
Πρόλογος – Επιμέλεια : Σπύρος Δημητρίου
Η «Σχολή της Θεσσαλονίκης» στη λογοτεχνία και γενικότερα στα ελληνικά γράμματα μπορεί να είναι υπερήφανη για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη όχι μόνο γιατί αποτέλεσε έναν από τους βασικούς πυλώνες της, αλλά και γιατί ήταν ίσως ο μόνος απ’ αυτή τη σχολή που η φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια του κύκλου του.
Ποιητής, πεζογράφος κι αυτοδίδακτος ζωγράφος, υπήρξε πρωτοπόρος στο τρόπο που έγραφε κινούμενος μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. «Παιζω-γράφω», το αποκαλούσε ο ίδιος, την λογοτεχνική του δημιουργία με εσωτερικούς μονολόγους και συνειρμική γραφή. Κατάφερε να παντρέψει την ελληνική παράδοση με τη νεωτερικότητα, μένοντας πιστός στη Ορθοδοξία, τα πατερικά κείμενα και τα συναξάρια που συχνά αποτελούσαν γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης. Στο πλαίσιο αυτό σημείο αναφοράς υπήρξε για τον Ν.Γ. Πεντζίκη η μακρόχρονη σχέση του με τον Άγιο Όρος.

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (δεξιά) με τον ζωγράφο Γιώργο Παραλή, το 1952 στο Άγιο Όρος
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζουν οι γλωσσικές του επιλογές καταφέρνοντας να αντικαταστήσει τις λέξεις-νοήματα με τις λέξεις-αισθήσεις. Έτσι στο όλον έργο του είναι κυρίαρχη η αγωνία της ύπαρξης μέσα από τα πράγματα, ο άνθρωπος κι ζωή στη συνοχή του κόσμου.
Φαρμακοποιός στο επάγγελμα, ο πολυβραβευμένος Ν.Γ. Πεντζίκης είχε καταστήσει το φαρμακείο του, τις βραδινές ώρες, πνευματικό εντευκτήριο της Θεσσαλονίκης από την δεκαετία του 30 (γεννήθηκε το 1908) συνευρισκόμενος με τους υπόλοιπούς ομότεχνούς του της εποχής, αλλά και νεώτερους συμβάλλοντας στα λογοτεχνικά δρώμενα αλλά και τις λογοτεχνικές γενιές που ακολούθησαν στη συμπρωτεύουσα και μαζί μ’ αυτούς και την αδελφή του την καταξιωμένη ποιήτρια Ζωή Καρέλλη.
Ελάχιστη τιμή στη μνήμη του, έφυγε τέτοιες μέρες στις 13 Ιανουαρίου 1993, ένα κείμενό του για το Ελληνισμό που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 84 του περιοδικού «ΕΥΘΥΝΗ», τον Δεκέμβριο του 1978, του οποίου υπήρξε πολλά χρόνια τακτικός συνεργάτης.
Η απάντηση σ’ αυτό το αιώνιο ερώτημα έχει μια ιδιαίτερη αξία έτσι όπως τη διατυπώνει συμβολικά και παραστατικά ο Ν.Γ. Πεντζίκης: “Άλλο Κράτος κι’ άλλο καρδιά”.
Ιδιάζουσα περίπτωση στις σχέσεις των εν λόγω εννοιών ο Ελληνισμός. Διαφωτιστική επ’ αυτών η σύγκριση της Αρχαίας Ελλάδος με την Αίγυπτο. Παρά τα συμπτώματα φθοράς του μακροχρόνιου κρατικού σχήματός της, η Αίγυπτος διατήρησε μέχρι τέλους αδιάσπαστη την ενότητά του.
Η Ελλάδα την εποχή που ο Σόλων επισκέπτονταν την Αίγυπτο, παρουσίαζε εικόνα κράτους κατατετμημένη, εντελώς ανάλογα προς τον κάθετο και οριζόντιο διαμελισμό της γεωγραφίας της.
Κάτοχοι των εμπειριών του γήρατος, οι ιερείς της Αιγύπτου, ήταν φυσικό να χαρακτηρίσουν «αιώνια παιδιά» τους Έλληνες.
Σταματώ σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό, αναλογιζόμενος τα όσα αναφέρονται στη Χημεία, σχετικά με την γονιμότητα σε συνδυασμούς μορφών, των σωματιδίων της ύλης σε κατάσταση γενέσεως.
Ο ιστορικός και προϊστορικός βίος του Ελληνισμού, είναι εντελώς ανάλογος σε πλούτο σχηματισμών, με τις καταστάσεις που δημιουργούν οι κινήσεις και ενέργειες των παιδιών όταν δρουν στα πλαίσια της ένωσης νου και καρδιάς, γονέων όλων των δημιουργουμένων περί κόσμου αντιλήψεων. Οι σκληρότερες φάσεις των αγώνων της ζωής του Ελληνισμού είναι, το ίδιο όπως συμβαίνει στα μικρά παιδιά, η ορφάνια.
Υποταγμένος στους Ρωμαίους ο Ελληνισμός, κινδύνεψε ν’ αποβεί παραπαίδι, μητριών και πατριών, που είχαν οικειοποιηθεί πολλά από τα μυθεύματα της παιδικότητάς του.
Ανέστειλε όμως της ένταξη των παιδικών μύθων του Ελληνισμού σ’ ένα μόνο επίπεδο, η Υπεραγία Θεοτόκος Κόρη ενσαρκώνοντας Νέο Παιδί τον αιώνων Θεό.
Χαρακτηριστικό επ’ αυτού, το γεγονός ότι βγαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα, προκειμένου να ενώσει παρελθόν και μέλλον με την αγαπητική δύναμη της καρδιάς της, το ότι δεν πήγε στη Ρώμη του Βιργιλίου, που οι λατινόφρονες ποιητές, όπως ο Κλωντέλ σήμερα, επιμένουν να τον λογαριάζουν σαν την μεγαλύτερη ιδιοφυία της ανθρωπότητας, Προφήτη της Κοσμοκράτειρας. Μετέβη αντίθετα στην περιοχή της Τρωάδας του έπους, του τυφλού και ζητιάνου παιδαγωγού του Ελληνισμού, Ομήρου. Εν συνεχεία δε, προσορμίστηκε στο λιμένα του Κλήμεντος του Αθωνικού της Περιβολιού.
Επόμενα σήμερα, όπως χθες και όπως πάντα, η αποστολή του Ελληνισμού δεν μπορεί να ‘ναι άλλη από την ολοένα πιο ξεκάθαρη, μέσα απ’ όλα τα εν κόσμω συμβαίνοντα, συνειδητοποίηση της παιδικότητας. Σε τούτο το σκοπό επιμένοντας και εγκαρτερώντας, έχει βοήθημά του μέγα το προβάδισμα που έδωκε το Ευαγγέλιο στα παιδιά, ώστε να μπορεί να νιώθει «λαός Χάριτος».
Καιρός, τελειώνοντας, ν’ αναφέρω τον βασιλέα Ιωάννη Καντακουζηνό, που γεμάτος από τις υπερήφανες αντιλήψεις των ανδρών της εποχής του, έζησε τη χρεωκοπία των αξιών, που υπαινίσσεται στο γνωστό ποίημά του «Από υαλί χρωματιστό», ο Καβάφης.
Μετά όμως την παραίτησή του από κάθε αντίληψη ισχύος, ως ταπεινός μοναχός Ιωάσαφ, στο Βατοπαίδι του Αγίου Όρους, λαμβάνει νέο ανάστημα, ζώντας την παρακμή ως ακμή σε δεύτερο επίπεδο.
Διάλεξα την περίπτωση αυτή, έχοντας διαπιστώσει πολλές αναλογίες στον τρόπο διατύπωσης της ιστορικής του συγγραφής, με τον τρόπο εκφράσεως πολλών συγγραφέων της εποχής μας.
Στοχάζομαι ότι παρόμοια παραδείγματα μπορούν να βοηθήσουν τον σύγχρονο άνθρωπο να βρει, εν ονόματι του παιδιού και της σχέσης του με τη Βασιλεία των Ουρανών, ασφαλή διέξοδο στους καημούς και τα πάθη του καιρού του».
Περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ τεύχος 84 Δεκέμβριος 1978