Του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου
«Ο ρόλος πού έπαιξε το Βυζάντιο στη δημιουργία του πολιτισμού του Ισλάμ ήταν τεράστιος. Οι Άραβες, πού είχαν έρθει από την έρημο, ήταν άνθρωποι απλοϊκοί, λίγοι ήξεραν γράμματα, και αποπνέανε τον ασκητισμό. Όλες σχεδόν τις λεπτότητες που απέκτησαν αργότερα, τις πήραν από τους λαούς που υπέταξαν, μερικές από τους Πέρσες, αλλά πολύ περισσότερες από τον ελληνίζοντα σημιτικοχριστιανικό πολιτισμό της Συρίας και της Αιγύπτου. Ο πολιτισμός αυτός ήταν ήδη βυζαντινός, εξακολουθούσε να τροφοδοτείται συνεχώς από το Βυζάντιο και μετά την κατάκτηση» Στίβεν Ράνσιμαν (1)
Η γἐνηση του Ισλάμ και η εκπληκτική επέκταση του αραβοϊσλαμικού κόσμου κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ., άλλαξαν άρδην τον πολιτικό και πολιτιστικό χάρτη της Μεσσογείου. Η ταχύτατη κατάληψη από τους νομάδες πολεμιστές των Αραβικών φυλών, τεράστιων εκτάσεων οι οποίες πριν ανήκαν στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τους έφερε άμεσα σε επαφή με τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό των πρώην Βυζαντινών υπηκόων τους. Οι νέες ανάγκες που προέκυψαν, καθώς οι Ομεϋάδες Χαλίφες καλούνταν να διοικήσουν πλέον μία τεράστια αυτοκρατορία, εκ των πραγμάτων τους ώθησε στην επιλογή να εμπιστευτούν μεγάλο κομμάτι της αυτοκρατορικής διοίκηση, στους Χριστιανούς και στους Πέρσες υπηκόους τους, που γνώριζαν εδώ και αιώνες πώς να την ασκούν (2). Τα ελληνικά στις Δυτικές περιοχές του Χαλιφάτου και τα μεσοπερσικά στην Ανατολή, παρέμειναν ως επίσημες γλώσσες τις διοίκησης για πολλές δεκαετίες.
Η επιλογή της Δαμασκού, μίας πρώην Βυζαντινής πόλης, προκειμένου να ιδρυθεί η πρωτεύουσα του πρώτου Χαλιφάτου, έφερε το κέντρο του πρώιμου Αραβοϊσλαμικού πολιτισμού σε μία περιοχή όπου ανθούσαν τα πνευματικά κέντρα του ήδη ώριμου Βυζαντινού πολιτισμού. Η Αντιόχεια, η Γάζα, η Αλεξάνδρεια, η Έδεσσα ήταν μεγαλουπόλεις με τεράστια πνευματική ακτινοβολία και με πλήθος φιλοσοφικών, ρητορικών και καλλιτεχνικών σχολών. Αντιστοίχως τα χριστιανικά μοναστήρια της περιοχής, ορθόδοξα, νεστοριανά και ιακωβιτικά, αποτελούσαν πνευματικά κέντρα με μεγάλη φιλολογική και καλλιτεχνική παραγωγή.
Εκτός από την σκληρή, σχεδόν αδιάληπτη, και μακροχρόνια στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ισλάμ και Βυζαντίου, η επαφή των δύο κόσμων γινόταν λιγότερο πολεμικά σε όλα τα επίπεδα της έκφρασης του βίου, φυσικά δε και σε αυτό της τέχνης. Ο ισλαμικός κόσμος βρισκόταν στην γέννηση του πολιτισμού του, με κύριο στόχο και αντίπαλο την μεγάλη χριστιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής, την οποία μισούσε τόσο όσο την θαύμαζε.
Η τέχνη αποτέλεσε ένα βασικό σημείο επαφής, ειλικρινούς θαυμασμού, μίμησης και ανταγωνισμού στο διάβα των αιώνων αυτής της συγκρουσιακής σχέσης. Αξίζει να δούμε το πώς, και σε τι βαθμό, η βυζαντινή τέχνη πού ανθούσε στις περιοχές του Χαλιφάτου, αλλά και η αίγλη εκείνης που δημιουργούταν στην Κωνσταντινούπολη και στις πόλεις της Αυτοκτατορίας, επηρέασε την ισλαμική τέχνη σε εκείνα τα κρίσιμα χρόνια της γέννησής της.
Στην συνοπτική παρουσίαση που ακολουθεί, θα βασιστούμε κυρίως σε μελέτες και γνώμες ειδικών, προκειμένου να ανιχνεύσουμε χωρίς υπερβολές και προσωπικές θεωρήσεις, πεδία στα οποία είμαστε επί το πλείστων αναρμόδιοι επιστημονικώς, ως απλοί εραστές της τέχνης και της ιστορίας της.
Α) Αρχιτεκτονική
Η βυζαντινή τέχνη γοήτευσε τους Άραβες σε όλες της της μορφές, εκτός φυσικά από την αγιογραφία που την θεωρούσαν προσβολή προς τον Θεό. Κυρίως όμως σε εκείνες τις μορφές τέχνης, που απέπνεαν αίγλη και μεγαλοπρέπεια, ήταν ιδιαιτέρως δεκτικοί. Πρώτη και κύρια εξ’ αυτών η αρχιτεκτονική. Σύντομα, όταν και οι συνήθειες των νομαδικών Αραβικών φυλών, άρχισαν σε μεγάλο ποσοστό να αντικαθίστανται από αυτές της μόνιμης εγκατάστασης και δη της αστικής, ανέκυψε η ανάγκη μεγάλων χώρων συγκέντρωσης και λατρείας. «Οι πρώτοι χώροι κοινής προσευχής, τα τζαμιά (μασνίντ), χρησιμοποιήθηκαν και για τις συναθροίσεις τους προκειμένου να διεξαχθούν διάφορες εργασίες. Δεν έφεραν διακριτικά σημάδια ώστε να ξεχωρίζουν από άλλα είδη κτιρίων –στην πραγματικότητα, ορισμένα ήταν παλαιά κτίσματα πού είχαν επιλεγεί για τον συγκεκριμένο σκοπό, ενώ κάποια άλλα ήταν νέες κατασκευές στο κέντρο των μουσουλμανικών οικισμών».(3)
Κατά τις πρώτες δεκαετίες της ισλαμικής επέκτασης, στις περισσότερες περιπτώσεις όπου δεν βρισκόταν κάποιο παλαιό κτήριο κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί ως λατρευτικός χώρος από τους μουσουλμάνους, αρκούσε ένας περιφραγμένος χώρος, με μία ένδειξη προσανατολισμού προς την Μέκα. Τέτοιοι χώροι, διέθεταν υποτυπώδεις υποδομές και πολλές φορές ούτε καν σκεπή.
«Στην Κούφα του σημερινου Ιράκ. Διαμορφώθηκε το 638 ένας τετράγωνος χώρος, ενώ δύο σειρές κίονες από γειτονικά κτήρια τοποθετήθηκαν στο νότιο τμήμα του (εκείνο που βλέπει προς την Μέκα), έτσι ώστε να σχηματιστεί μια κιονοστοιχία. Στην Ιερουσαλήμ, που καταλήφθηκε από τους Άραβες το 637, δεν ηπήρχε για αρκετά χρόνια παρά “ένας τετράπλευρος χώρος προσευχής που μπορούσε να φιλοξενήσει 3.000 άτομα, και που είχε κατασκευαστεί εντελώς πρόχειρα, με την τοποθέτηση μεγάλων δοκαριών πάνω από κάποια ερείπια ή κατάλοιπα παλαιότερων κτηρίων” (σύμφωνα με την περιγραφή ενός χριστιανού επισκέπτη της πόλης). Οι εργασίες για το πρώτο μεγάλο έργο ισλαμικής αρχιτεκτονικής, τον Τρούλο του Βράχου, άρχισαν μόλις το 685, με εντολή του Αμπντ αλ-Μαλίκ, ενός από τους πρώτους χαλίφες της Δυναστείας των Ομεϋἀδων». (4)
Η μεγαλοπρέπεια πού απέπνεαν τα αυτοκρατορικά κτίσματα και οι μεγάλες Βυζαντινές εκκλησίες, προκαλούσαν δέος στους νέους εποίκους των ακτών της Αν. Μεσογείου. Έτσι ο χαλίφης Αμπντ αλ – Μαλίκ θέλησε να ανταγωνιστεί στα ίσα αυτή την αίγλη, και να αναγγείλει με έναν εμβληματικό τρόπο την έλευση της νέας πολιτικοθρησκευτικής δύναμης στην περιοχή. Ο τρόπος δεν θα μπορούσε να είναι εμβληματικότερος από την κατασκευή ενός μεγαλοπρεπούς μνημείου και το σημείο δεν θα μπορούσε να ήταν καταλληλότερο, από το ιερό κέντρο των δύο προηγούμενων θρησκευτικών παραδόσεων της περιοχής.
Η πόλη που επελέγη προκειμένου να αναγγελθεί μεγαλοπρεπώς η έλευση του Ισλάμ, ήταν η Ιερουσαλήμ, πού άλλωστε αποτέλεσε την Τρίτη ιερότερη πόλη του Ισλάμ μετά την Μέκκα και την Μεδίνα (5). Το σημείο το όρος Μορία, όπου βρισκόταν παλιά ο Ναός του Σολομώντα, και όπου σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να θυσιάσει τον Ισαάκ. Εκεί το 690 ο Μαλίκ κατασκεύασε το πρώτο μεγαλειώδες μνημείο του Ισλάμ, ένα τεράστιο μαρμάρινο οκτάγωνο κτήριο, που σκεπάζεται από έναν χρυσό θόλο διαμέτρου 18 μέτρων. «Ο Θόλος του Βράχου είχε έπίσης ανεγερθεί, ωστόσο, έτσι ώστε “να αντέχει σε σύγκριση με την μεγάλη εκκλησία των χριστιανών” (όπως ένα γραπτό του Αλ-Μουκάντασι δηλώνει ευθέως σχετικά με το αλ-Ακσά. Σχεδόν σίγουρα αναφέρεται στο Ναό του Παναγίου Τάφου)»(6). Αυτό το πρώτο εντυπωσιακό αρχιτεκτόνημα του Ισλάμ στέκεται ακόμα μεγαλοπρεπώς στην παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ, επισκιάζοντας τα υπόλοιπα χριστιανικά και εβραϊκά κτίσματα.
«Ο αλ-Μουκάντασι εξηγεί γιατί το μεγαλείο του τεμένους –και επομένως η ποιότητα της κατασκευής- είχαν τόση σημασία. Λέει ότι ρώτησε τον θείο του «γιατί ο αλ-Ουαλίντ ήταν τόσο σπάταλος και ξόδευε τα χρήματα των Μουσουλμάνων σε τέτοια κτίσματα, ενώ θα τα αξιοποιούσε καλύτερα στην ανακατασκευή φρουρίων και στην διόρθωση δρόμων”. Ο θείος του απάντησε:
“Μη σκέφτεσαι έτσι, γιέ μου. Ο αλ-Ουαλίντ είχε θεϊκή καθοδήγηση σε τέτοιο σπουδαίο θέμα. Παρατήρησε την Συρία, την γη των Χριστιανών, και είδε όμορφες εκκλησίες, όπως την Εκκλησία του Τιμίου Σταύρου και τις άλλες στη Λύδδα και στην Έδεσσα, και δελεάστηκε πολύ από την διακόσμηση και την μεγάλη φήμη τους. Γι αυτό ανήγειρε ένα τέμενος, που θα απέστρεφε την προσοχή των Μουσουλμάνων από τέτοιες εκκλησίες, και το έκανε ένα από τα θαύματα του κόσμου. Δεν καταλαβαίνεις γιατί ο Άμπντ αλ –Μαλίκ μόλις είδε τον επιβλητικό και εντυπωσιακό θόλο της Εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού, φοβήθηκε μην καταλάβει έναν εξίσου σημαντικό χώρο στην καρδιά των υπηκόων του; Γι αυτό κι έκτισε επάνω στον βράχο ένα θόλο, που βλέπουμε και σήμερα εκεί”
(…) Η σημασία της τελετουργικής αρχιτεκτονικής, γινόταν όλο και εμφανέστερη στους μουσουλμάνους κυβερνήτες, καθώς προσπαθούσαν να ανταγωνιστούν το Βυζάντιο και τους αυτοκράτορές του σε όλα τα επίπεδα». (7)
Ο Θόλος που κατασκεύασε ο Μαλίκ, κατά γενική ομολογία, αποτελεί αρχιτεκτονική αντιγραφή του οκταγωνικού τύπου ναού που χρησιμοποιήθηκε επί Ιουστινιανού. Η εσωτερική δε διακόσμησή του, κινείται στα πρότυπα τόσο της βυζαντινής παραδόσεως, όσο και της περσικής τέχνης των Σασσανιδών. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς το όλο κτίσμα σχεδιάστηκε από Έλληνα αρχιτέκτονα.(8)
«Ο Θόλος του Βράχου συμβολίζει απόλυτα την επίδραση του Βυζαντίου στον αναδυόμενο πολιτισμό του Ισλάμ. Αυτό το πρώτο ισλαμικό δημόσιο οικοδόμημα, βασισμένο στις βυζαντινές χριστιανικές αρχιτεκτονικές παραδόσεις –η δομή έχει αντιγραφεί από τον κοντινό ναό της Αναστάσεως- δεν έγινε αντικείμενο μίμησης από τους μεταγενέστερους μουσουλμάνους κατασκευαστές»(9). Όμως όσο και αν προσπάθησαν οι μεταγενέστεροι κατασκευαστές ισλαμικών μνημείων και τζαμιών να διαφοροποιηθούν από το βυζαντινό πρότυπο, η αδιαμφησβήτητη υπεροχή των βυζαντινών μαστόρων, τεχνιτών, ζωγράφων, ψηφιδοποιών παρέμενε αναγνωρισμένη για πολλούς ακόμα αιώνες, και ως εκ τούτου η συνδρομή τους σε κατασκευές υψηλής ποιότητας, αποτελούσε προϋπόθεση και εγγύηση για το αποτέλεσμα.
«Ο Ιμπν Ζουρμπάϋρ και αργότερα ο Ιμπν Μπαττούτα, δεν ήταν δυνατόν να μην δουν το Μεγάλο Τζαμί της Δαμασκού, επαναλαμβάνουν μάλιστα και οι δύο την προυπάρχουσα σε προγενέστερα έργα διήγηση, κατά την οποία ο Ομαϋάδης χαλίφης παρήγγειλε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, να του στείλει 1200 ειδικευμένους τεχνίτες για την κατασκευή και διακόσμηση του τεμένους»(10). Μιλάμε για το Μεγάλο Τέμενος των Ομεϋάδων στην Δαμασκό, που συγκαταλέγεται μεταξύ των επιτευγμάτων της ισλαμικής αρχιτεκτονικής, το κεντρικό κτίσμα του οποίου βασίζεται στον προϋπάρχοντα βυζαντινό καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού(11). «Μέχρι σήμερα, τα κτίσματα του Αμπντ αλ –Μαλίκ και του αλ – Ουαλίντ στην Ιερουσαλήμ, στη Δαμασκό και στη Μεδίνα, παραμένουν κορυφαίοι ιεροί χώροι που μαρτυρούν, επίσης, την επιδεξιότητα των τεχνιτών του Βυζαντίου».(12)
Αν λοιπόν ο Θόλος του Βράχου έμεινε μία εμβληματική μεν, μεμονωμένη δε περίπτωση αρχιτεκτονικού σχεδίου, αντιγραμμένου από τα γειτονικά του βυζαντινά πρότυπα, το Μεγάλο τέμενος της Δαμασκού, βασισμένο σε ένα μεγάλο του μέρος στην χριστιανική βασιλική και κατασκευασμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από Χριστιανούς τεχνίτες, υπήρξε εμβληματικό πρότυπο για την μεταγενέστερη ισλαμική αρχιτεκτονική.
«Η επίδραση του Μεγάλου Τεμένους της Δαμασκού στη “νεογέννητη” ισλαμική αρχιτεκτονική υπήρξε πολύ μεγάλη – αν και οι καλλιτέχνες που δούλεψαν σε αυτό ήταν κατά κύριο λόγο μη άραβες, και πιθανότατα ούτε καν μουσουλμάνοι». (13)
Του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου
Το παρόν άρθρο είναι προδημοσίευση από το βιβλίο “Οι βυζαντινές ρίζες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού” που θα κυκλοφορήσει από τις “Εκδόσεις Πελασγός”