του Mars Ardef
“Έπεσε” λοιπόν κι ο Ψηλορείτης. Έπεσε βιολογικά όπως είναι το ανθρώπινο. Στις ψυχές μας φυσικά θα ζει για πάντα. Και όχι μόνο για τη μουσική του που άγγιξε τους πάντες. Αλλά περισσότερο για τη ρωμαλέα στάση ζωής του. Στάση που εμπεριείχε μαζί με τα αγωνιστικά και τα αντιφατικά και τα παρεξηγίσιμα ακόμη σημεία. Όπως σε κάθε μεγάλο που ξεφεύγει από τα κοινά μέτρα.
Κατέκτησε λοιπόν την αθανασία. Όχι μόνο γιατί από γενιά σε γενιά θα σιγοτραγουδάμε τα μουσικά του έργα. Κυρίως όμως γιατί μεγάλος δε γίνεται απλώς ο ικανότατος στον τομέα του. Αλλά αυτός που θα εκφράσει κάτι περισσότερο, κάτι ευρύτερο από την ταλαντούχα προσωπικότητα του. Αυτός που θα γίνει μέσω του έργου του το όχημα για να εκφραστούν, μεταδοθούν και αναβαπτιστουν λογισμοι, συναισθήματα και στάσεις ζωής. Αυτός που θα μιλήσει στη λαϊκή ψυχή για να την ανεβάσει “λίγο ψηλότερα” αναδεικνύοντας και υμνώντας με τον ποιητικό λόγο τις αρετές της. Και όχι να την ταπεινωσει κολακεύοντας τα πάθη της όπως γίνεται σήμερα.
Και ο Μίκης μίλησε όσο κανείς άλλος στην ψυχή του Έλληνα. Του Έλληνα που μέσα από κατακλυσμιαία όσο και τραγικά γεγονότα, μέσα από πρωτόγνωρες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές έψαχνε να βρει το βηματισμό του σε ένα νέο αλλά καθόλου γενναίο κόσμο μετά το 1945. Του Έλληνα που αποκοβόνταν (πολλές φορές βίαια) από τις παλαιότερες παραδόσεις και αναφορές του ενώ σιγά σιγά του προσφερονταν ένα ευρωπαϊκό “κοστούμι”, προκρουστειας δυστυχώς κοπής.
Μέσα στις επαναστατικές λοιπόν αλλαγές μιας ταραγμένης εποχής ο Μίκης (ο Μίκης μας), οπλισμένος και με τον ποιητικό λόγο κολοσσιαίων μορφών, έθεσε τη λόγια μουσική του κουλτούρα στην υπηρεσία της λαϊκής τέχνης. Επιτυγχανοντας ένα σπάνιο συγκερασμό δύο μορφών που κάποιοι με στενότερο πνεύμα τις ήθελαν ασυμφιλίωτες και αντιτιθέμενες. Εξέφρασε λοιπόν μέσα στα δικές του μουσικές διαδρομές τη φωνή της Ρωμιοσύνης, την τόσο πλούσια σε φορτίο φωνή που έρχονταν από πολύ παλιά και που ο εκσυγχρονισμος του Μίκη (και άλλων σπουδαίων συνθετών) της έδινε πορεία και πυξίδα και για το μέλλον. Ύστερα βέβαια μας προέκυψαν οι παρακμες, η μίμηση (ο πιθηκισμός για την ακρίβεια) ήχων εντυπωσιακών αλλά βάρβαρων και τα κάθε είδους “ξεβλαχεματα”που άφησαν το λαό στερημενο πια από τα “τζιβαερια” του. Ίσως τελικά οι δημιουργίες του Μίκη και των άλλων μεγάλων του λαϊκού και του εντέχνου να ήταν τα τελευταία σπαράγματα ενός ρωμεικου κόσμου που χάνονταν.
Και μαζί με το καλλιτεχνικό του έργο από τη νεότητα μέχρι το τέλος, μαζί με το μουσουργό Μίκη συνυπηρχε και ο πολιτικός Μίκης. Ο ιδεαλιστης και πατριώτης (από τα χρόνια της ΕΟΝ) νέος που αποτόλμησε την απροσδόκητη ένταξη εκεί που συνέρευσαν όχι μόνο πεπεισμενοι αριστεροι (πολύ λίγοι τότε) αλλά πολλοί φιλελεύθεροι και συντηρητικοί ακόμα. Λάθος μετερίζι θα πουν πολλοί καλοπροαιρετοι. Ναι, σωστά, όπως ανισες, περίεργες, ακόμα και αδιανόητες ήταν οι περισσότερες από τις πολλές πολιτικές του ενέργειες. Ιδίως όσο απελευθερωνονταν από τον εναγκαλισμό μιας παράταξης που ο λαός με την παροιμιώδη ευπιστία τόσο πολύ την εμπιστεύθηκε. Και αυτή το μόνο που έκανε ήταν να τον διχάσει, να τον αφήσει απροστάτευτο και να τον αφελληνίσει γενιά με τη γενιά. Συνεπικουρούμενη βεβαίως από τα “σωστά” μετερίζια, τα οποία εμπιστευθηκαμε οι “άλλοι” εύπιστοι και των οποίων τα “κατορθώματα” θα πληρώνουμε (όχι μόνο οικονομικά) εις το διηνεκές.
Ο άνθρωπος λοιπόν με τις ενθουσιώδεις και αντιφατικές πολιτικές δράσεις έβλεπε εκεί που δεν έβλεπαν στρατευμένοι καλλιτέχνες και ανέμπνευστοι πολιτικοί. Όπως και με την τέχνη του αναβαπτιζόνταν στη λαϊκή ψυχή, χωρίς να την κολακεύει, χωρίς και να την επιτιμά. Έψαχνε αυτό που θα είναι κάθε φορά εθνικά επωφελές και κοινωνικά δίκαιο.
Κάτι που τήρησε μέχρι το τελευταίο συλλαλητήριο, ένα κύκνειο άσμα που μαζί με το σύνολο της πορείας του θα τον καταξιώνει μέσα μας.
Γιατί ο εκλιπών δεν ήταν καθόλου ο Μίκης της αριστεράς όταν πάλευε με τη μουσική του να ανορθώσει ένα λαό πάντα καθημαγμενο και προδομένο. Ούτε ήταν ποτέ ο Μίκης της δεξιάς όταν προετασσε μετ’ επιτασεως τα εθνικά ζητήματα. Απλά ήταν πάντα ο Μίκης των Ελλήνων που τους έβλεπε ενιαίο σύνολο πέρα από τεχνητούς και έξωθεν επιβαλλομενους διαχωρισμούς και διαμάχες. Το δυνατό πνεύμα και η δυνατή ψυχή που εξέφρασε με μαεστρία (κυριολεκτικά και μεταφορικά) την ευγενή μορφή αυτού που τόσο περιφρονητικα αποκλήθηκε εθνολαϊκισμός. Η διαρκής προσπάθεια για την επίτευξη ενότητας και η σταθερή υπεράσπιση της πατρίδας μαζί και της κοινωνίας είναι νομίζω το πλούσιο κληροδότημα που μας αφήνει. Και η συμμετοχή μας στους δρόμους που χάραξε είναι η καλύτερη απότιση φόρου τιμής στη μνήμη του.