του Μπάμπη Α. Παπαχαραλάμπους, σκηνοθέτη-
σεναριογράφου
Στο σταυροδρόμι της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της δημοκρατίας, οι Αρχαίοι Έλληνες μέσα από την τραγωδία όρθωσαν το ανάστημα του ανθρώπου θέτοντας την ερώτηση: «τι είναι ο άνθρωπος;». Πρώτος απάντησε ο Οιδίπους στη Σφίγγα όταν του έθεσε το ερώτημα υπό μορφήν αινίγματος. Κι από τότε άρχισε η εξημέρωση του θηρίου που έχουμε μέσα μας. Οι τραγικοί ποιητές και η Αγορά έθεταν συνεχώς το ερώτημα με νέα μορφή κάθε φορά και δίνοντας και τις ανάλογες διαφορετικές απαντήσεις. Θέτοντας το ζήτημα αυτό ήθελαν να υπενθυμίζουν στον εαυτό τους ότι το νόημα της ζωής δεν έρχεται από εξωκοσμικές δυνάμεις ούτε είναι δώρο κάποιας αυθεντίας αλλά είναι υποχρέωση του ελεύθερου ανθρώπου να αξιώνει αυτόνομα την ζωή τη δική του και της πόλης του. Κυρίως με το ερώτημα
αυτό τόνιζαν την ανάγκη να έχει ο άνθρωπος ταυτότητα, να έχει «Πρόσωπο» που να τον ικανοποιεί και να τον κάνει διαφορετικό και ανεπανάληπτο και συνεπώς δεκτό και χρήσιμο στη κοινωνία. Με απλά λόγια «να ψάχνεσαι», να
μην αρκείσαι στα πρότυπα, στις διαδόσεις και στις αυθεντίες. Το ερώτημα αυτό, έλεγαν, δεν το θέτουν μόνο τα ζώα και οι θεοί, όσοι δηλαδή ζουν έξω από την Πόλη–κοινωνία. Από εδώ λοιπόν πρέπει να ξεκινάμε αν θέλουμε να εξιχνιάσουμε τον εαυτό μας και την κοινωνία, χωρίς καμία συγκάλυψη εκ των προτέρων από απόψεις, ιδεολογίες και κάθε στερεότυπο.
Το ερώτημα αυτό θέτει καθαρά και ξάστερα, απ’την αρχή αλλά και σαν κεντρικό μοτίβο
προβληματισμού, ο νέος συγγραφέας Γιώργος Σταφυλάς, στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Η
ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ”. Και πέφτει κατευθείαν στη καρδιά του σημερινού γίγνεσθαι διότι σήμερα αυτό είναι το άρρητο διακύβευμα: «είμαι κάποιος; Που πάω, αλήθεια;» Έχει την τόλμη να θέσει το ερώτημα πριν καταπιαστεί με μυθοπλασίες, ίντριγκες και χαρακτήρες. «Γυμνός» ενάντια στη πραγματικότητα την οποία απογυμνώνει με ένα αριστουργηματικό στριπτίζ ανθρώπων και καταστάσεων. Γι’ αυτό και υιοθετεί μια ρεαλιστική γραφή. Και κατά κυριολεξία «νεορεαλιστική» γραφή. Όπως την πρωτοδίδαξαν την δεκαετία του 1940 ο σεναριογράφος Τσέζαρε Τζαβατίνι κι ο σκηνοθέτης Βιττόριο ντε Σίκα. ‘Όπου το «νέο» είναι το επείγον και επίκαιρο θέμα, αυτό που καίει και χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.
Τι είναι λοιπόν επίκαιρο σήμερα, η οικονομική κρίση, οι νεόπλουτοι, οι μετανάστες, η πολιτική, η μοναξιά; Όχι, λέει ο συγγραφέας, αυτά είναι οι πρακτικές συνέπειες, η καρδιά του ερέβους ονομάζεται «συγκάλυψη», και γι’ αυτό την βάζει τίτλο του μυθιστορήματος. Ποιος και τι συγκαλύπτει; Αυτό δεν φοβάται να αποκαλύψει ο συγγραφέας διότι ξέρει ότι μόνον η αλήθεια είναι επαναστατική και λυτρωτική, όσο κι αν ματώνει.
Από την Μικρασία, την Ιωνία, ξεκινά η προϊστορίατης υπόθεσης του βιβλίου. Η παμπάλαιααφετηρία των Ελλήνων και του Δυτικούπολιτισμού. Παλιά ερχόταν η ιωνική κουλτούρα,φιλοσοφία, επιστήμη, δημοκρατία και τουςυποδέχονταν εδώ άρχοντες που με αυτά τα μπόλια έχτισαν τον μεγαλειώδη πολιτισμό. Σήμερα έρχονται άμοιροι άνθρωποι και τους υποδέχονται οργανώσεις αδίστακτων εμπόρων σαρκών και ψυχών. Κι όλοι αυτοί στη
«δοξασμένη» πρωτεύουσα, μαζί με τους εγχώριους αχόρταγους, υψώνουν ίσως τον υψηλότερο βωμό της βαρβαρότητας.
Είναι πολύ ευεργετικό το εύρημα του βιβλίου όπου το πρώτο βλέμμα στην Αθήνα του
Παρθενώνα είναι του μετανάστη κι όχι του ξενέρωτου τουρίστα ή του μπουχτισμένου
ντόπιου. Το πρώτο που συναντά η ξένη αυτή ματιά, η ανόθευτη και γι’ αυτό ίσως αμερόληπτη, ή καλύτερα που δεν συναντά, είναι μια γειτονιά. Και μια δίψα του ενός για τον άλλον. Αντίθετα πνίγεται από σαρκοβόρα ναυάγια της ζωής που έχουν αγκιστρωθεί στη σάρκα τους σαν τελευταία ελπίδα πριν αποσυντεθούν.
Μία νέα ράτσα: τα παιδιά των νεόπλουτων! Των παρασιτικών νεόπλουτων που αντικατέστησαν την παλιά μεσαία τάξη των νοικοκυραίων και των αρχόντων. Τα τέκνα αυτά αποτελούν την σημερινή μάστιγα, που πληρώνει τις αμαρτίες των καταραμένων γονιών, των ανθρώπων που παρέλαβαν μια ανεπανάληπτη λαϊκή παράδοση και την έθαψαν κάτω από τόνους ευρώ και ανίας. Τα θηλυκά της ράτσας αυτής αποτελούν το μοντέλο των ονείρων όλων των φύλων και τάξεων. Εύκολο χρήμα από τα καταπατημένα του πατέρα και άπλετος χρόνος για την «χαρά» της κατανάλωσης. Χωρίς καμία εμπειρία αληθινής ζωής και χωρίς καμία αυτοδημιούργητη αξία. Μόνη ψυχική καταξίωση η ηδονή του σαρκικού έρωτα. Φυσικά του αυτονομημένου από συναισθήματα έρωτα. Τον πλούτο των συναισθημάτων τον αντικαθιστούν με τα βίτσια και τη βία. Όλα μέσα από το σεξ. Γι’ αυτό και πολύ σοφά ο συγγραφέας εμφανίζει το κακό κάθε φορά που οι ήρωες «κάνουν έρωτα». Η απόλυτη υπαρξιακή κορύφωση αποκαλύπτει την απόλυτη φρίκη του μηδενός. Σκέτη κρεατοφαγία. Γι’ αυτό και οι μετανάστες κατακρεουργούν χωρίς έλεος το πλουσιοκόριτσο. Τι να σεβαστούν; Απλά τους ξυπνά το ζώο μέσα τους. Και που ίσως οι περισσότεροι αυτό να έχουν μέσα τους μόνο. Κι όταν παλεύουν δυο αγρίμια πάντα νικάει το πιο αιμοβόρο.
Όσο για τα αρσενικά της ράτσας, ποια αρσενικά; Βουτυροχυμένα μαλάκια που ότι συμβαίνει μέσα τους κι έξω τους το μαθαίνουν πάντα τελευταία. Οπότε τι χωριό να κάνεις με την γενιά αυτή!
Πιστεύω ότι το βιβλίο, πέρα από τις καθαρά λογοτεχνικές επιδόσεις, είναι κατά βάθος μια ανατομία της ψυχοσύνθεσης του δυτικού ανθρώπου, ένα ταμπλό–βιβάν της παγωμένης δυτικής κοινωνίας. Αυτή είναι η αρετή του αλλά και η ευγενής αγωνία του συγγραφέα. Γι’ αυτό και σέρνει άρον άρον τον αποχαυνωμένο δυτικό.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ