ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

Δεν βρέθηκαν άρθρα

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ακολουθήστε μας:
10 February, 2025
ΚεντρικήΜΟΥΣΙΚΗΕίναι οι μοντερνιστές σκηνοθέτες (Regietheatre) ο θάνατος της όπερας; Μέρος Α!

Είναι οι μοντερνιστές σκηνοθέτες (Regietheatre) ο θάνατος της όπερας; Μέρος Α!

 Σήμερα 6 Μαρτίου το “Άβαλον των Τεχνών” κλείνει 3 χρόνια ζωής. Με αυτήν την αφορμή (αλλά και τα 80χρονα της Λυρικής Σκηνής) αποφασίσαμε να αναδημοσιεύσουμε ένα από τα πρώτα μας άρθρα, το οποίο παραμένει όχι μόνο επίκαιρο αλλά και το μόνο ελληνικό άρθρο που βάζει το μαχαίρι στην πληγή του Regieteater, που έχει γίνει καθεστώς και στην χώρα μας.

του Μάρτιν Ρόμπινς

Η όπερα είναι άρρωστη. Πολύ άρρωστη. Παλαιότερα όμορφη και ευγενής, τα τελευταία χρόνια τα κάποτε κομψά χαρακτηριστικά της έχουν διαστρεβλωθεί και παραμορφωθεί υπό το τοξικό και πυώδες καρκίνο, γνωστό ως Ρεζί θηάτερ (Regietheater ή σκηνοθετοκρατούμενη όπερα). Το γεγονός ότι κάποιοι αμφισβητούν την εγκυρότητα της χρήσης της λέξης είναι εκτός θέματος. Ο όρος είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένος από αυτούς που εμπλέκονται στην όπερα, ως ο όρος που χρησιμοποιείται για τις μπασταρδοποιημένες λεγόμενες παραγωγές των εγωμανών που διέπουν σήμερα τις όπερες της Ευρώπης και πέραν αυτής.

(Regietheater= μεταπολεμικό κίνημα ερμηνείας και ανεβάσματος της όπερας, όπου ο σκηνοθέτης με ελευθεριάζοντα τρόπο αλλάζει τις αρχικές σκηνοθετικές κατευθύνσεις του δημιουργού η στοιχεία του έργου, όπως η χρονική περίοδος, ο τόπος, οι ενδυμασίες, το κάστινγκ και η πλοκή. Παράλληλα δίνονται πολιτικές ερμηνείες που δεν είχε υπ’ όψιν του ο δημιουργός και διαφέρουν από τις παραδοσιακές. Στην πραγματικότητα δημιουργεί ένα καινούργιο έργο που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που παρέδωσε ο συνθέτης και πληρώνει για να πάει να δει ο θεατής. Γ.Π.)

Επιτρέψτε μου πρώτα να καταστήσω σαφές ότι δεν έχω πρόθεση να εξιστορήσω, ως άλλος Λαπορέλλο, (σ.μ ο υπηρέτης στον Ντον Τζιοβάννι» του Μότσαρτ) τον κατάλογο των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν εναντίων της όπερας από τους επαγγελματίες του Ρέτζι Θηάτερ . Αυτό είναι ήδη εφικτό σε αρκετά μέρη, αν μη τι άλλο στα πολλά εξαιρετικά άρθρα από την Αμερικανή ακαδημαϊκό και κριτικό Χέδερ Μακντόναλντ, κυρίως στο άρθρο της “Η Αρπαγή της Όπερας” που έχει ως έναυσμα μια φρικτά ωμή παραγωγή της Κωμικής Όπερας του Βερολίνου στο έργο του Μότσαρτ «Η Απαγωγή από το Σεράι», το οποίο άρθρο γενικά λειτουργεί ως εκπρόσωπος της δριμείας κριτικής της Μακντόναλντ στο είδος. Ούτε είναι σκοπός μου να αναφέρω τους σημαντικούς ακτιβιστές του είδους μιας και τέτοια είναι η ματαιόδοξη και σολιψιστική άποψη για τη ζωή των περισσότερων επαγγελματιών της σκηνοθετοκρατούμενης όπερας, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα θα λάμβαναν μια διεστραμμένη ευχαρίστηση που αναγνωρίστηκαν ως οι καταστροφείς μιας κάποτε εξυψωμένης και αξιοπρεπούς μορφής τέχνης. Μάλιστα, ήδη ακούω από κάποιες άκρες τις αφρισμένες κραυγές χλευασμού που προκαλούν οι λέξεις ‘εξυψωμένη’ και ‘αξιοπρεπής’.

Όπως και στις περισσότερες επαναστάσεις, έτσι και αυτή δεν είχε τίποτα έγκυρο να τοποθετήσει στη θέση αυτού που είχε ανατρέψει, μόνο η επιθυμία για αναρχία και η επιθυμία να αντικατασταθεί η ομορφιά με μηδενισμό και άσχημο, χυδαίο μοντερνισμό.

Σκηνή από την “Απαγωγή από το Σαράι” της Κωμικής Όπερας του Βερολίνου

Αξίζει ίσως να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες πως για παραπάνω από τα δύο τρίτα της ύπαρξης της όπερας, ο παραγωγός ή ο σκηνοθέτης ήταν άγνωστοι. Σχεδόν μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, η παραγωγή της όπερας ήταν πάντα στα χέρια του σκηνογράφου, του λιμπρετίστα  και του διευθυντή ορχήστρας (και όχι και τόσο σπάνια του συνθέτη). Δεν ήταν ασυνήθιστο να παρέχουν τη συμβολή τους και οι τρεις, αλλά αυτό που προείχε είναι ότι γενικά αναλάμβαναν τη σκηνοθεσία αυτοί που ήταν στενά εμπλεκόμενοι με την δημιουργία της εν λόγω όπερας. Μοναδικός στόχος τους ήταν να επιτευχθεί μια αρμονική συμβίωση της μουσικής, των λέξεων και της σκηνογραφίας. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα στη Γερμανία τέτοιες αποφάσεις λάμβαναν χώρα στα χέρια του συνθέτη, στην περίπτωση του Βέμπερ, και ιδιαίτερα φυσικά του Βάγκνερ, ενώ στην Ιταλία και τη Γαλλία από τους εξαιρετικά επισημοποιημένους ντισποζισιόνε και το κωδικοποιημένο έργο των ρετζισέρ αντίστοιχα. Έτσι δεν είναι περίεργο ότι οι κακοήθεις σπόροι που τελικά τερατωδώς φύτρωσαν ως σκηνοθετοκρατούμενη όπερα πρωτοσπάρθηκαν στη Γερμανία στο έργο των Άντολφ Άππια και Μαξ Ρέινχαρτ, αν και αξίζει να ρίξουμε μια πλάγια ματιά στον Άγγλο σχεδιαστή και σκηνοθέτη Έντουαρντ Γκόρντον Κρέγκ κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, έναν από τους πρώτους που ενστερνίστηκαν την αντι-ρεαλιστική σκηνοθεσία και περιέργως, καινοτόμο της αντικατάστασης των ηθοποιών με μαριονέτες, σήμερα μιας αραχνιασμένης κλισέ ιδέας που εμφανίζεται στα πιο πρόσφατα DVD που μου στέλνονται για κριτική.

Παρ’ όλο που δεν φαίνεται να υπάρχει συναίνεση απόψεων που να λογοδοτούν για την ανησυχητική αύξηση της σκηνοθετοκρατούμενης όπερας, οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν πως έχει τις δηλητηριώδεις ρίζες του στην έντονη αντίδραση της αριστεράς κατά του ναζισμού που προέκυψε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και προωθήθηκε με το βίαιο φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1960, “μια εκδήλωση θριάμβου της νεανικής κουλτούρας”, όπως το θέτει η Μακντόναλντ. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι στα τέλη του 1960 ένας από τους κορυφαίους σκηνοθετικούς πρωταγωνιστές του Ρεζί θηάτερ (όπερα του σκηνοθέτη)  ήταν υπεύθυνος για την καθοδήγηση μιας συμμορίας φοιτητών προβοκατόρων σε χυδαίες διαμαρτυρίες ενάντια σε παραγωγές όπερας που θεωρούσαν υπερβολικά παραδοσιακές. Όπως και στις περισσότερες επαναστάσεις, έτσι και αυτή δεν είχε τίποτα έγκυρο να τοποθετήσει στη θέση αυτού που είχε ανατρέψει, μόνο η επιθυμία για αναρχία και η επιθυμία να αντικατασταθεί η ομορφιά με μηδενισμό και άσχημο, χυδαίο μοντερνισμό. Σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός πρωτεύοντα Βρετανού σκηνοθέτη, “στο διάολο με την ομορφιά, είναι μια κιτς έννοια”, ο οποίος να αναφέρουμε δεν είναι καν ο χειρότερος εκφραστής της σκηνοθετοκρατούμενης όπερας.

Όλα ξεκίνησαν από τον Βιλαντ Βάγκνερ που ήθελε να διαλύσει τις σχεσεις του διάσημου προγόνου με το Τρίτο Ράιχ

Σήμερα απομείναμε με την μάστιγα του Ρεζί-τρας, (σκουπίδι της σκηνοθετοκρατούμενης όπερας) που καλύπτει τα πάντα με μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κάποιο βαθμό να αντιστέκονται σθεναρά, μιας και εκεί οι πλούσιοι χορηγοί είναι που έχουν τον έλεγχο, και όχι οι κρατικά χορηγούμενοι διοικητές και οι ακόλουθοί τους. Αυτή η άκρως μεταδοτική ασθένεια είναι φαινόμενο που παίρνει πολλές μορφές, καλύπτοντας το φάσμα από την σχετικά αθώα παιδικότητα – το ισοδύναμο του να ζωγραφίσεις ένα μουστάκι στη Μόνα Λίζα – μέχρι την απεικόνιση αδικαιολόγητης βωμολοχίας, σεξ, βλασφημίας, αίματος και αηδίας, πορνογραφία τόσο αγαπητή σε ορισμένους παραγωγούς που, για να χρησιμοποιήσουμε ξανά τη μεταφορά, θα μπορούσε να συγκριθεί με αφόδευση στο πρόσωπο της Μόνα Λίζα. Όλα αυτά ομολογουμένως γίνονται υπό το πρόσχημα της δημιουργίας ριζοσπαστικών παραγωγών αιχμής, που αλαζονικά υποθέτουν πως το κοινό θέλει να έρθει σε επαφή με τον σύγχρονο κόσμο όταν εισέρχεται στην όπερα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά ανεπίσημα στοιχεία που δείχνουν ότι αυτό είναι ακριβώς που δεν θέλει, ακόμη και στην περίπτωση των νεότερων θεατών. Η εφημερίδα Sunday Times διεξήγαγε πρόσφατα ένα ενδιαφέρον πείραμα, στο οποίο πέντε νέοι που δεν είχαν παρακολουθήσει ποτέ όπερα πήγαν στην Εθνική Όπερα της Αγγλίας για να παρακολουθήσουν το έργο Ντον Τζιοβάννι, μια παραγωγή ενός έργου που χαρακτηριστικά περιγράφεται από τον παραγωγό της ως “όχι μόνο αναφερόμενη στον δέκατο όγδοο αιώνα – αλλά και στο σήμερα”. Δύο από τις πιο αποκαλυπτικές αντιδράσεις για την παραγωγή προήλθαν από νέες γυναίκες, μια από τις οποίες δήλωσε “απογοητευμένη από τη σύγχρονη παραγωγή”, ενώ μια άλλη είπε πως “περίμενε κάτι πιο παραδοσιακό, πιο πλούσιο και όμορφο”.

Οι ευκαιρίες που έχουν αυτές οι νεαρές γυναίκες να παρακολουθήσουν μια “πιο πλούσια και όμορφη” παράσταση του Ντον Τζιοβάννι, ή οποιαδήποτε άλλης όπερας, έχουν γίνει όλο και περισσότερο πιο σπάνιες. Στις μέρες μας, μια ολόκληρη γενιά έχει μεγαλώσει με ελάχιστες ευκαιρίες να βιώσει την όπερα σε μια μορφή πιστή στις προθέσεις του συνθέτη και του στιχουργού. Και εκεί βρίσκεται το ασυγχώρητο έγκλημα της σκηνοθετοκρατούμενης όπερας, το οποίο εάν είχε παραμείνει μια εξειδικευμένη πειραματική μορφή όπερας, θα μπορούσε να κατέχει μια έγκυρη θέση στη σύγχρονη κοινωνία. Αντ’ αυτού έχει γίνει με ύπουλο τρόπο μια αποκλειστική επιλογή.

(Συνεχίζεται).

του Μάρτιν Ρόμπινς

O Mπράιαν Ρόμπερτς είναι ιστορικός της μουσικής, κριτικός της πρώιμης μουσικής, ραδιοφωνικός παραγωγός του BBC και υπήρξε από τους δημιουργούς του περιοδικού Early Music Magazine (Ισπανία)

Μοιραστείτε