Πρόλογος – επιμέλεια : Σπύρος Δημητρίου
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των·
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Κ.Π. Καβάφης (Ιωνικόν 1911)
Τον Ηλία Βενέζη και τον Άγγελο Κατακουζηνό τους συνδέουν πολλά. Η ηλικία, η Ιωνία, η Λέσβος, η γενιά, τα γράμματα, ο πολιτισμός, η Ελλάδα κι μοίρα της, η ζωή με τις στιγμές κι τις αγωνίες της. Δεν πορεύτηκαν μαζί στα γράμματα αλλά για τα γράμματα κι αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό. Επίσης ο χρόνος, η διάρκεια κι η αντοχή, ήταν αυτά που μετουσιώθηκαν σε μια μεγάλη αγάπη, σε μια μεγάλη φιλία. Η παρουσία και των δυο στα πολιτιστικά και πνευματικά δρώμενα του τόπου τον 20ο αιώνα, ήταν ανεξίτηλη, ουσιαστική, σπουδαία χωρίς ματαιοδοξία, από κοινούς και διαφορετικούς δρόμους, από κοινά και διαφορετικά μετερίζια.
Για αυτή τη σχέση αγάπης κι εκτίμησης, γι’ αυτή τη φιλία, για την τραγικότητα των στιγμών της ζωής αλλά και το πνευματικό έργο του Βενέζη, μίλησε ο καθηγητής Κατακουζηνός το 1969 στην τιμητική βραδιά για τον Ηλία Βενέζη στην Ελληνο – αμερικανική Ένωση. Η εισήγηση αυτή συμπεριλήφθηκε αργότερα, στο συλλογικό τόμο «ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ», που εξέδωσε το περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ», πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Ηλία Βενέζη (3 Αυγούστου 1973)το 1978. Ένα μικρό ψυχογράφημα ζωής για ένα μεγάλο φίλο, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Κατακουζηνός, ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο στη μνήμη του τραγικού λόγιου Μικρασιάτη:
«Με τον Ηλία Βενέζη μας δένει μια παληά φιλία, ζυμωμένη με κοινά ενδιαφέροντα, κοινές αναμνήσεις, ευαισθησίες και ιδανικά. Ζυμωμένη ακόμα και με αντιθέσεις και συγκρούσεις σε συζητήσεις που άναβαν ξαφνικά που όμως έσβηναν μέσα σε μια ατμόσφαιρα γαλήνης και καλωσύνης, που ακτινοβολεί η παρουσία του φίλου μου.
Όταν πλησιάζεις τον Ηλία Βενέζη, έχεις την εντύπωση ότι δεν μπαίνεις μέσα σε περιοχή που εξουσιάζει η ξιππασιά και η οίηση, όπως συμβαίνει καμιά φορά με μερικούς άλλους πετυχημένους στη ζωή.
Αντίθετα αισθάνεσαι κοντά του μια ζεστασιά, μια άνεση, σχεδόν μια οικιότητα. Το βλέμμα του, ερευνητικό κι ανήσυχο, είναι ωστόσο γεμάτο καλωσύνη και παιδική έκπληξη. Ο λόγος του ήρεμος, γαλήνιος με συγκρατημένο το φλογερό πάθος του, ξετυλίγει με σιγουριά και ντύνει με απλά, αλλά κομψά φορέματα τις κρυστάλλινες ιδέες του. Όμως πάνω απ’ όλα, σε συγκινεί και σε γοητεύει η ψυχική του φρεσκάδα και η ανθρωπιά του, που είναι στον Βενέζη θα έλεγα, σχεδόν μια αυτόνομη φυσιολογική λειτουργία.
Έτσι όταν γνωρίζει κανείς τον Ηλία Βενέζη, έχει την εντύπωση, πως όλα του ήταν εύκολα στη ζωή, πως έφθασε στην κορυφή, χωρίς κόπο και χωρίς πόνο. Κι’ όμως το τιμημένο αυτό παιδί της Ιωνικής γης, προικισμένο με το θείο δώρο, που χαρίζουν οι θεοί στους διαλεχτούς των, δέχτηκε κατάστηθα τα σκληρά πλήγματα της μοίρας, που είναι και η μοίρα της φυλής μας.
Παιδί ακόμα ο Βενέζης, γεύτηκε το πικρό ποτήρι της προσφυγιάς. Σαν κυνηγημένο, πληγωμένο πουλί πήγε και κούρνιασε κάτω απ’ τ’ ασήμι της ελιάς, στην αγκαλιά της γειτονοπούλας του, τη Λέσβο, για να βρει τη ζεστασιά και τη στοργή της χαμένης πατρίδας. Κι’ όταν πέρασε η φουρτούνα, μέρεψε το Αιγαίο και φώτισε ολόλαμπρη η ακτή απ’ αντίκρυ, ο Βενέζης δεν άντεξε στο κάλεσμά της και γύρισε πίσω στη πατρική γη, την Αιολική. Μα ήρθαν πάλι χρόνοι δίσεκτοι κι’ ο Ηλίας έφηβος πια, μέσ’ στην αντάρα του πολέμου, στη Μικρά Ασία, σύρθηκε σκλάβος των Τούρκων, να σπάζει πέτρες στα φαράγγια της Ανατολής. Κι’ ύστερα ήρθε ο ξεριζωμός, ο τελειωτικός.
Ωστόσο, ο έφηβος έγινε άντρας κι’ η ζωή ορθώνονταν μπροστά του σκληρή, αμείλικτη. Έπρεπε να ζήσει, να παλέψει και να νικήσει. Τότε ρίχτηκε με πάθος στον αγώνα ολομόναχος, χωρίς τις πλάτες κανενός είδους νεπωτισμού και με μοναδική συμπαράσταση τη βοήθεια της Σταυρίτσας, της αφοσιωμένης και πιστής συντρόφου του κι’ αργότερα το φωτερό χαμόγελο της Άννας, του μονάκριβου παιδιού του.
Αιχμάλωτος του μαμμωνά, πίσω από τα κάγκελα τα χρυσά της Τράπεζας της Ελλάδος στην Αθήνα, επέστρεφε τις νύχτες στα Κιμιντένια τα αγαπημένα του βουνά της Ανατολής. Περιπλανιόταν σε θάλασσες και λιμάνια αλαργινά χωρίς ανάπαυση, αναζητώντας το λυτρωμό μέσα στο όνειρο.
Έτσι κάθε βράδυ σαν ξενυχτούσε γράφοντας, το γλυκό αυτό όνειρο ζωντάνευε πάνω στο χαρτί και γινόταν γοητευτικό παραμύθι που η μαγεία του έκανε να πληθαίνουν όλο και πιο πολύ οι θαυμαστές του και οι κριτικοί να τον παινεύουν.
Επαρχιωτάκι ακόμα το σεμνό τούτο προσφυγόπουλο είχε κι’ όλας σπάσει με τη καθάρια και μελωδική φωνή του το φράγμα της σιωπής στον προνομιακό χώρο των γραμμάτων. Μα όταν η φωνή δυνάμωσε, υψώθηκε και βρόντηξε την επίσημη πύλη, τότε πολλοί τον φθόνησαν και ρίχτηκαν να πνίξουν τη φωνή του. Ωστόσο και τη φουρτούνα τούτη ξεπέρασε με ψυχραιμία, πραότητα και αξιοπρέπεια. Η καλωσύνη του και η αγάπη του για τον συνάνθρωπο είναι τόσο απλόχωρες, που δεν αφήνουν τόπο για καμιά εμπάθεια.
Έτσι και στην κατοχή, όταν τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί, ο Βενέζης υπόμεινε με καρτερία και στωικότητα τη φυλάκισή του.
Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει κάποια κρυφή δύναμη, που να στηρίζει αυτόν τον άνθρωπο της φαντασίας, να τον κάνει να ξεπερνά το εφήμερο γεγονός και να λευτερώνεται κατά βούληση, απλά και εύκολα, από το στενό κλοιό μιας ανώφελης και άγονης μνήμης, δίνοντας έτσι μια πραγματική ουσία στη γνωστή φράση του Πωλ Κλωντέλ : «Mais l’ oubli est encore Meilleur».
Και η δύναμη αυτή είναι μια προσταγή, που έρχεται από τα βάθη της Ιωνικής γης. Είναι η φωνή της τυραννισμένης Ελληνικής φυλής, που δεν έπαψε ποτέ και μέσα στο σκοτάδι να τραγουδά την αυγή.
Ακολουθώντας πιστά αυτή τη προσταγή ο Ηλίας Βενέζης, σαν σε διατεταγμένη υπηρεσία, μετουσιώνει το καυμό του Αιγαίου σε λυρική, ονειρική συμφωνία, ξεπερνώντας το θρήνο με τη μαγεία του παραμυθιού.
Έτσι ο Ηλίας Βενέζης, σφιχτά δεμένος με τη μοίρα του τόπου μας, πλησίασε με αγάπη και στοργή τον συνάνθρωπο, έσκυψε με συμπόνια πάνω από τις ανοιχτές πληγές του και ένιωσε βαθειά τη χαρά και τον πόνο του. Γι’ αυτό και το έργο του είναι πανανθρώπινο.
Τελειώνοντας θα μου επιτρέψετε να σας μιλήσω για ένα προσωπικό μου βίωμα, που όπως πιστεύω κατά κάποιο τρόπο ίσως θα είναι και δικό σας.
Ήταν ένα καταθλιπτικό βράδυ της κατοχής. Μαύρα σύννεφα πλάκωναν την ψυχή μας, δίχως άνοιγμα, δίχως φως. Παντού γύρω μας απόγνωση και θρήνος. Η ζωή μας ήταν αβάσταχτη. Ανίσχυροι εκείνη την ώρα ν’ αντιμετωπίσουμε με τις μικρές μας δυνάμεις την βαρβαρότητα και τη βία, ανήμποροι να πράξουμε οτιδήποτε, λυγίζαμε κάτω απ΄το βάρος της συμφοράς ν’ αντιδράσουμε και έτσι για να κάνουμε κάτι, ανοίξαμε την «Αιολική Γη» του Βενέζη, που μόλις είχε κυκλοφορήσει.
Στο φως του κεριού, γιατί είχαμε συσκότιση, αρχίσαμε να διαβάζουμε, στην αρχή κάπως ανόρεχτα, όμως σιγά – σιγά η μαγεία του βιβλίου μας συνεπήρε και μας πήγε πέρα μακριά στα ολόδροσα λιβάδια της Ανατολής, στα βουνά και τα φαράγγια, μας έφερε κοντά, πολύ κοντά στους ανθρώπους, που την κατοικούσαν. Έτσι διαβάζοντας, ξεχάσαμε τα δικά μας βάσανα, για να ζήσουμε το παραμύθι του παππού και της γιαγιάς, παιδιάστικες αγάπες τρυφερές, όνειρα, πάθη, καυμούς. Κι’ όταν ο παππούς φεύγοντας το διωγμό, παίρνει μαζί του για φυλακτό λίγο χώμα από τη γη του, δακρύσαμε και σφίχτηκε η καρδιά μας, μη λάχει και χυθή το χώμα και χάσει ο παππούς το θησαυρό του.
Το κερί μας είχε λιώσει από ώρα. Όμως εμείς, ασάλευτοι εκεί στα σκοτεινά, συλλογιόμαστε όλο τούτο τον κόσμο τα ξερριζωμένα αδέλφια μας, που δεν λύγισαν, δεν έχασαν την πίστη τους. Ήρθαν εδώ στο τόπο μας να δουλέψουν σκληρά, να ριζώσουν και να προκόψουν. Συλλογιόμαστε τον Ηλία Βενέζη, βαθειά συγκινημένοι. Συλλογιόμαστε τη θαυμαστή, την ακατάλυτη δύναμη της φυλής μας.
Τότε εκεί μες στο σκοτάδι της κάμαρας πρόβαλε ξάφνου ένα φέγγος, κάτι σαν χάραμα, ένα σχήμα, μια λευκή οπτασία. Ήταν το καμήλι με το άσπρο κεφάλι, το καμήλι της Αιολικής γης, η χαμένη μας ελπίδα. Ξαναβρήκαμε τη χαμένη μας ελπίδα. Ξαλαφρωμένοι σφαλίσαμε τα μάτια προσμένοντας την αυγή που ερχόταν.
Ευχαριστούμε το φίλο μας για το καλό που μας έκανε. Ευχαριστούμε τον Ηλία Βενέζη, για την μεγάλη του προσφορά στα δύσκολα, τα τραχειά εκείνα χρόνια της πατρίδας».
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ «ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ. ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ» Α΄έκδοση 1978, Β΄έκδοση συμπληρωμένη Αθήνα 1999