Με αφορμή την εορτή του Αγίου Γεωργίου, που στην Δύση θεωρείται προστάτης Άγιος της Ιπποσύνης , αλλά και της ίδιας της Αγγλίας, συνεχίζουμε μια διαφορετική προσέγγιση στην διάσημη ταινία του Μπούρμαν για τον Βασιλιά Αρθούρο.
Ενώ τα πρωτα τρία μέρη (διαβάστε τα λίνκ στο τέλος του κειμένου) ήταν αφιερωμένα στην ανάλυση οτυ νοήματος του αυλικού έρωτα και του συμβολισμού του “ιερού ξίφους” και της “Ιπποτικής Αναζήτησης”, σε αυτο το τελευταίο μέρος γίνεται μια ανάλυση της μυθολογικής ακρίβειας στο “Εξκάλιμπερ” και την σχέση με την Ιπποτική πνευματικότητα. (Άβαλον των Τεχνών)
του Γεώργιου Σχοινα, εραλδικού καλλιτέχνη
Η κυρίως κριτική που έχει δεχτεί η ταινία “Εξκάλιμπερ” όσο αφορά την ποιότητά της, εστιάζει στην έλλειψη ιστορικής ακρίβειας, καθώς τόσο τα ήθη που παρουσιάζονται όσο και οι στολές και τα κάστρα παραπέμπουν σε αιώνες πολύ μεταγενέστερους από τον 5ο μ.Χ. που θεωρείται πως έζησε ο μεγάλος Βρετόνος ήρωας, με πολύ έντονη την παρουσία του φαντασιακού στοιχείου, με τρόπο που δημιουργούνται σεναριακά κενά. Κατά την προσωπική μου άποψη, αυτή η κριτική είναι άδικη, γιά τους παρακάτω λόγους.
Κατά πρώτον, ο κόσμος του Αρθούρου αποτελεί ένα αντικείμενο μελέτης πολύ δύσκολο, τόσο γι’ αυτόν που αποσκοπεί στην επιστημονική έρευνα, όσο και για αυτόν που θέλει να εμβαθύνει στην συμβολικότητα των μύθων. Απ’ ότι φαίνεται, καμία πηγή από αυτές που διαθέτουμε για το πρόσωπο αυτό δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη, αυστηρά ιστορικά.
Χωροχρονικά ο Αρθούρος τοποθετείται σε μία μεταβατική για τις Βρετανικές νήσους εποχή, όπου η κάθοδος των αγγλοσαξονικών φύλων ήρθε για να αντικαταστήσει την Ρωμαϊκή κατοχή. Οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού από την άλλη, οι λεγόμενοι Κέλτες, ελάχιστα ενδιαφέρονταν για την μετάδοση ιστορικών στοιχείων με την μέθοδο που θα θέλαμε σήμερα. Περισσότερο μετέφεραν προφορικά τα κατορθώματα των ηρώων, μέσω συμβολικών αφηγήσεων με έντονα τα αλληγορικά και τα μυθολογικά στοιχεία. Σε αυτό τον “κόσμο” ο Αρθούρος παίζει συχνά κεντρικό ρόλο και λαμβάνει διαστάσεις ενός κελτικού εθνικού ήρωα.
Ιστορικά, η εποχή που αποδίδεται στον Αρθούρο υπήρξε για τη Βρετανία ταραχώδης και αβέβαιη. Το νησί μέχρι την έλευση των Ρωμαίων κατοικείτο από ένα μίγμα πρωτοευρωπαϊκών φυλών που οι ιστορικοί για να μπορέσουν να τους μελετήσουν, τους ονομάζουν εν γένει Κέλτες. Αν και θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κάποια κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά σε αυτές τις φυλές και να θεωρήσουμε τον όρο περισσότερο ή λιγότερο σαφή, τα στοιχεία που οι ίδιοι μας έχουν κληροδοτήσει για τον πολιτισμό τους είναι ελάχιστα.
Γύρω στο 43 με 47 μ.Χ. το νησί κατακτάται από τον Αυτοκράτορα Κλαύδιο και η Βρετανία γίνεται επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά από αιματηρές μάχες με τους ιθαγενείς. Η ρωμαϊκή κατάκτηση θα σηματοδοτήσει μία περίοδο πολιτισμικής ακμής για τον τόπο αν και φαίνεται πως εξαφάνισε κάποια στοιχεία της κουλτούρας των αυτοχθόνων.
Οι ίδιοι οι Κέλτες πάλι, που είχαν χωρίσει τη Βρετανία σε διάφορες ηγεμονίες, διακρίνονταν και από μεταξύ τους προστριβές. Η κάποια σταθερότητα θα χαλάσει πάλι με την εμφάνιση των Γερμανικών φύλων (Άγγλες και Σάξονες) καθώς και από τις επιδρομές των Πικτών (μάλλον “Κέλτες” πρόγονοι των Σκώτων) στο Bορρά και των Ιρλανδών στη Δύση. Οι εκκλήσεις των Βρετόνων για βοήθεια προς την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εάν εισακούονται, δεν έχουν αποτέλεσμα καθώς η Ρώμη δεν μπορεί να συγκρατήσει όλη αυτή την ταραχή.
Κάπου εκεί, γύρω στο 485μ.Χ. κάνει την εμφάνισή του ο ιστορικός Αρθούρος. Ένας Κέλτης ηγεμόνας; Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε με επιφύλαξη πως ο Αρθούρος υπήρξε ένας μεγάλος Κέλτης στρατηγός ή “βασιλιάς” που κατάφερε κατά κάποιο τρόπο να πείσει τους ομόφυλούς του να βάλουν στην άκρη τις μεταξύ τους διαφορές καταφέρνοντας να εγκαθιδρύσει κάποια πολιτική σταθερότητα. Άρα, είναι σχεδόν αδύνατον να αναφερθούμε στον ιστορικό Αρθούρο διότι, εάν αυτός υπήρξε, δεν γνωρίζουμε τίποτε γι’ αυτόν πέρα από υποθέσεις.
Εάν δε λάβουμε υπ’ όψιν το χώρο και τον χρόνο που έγιναν όλα αυτά, μπορούμε να πούμε πως οι κινηματογραφικές ταινίες που έβαλαν ως στόχο να αποδώσουν έναν ιστορικό Αρθούρο απέτυχαν εξ’ ίσου, σε σεναριακό και οπτικό (κουστούμια, όπλα, οχυρώσεις κλπ) επίπεδο.
Αργότερα, κατά τους χρόνους του Μεσαίωνα, το όνομα του Αρθούρου σταδιακά σχηματοποίησε την προσωπικότητά του, όχι ως ιστορικό αλλά ως μυθολογικό πρόσωπο. Το εκπληκτικό με τους Αρθουριανούς Θρύλους είναι το ότι εξέφρασαν τις αρχές της Ιπποσύνης, με μία εκπληκτική πληρότητα, πολύ πριν ο συγκεκριμένος θεσμός λάβει την μορφή που τον καταξίωσε ως στρατιωτικό σύστημα που εμπνέεται από κάποιες ιδιαίτερες αρχές.
Η αδελφότητα της Στρογγυλής Τραπέζης υπήρξε, τρόπον τινά, το πρώτο Ιπποτικό Τάγμα, με όλα τα στοιχεία που (θα έπρεπε να) χαρακτηρίζουν ένα τέτοιο. Οι χαρακτήρες, οι τόποι και τα αντικείμενα που συνδέονται με τον κόσμο αυτό εξελίχθηκαν σε σύμβολα πανευρωπαϊκής διάστασης. Ήρωες όπως ο Λάνσελοτ, ο Μέρλιν, η Γκουίνεβιρ, η Μοργκάνα κ.α. διαμορφώνουν μία ολοκληρωμένη μυθολογία εκπληκτικής πλοκής. Αυτό το ιστορικό γεγονός προκαλεί την έκπληξη και μας προϊδεάζει γιά το βάθος πίσω από τις διηγήσεις.
Έτσι, από την Κελτική παράδοση, το ποιητικό έργο του Ταλιέσιν και τα Ουαλλικά Χρονικά, περάσαμε μέσα από την χριστιανική εποχή με τους βίους των Κελτών Αγίων και τα έργα μοναχών όπως ο Νέννιος, ο Βέδας και ο Γίλδας, στον καθεαυτό Mεσαίωνα, όπου σχηματοποείται ο μύθος. Τα έργα των Ρομπέρ ντε Μπορόν, Κρετιέν ντε Τρουά, Βόλφραμ φον Έσενμπαχ και άλλων, βρίσκουν την απόλυτή τους εκδοχή και συμπτηξη σε εκείνο του Μάλορυ που αναφέραμε προηγουμένως.
Άρα η ιστορικότητα του μύθου δεν ανακαλύπτεται στην ιστορική μορφή των ηρώων αλλά στην επιρροή που είχαν οι μυθολογικές αυτές διηγήσεις σε όλο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό των «Μέσων Αιώνων», των οποίων την επιρροή ανιχνεύουμε σε ήθη και αντιλήψεις μέχρι και την εποχή μας. Βάσει όλων αυτών, θα λέγαμε πως το έργο του Μπούρμαν «Εξκάλιμπερ» διαθέτει μία πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια στην περιγραφή του τι εκπροσωπεί ο κόσμος του Αρθούρου, απ’ ότι εάν επιχειρούσε να δημιουργήσει ένα ρεαλιστικό έργο γιά την σκοτεινή, προμεσαιωνική περίοδο.
Βασικότερα όμως, όταν θέλουμε να προσεγγίσουμε ένα έργο κινηματογραφικό, λογοτεχνικό ή μουσικό, με δίκαιο τρόπο, πρωτίστως θα πρέπει να το δούμε μέσα από την πρόθεση του δημιουργού. Ο Μπούρμαν δεν ήθελε να μας δώσει μία ιστορικοφανή ή ρεαλιστική εκδοχή του «πως ήταν» η πραγματικότητα του 5ου αιώνα, αλλά να αποδώσει με τρόπο δραματικό και σχεδόν θεατρικό, τον μυθολογικό, συμβολικό χαρακτήρα του μύθου, όπως αυτός σχηματοποιήθηκε κατά τον 15ο αιώνα.
Η εικόνα που έχουμε σημερα γιά την μορφή του Αρθούρου και των ιπποτών του, άλλωστε, δεν προέρχεται από τις ιστορικές αλλά από εκείνες τις ίδιες μυθολογικές πηγές που επηρρέασαν την σκέψη και την διανόηση του Μεσαίωνα και εν πολλοίς διαμόρφωσαν την «ιπποτική ιδέα» μέσα από ένα σύστημα αρχών που θα έβρισκε κοινωνική αποδοχή μέσω του περιβάλλοντος της αυλής και τις διηγήσεις των τροβαδούρων. Η ίδια πρόθεση έκανε τους συγκεκριμένους μύθους δημοφιλείς κατά τον 19ο αιώνα, μέσα από το κίνημα του ρομαντισμού και της Γοτθικής Αναβίωσης- ενώ πάντοτε θα ανταποκρίνεται σε μία μερίδα του καλλιτεχνικού κοινού που εμπνέεται από αυτές τις αρχές, συνειδητά ή όχι.
Σε αυτό τον σκοπό ο Μπούρμαν, μπορώ να ισχυριστώ με βεβαιότητα (ως μελετητής του έργου του Μάλορυ ο ίδιος), πως επέτυχε σε έναν βαθμό ασύλληπτο γιά τα κινηματογραφικά δεδομένα της εποχής, ιδίως εάν αναλογιστούμε το μέγεθος του έργου του Μάλορυ, την πολυπλοκότητα των δρώμενων και της γενικότερης πλοκής καθώς και των μέσων που διέθετε ο σκηνοθέτης. Η αναγκαστική σύμπτηξη της πλοκής και απαλοιφή συγκεκριμένων, σημαντικών αφηγήσεων (όπως π.χ. η ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης ή των ιπποτών Μπάλιν και Μπάλαν) έγινε με τρόπο που δεν αφαιρεί από την ουσία των κειμένων. Άρα, το δεικνύων ελλατώθηκε χωρίς να ελλατωθεί το δεικνυόμενο, που είναι και ο στόχος του καλλιτεχνικού έργου.
Μπορούμε από αυτά να εξάγουμε με κάποια ασφάλεια πως, προφανώς, ο Μπούρμαν κατάφερε στον στόχο του, όντας ο ίδιος γνώστης της Αρθούρειας μυθολογίας, καθώς και της ιδιότητας του εκάστοτε συμβόλου (εν αντιθέσει πρός το «σημείο») να δύναται να εκφράζει παραπάνω από μία απλές ιδέες. Την ικανότητα δηλαδή του συμβόλου να περιλαμβάνει μία σειρά ιδεών αλληλοσυσχετιζομένων ώστε, μέσα στην απλότητά του, να γίνεται “ιερόγλυφο” μίας συνθετικής εικόνας, κατά παρόμοιο τρόπο που μία φιλοσοφική φράση μπορεί να εκφράζει ιδέες που μπορούν να λάβουν μεγάλο «όγκο» ανάλυσης («συνθετική σκέψη»).
Η ελευθεριότητα στην απόδοση των κοστουμιών, η απλότητα των χαρακτήρων (που διακρίνονται ως «καλοί- κακοί»), η μη ρεαλιστική ερμηνεία των ηθοποιών και οι πομπώδεις σκηνές, δεν οφείλουν την ύπαρξή τους στην αφέλεια του σεναρίου ή την αδυναμία του σκηνοθέτη, αλλά αντιθέτως, στοχεύουν στην επίτευξη του στόχου του.
Συμπεραίνουμε από αυτά, πως το Εξκάλιμπερ δεν είναι «μία ακόμα ταινία» γιά τον Αρθούρο, αλλά η καλλίτερη ταινία που έχιε μέχρι στιγμής γυριστεί, όσο αφορά την απόδοση του αυθεντικού μύθου κατά τα βασικά του αλληγορικά στοιχεία.
Συμπεραίνουμε πως το «Εξκάλιμπερ» είναι ένα έργο που δεν θα ικανοποιήσει τον σύγχρονο θεατή που θα ήθελε να δεί εντυπωσιακές σκηνές μάχης και ειδικά εφφέ, ούτε τον ρεαλιστή που αναζητά πιθανώς το «κοινωνικό μήνυμα» κατά τα σύγχρονα κριτήρια. Ανταποκρίνεται καθαρά στα μυθολογικά πρότυπα και αφορά μία ρομαντική ενατένιση σε μία περικαλλή εποχή που ίσως δεν υπήρξε ποτέ.
“Διότι κάποιοι με απεκάλεσαν κάποτε Βασίλισσα της Έρημης Χώρας, κι εγώ ονομαζόμουν η πιό πλούσια βασίλισσα στον κόσμο, γιατί δεν με ευχαρίστησαν ποτέ τα πλούτη όσο η φτώχεια μου.” (Μάλορυ 14: 1)