πολιτιστικό πρότυπο του βυζαντινού πολιτισμού». (18)
του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου
Το παρόν άρθρο είναι προδημοσίευση από το βιβλίο “Οι βυζαντινές ρίζες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού” που θα κυκλοφορήσει από τις “Εκδόσεις Πελασγός”