
του Γιώργου Σταφυλά,
συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων
Oμολογώ πως όταν ο καλός μoυ φίλος και διευθυντής του “Αβαλον των Τεχνών”, Γιώργος Πισαλίδης μου πρότεινε να δούμε την ταινία «κλειστή στροφή» του Νίκου Γραμματικού, δεν ενθουσιάστηκα.
Παρότι η ταινία διαφημιζόταν ως ελληνικό φιλμ νουάρ και παιζόταν στα πλαίσια ενός σχετικού αφιερώματος στον κινηματογράφο Τριανόν, εγώ προκατειλημμένος θεώρησα ότι επρόκειτο για μια κλασική «κουλτουριάρικη» ταινία από αυτές που γυρίζονταν με λεφτά του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και διακρίνονταν για εκείνη την χαρακτηριστική εμμονή στα ατελείωτα πλάνα όπου κανένας δεν μιλάει.
Έχοντας δει την ταινία ομολογώ πως έσφαλα εν μέρει. Ή ταινία όντως είναι αυτό που θα λέγαμε «κουλτουριάρικη». Οι ήρωες δεν μιλούν πολύ και η δράση είναι υποτυπώδης, ωστόσο είναι μια από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει στην ζωή μου. -και δεν είναι λίγες αυτές.
Εκείνο που κάνει την ταινία υπέροχη σχεδόν αριστούργημα είναι η σκηνοθετική ματιά του Γραμματικού. Ο άνθρωπος έχει καταφέρει με τον φακό του να αποδώσει ποιητικά μια άσχημη και πεζή καθημερινότητα. Η φωτογραφία του Γραμματικού μετατρέπει την περιήγηση του ήρωα σε οίκους ανοχής τρίτης διαλογής, σε κακόφημα μπαρ, μίζερα ξενοδοχεία της εθνικής οδού και νεκροταφεία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων σε ποίηση. Το να κάνεις να φαντάζει όμορφο κάτι που αντικειμενικά είναι άσχημο αυτό είναι τέχνη. Και αυτό είναι κάτι που το καταφέρνει ο Γραμματικός. Επιπλέον καταφέρνει να σε κάνει να ταυτιστείς με τον ήρωα και αυτό είναι επιτυχία αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για μια ταινία που δεν έχει ιδιαίτερη δράση και που ο ήρωας δεν μιλάει πολύ.
ολύ.

Ο σκηνοθέτης Νίκος Γραμματικός
Η υπόθεση είναι απλή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ταινία δεν έχει καν υπόθεση. Ο Ανδρέας( Μηνάς Χατζασάβας) είναι ένας λούμπεν τύπος που ζει μια μοναχική ζωή κι βγάζει το ψωμί του κλέβοντας αυτοκίνητα τα οποία ύστερα πουλάει για ανταλλακτικά σε μάντρες μεταχειρισμένων. Κάποια στιγμή συναντάει την Ισμήνη (Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου) και τότε η ζωή του αλλάζει καθώς αυτή θα τον παρασύρει σε ένα δικό της παιχνίδι.
Αρχικά η ταινία πλασαριζόταν ως ελληνικό νουάρ ωστόσο δεν είναι ακριβώς νουάρ. Της λείπει το σενάριο για να είναι νουάρ. Σε κανένα σημείο της ταινίας δεν καταλαβαίνουμε τι πραγματικά γίνεται πως και γιατί μπλέκονται οι ζωές του Ανδρέα και της Ισμήνης. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένας φίλος του Ανδρέα, τον οποίο υποδύεται ο Γιώργος Νινιός, να συνομιλεί στα κρυφά με την Ισμήνη και κει κάπου στην μέση της ταινίας υποψιαζόμαστε ότι αυτοί οι δυο κάτι σκαρώνουν στον Ανδρέα.
Αλλά και ο Ανδρέας υποψιαζόμαστε πως σκαρώνει κάποιο καλό κόλπο με την βοήθεια μιας πόρνης τρίτης κατηγορίας, φτηνού οίκου ανοχής την οποία επισκέπτεται σταθερά μόνο για να συνομιλεί μαζί της και όχι για συνουσία. Τελικά χωρίς το σενάριο να μας εξηγεί το γατί και το πως,φτάνουμε στην τελευταία σκηνή όπου βλέπουμε την Ισμήνη και τον φίλο του Ανδρέα μαζί και πλάι τον σύζυγο της Ισμήνης νεκρό. Και εκεί που υποθέτουμε πως αυτοί οι δυο θέλουν να φορτώσουν τον φόνο στον Ανδρέα, εκείνος σκοτώνεται ξαφνικά σε κάποιο ατύχημα κάπου κοντά στο δρόμο για το σπίτι της Ισμήνης.
Κανείς δεν καταλαβαίνει αν πρόκειται για ατύχημα η για δολοφονία. Και αν επρόκειτο για δολοφονία ποιοι και γιατί το έκαναν. Και τι σχέση μπορεί να έχει αυτό το ατύχημα η ”ατύχημα” με τον φόνο του συζύγου της. Υποθέτουμε απλώς ότι πρόκειται για ατύχημα κάτι σαν τραγική ειρωνεία και φεύγουμε από το σινεμά με μια γλυκόπικρη γεύση.
Αν η ταινία ήταν νουάρ θα έπρεπε να είχε απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα με τα οποία φεύγει ο θεατής. Ίσως ο Γραμματικός να μην είχε ακριβώς υπόψη του να γυρίσει ένα φιλμ νουάρ. Η ίσως να ήθελε να γυρίσει κάτι τέτοιο αλλά το σενάριο που είχε στα χέρια του δεν τον βοήθησε. Ωστόσο η ταινία έχει και στοιχεία νουάρ. Έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά των νουάρ. Έχει τον λούζερ ήρωα, την μοιραία γυναίκα και κυρίως την σκοτεινή ατμόσφαιρα του λιμανιού, της βιομηχανικής ζώνης, των νεκροταφείων αυτοκινήτων, των μίζερων ξενοδοχείων, και των φτηνών πουτάνων.
Η σκηνή που ο Ανδρέας συναντάει έναν φίλο του στο λιμάνι και καπνίζουν για λίγο μαζί με τον ήλιο στο φόντο να δύει πίσω από την βιομηχανική ζώνη είναι από μόνη της ένας καλός λόγος να δεις την ταινία. Υπάρχει μια ακόμα σκηνή όπου ο Ανδρέας ακολουθεί ένα αυτοκίνητο κάπου στην βιομηχανική ζώνη της Ελευσίνας και μπαίνοντας σε μια κλειστή στροφή η κάμερα πέφτει πάνω σε μια μάντρα απόν τσιμεντόλιθους με τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ ζωγραφισμένο πάνω της. Άλλη εποχή,άλλη Ελλάδα…
Σαν νουάρ λοιπόν η ταινία του Γραμματικού δεν στέκει. Δείτε την ωστόσο ως ένα ελληνικό φιλμ με εξαιρετική σκηνοθεσία που καταφέρνει να μετατρέψει σε ποίηση μια φτηνή, πρόστυχη, βίαιη καθημερινότητα.
Δείτε την και για τον μακαρίτη τον Χατζησάβα που καταφέρνει να ενσαρκώσει σε απόλυτο βαθμό τον αντιήρωα Ανδρέα, χαρακτηριστική φιγούρα της χαβούζας των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Κάπου στο οδοιπορικό του Ανδρέα στην πρόστυχη μεριά της πόλης μπορεί κανείς να αναγνωρίσει πτυχές και της δικής του ζωής που ίσως μετά την δει με άλλο μάτι. Στα συν της ταινίας οι ερωτικές της σκηνές και η υπέροχη μουσική.
Εναλλακτικά μπορεί κανείς να την δει και ως βίντεο κλίπ του γνωστού κομματιού του Lou Reed ” walk on the wid side”…