Πρόλογος – επιμέλεια : Σπύρος Δημητρίου
«Βλέπεις, είναι πολύ δύσκολο να είσαι Έλλην. Είναι σαν μια πρόκληση για πολλούς λόγους. Η αρχαία τέχνη είναι ένας από αυτούς, κι έπειτα όλο εκείνο το περιβάλλον του παρελθόντος που σαν Έλληνας το αισθάνεσαι και αισθάνεσαι το μεγάλο του βάρος…» Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας αποτελεί ηγετική φυσιογνωμία της περίφημης γενιάς του 30, και στη ζωγραφική, που κατάφερε να υψωθεί μ΄ ένα χάρισμα μοναδικού δυναμισμού δημιουργικού, στα «ψηλά πατώματα» της νεοελληνικής και ευρωπαικής ζωγραφικής του αιώνα που πέρασε, καταφέρνοντας με τρόπο μοναδικό και νέο, να συνδυάσει και να συνδέσει την ελληνικότητά του με τα πιο σύγχρονα και ανανεωτικά κινήματα στην τέχνη του καιρού του. Υπόδειγμα ο ίδιος κι οδηγός, σηματωρός του πνευματικού μας πολιτισμού, συμπλήρωσε με τον λόγο του όσα άφησε μισοκρυμένα, κατά τον μεγάλο Αλεξανδρινό, μέσα στα σχήματα, τα χρώματα και τις μορφές του ζωγραφικού του έργου.
Τιμώντας τη μνήμη του σπουδαίου δημιουργού, που έφυγε στις 3 Σεπτεμβρίου 1994, θα ανασκαλέψουμε τους χρόνους του με την πένα ενός μαθητή του. Ο Νίκος, Νικολής, Χατζηκυριάκος – Γκίκας εκτός από σπουδαίος καλλιτέχνης υπήρξε και σπουδαίος δάσκαλος κι αυτό ίσως έχει πιο μεγάλη σημασία για πολλούς λόγους. Ένας, λοιπόν μαθητής του, που διασταυρώθηκαν δημιουργικά οι δρόμοι τους στην αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ τα ταραγμένα χρόνια μετά την κατοχή, ήταν κι αείμνηστος πια(έφυγε το 2020) καθηγητής της Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ και πρύτανής της, Δημήτρης Φατούρος. Μιλά για τον δάσκαλό του, τις θύμισες των χρόνων τους, το χρέος, κι εδώ είναι η σπουδαιότητα της σχέσης δασκάλου – μαθητή, σε μια διημερίδα που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1997 από την Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου – Γκίκα, το Μουσείο Μπενάκη και την Ακαδημία Αθηνών της οποίας υπήρξε μέλος. Τα κείμενα αυτής της σημαντικής εκδήλωσης, τρία χρόνια μετά την απώλεια του σημαντικού αυτού Έλληνα, πήραν σάρκα και οστά στη σειρά «Τετράδια» του περιοδικού «ΕΥΘΥΝΗ» του οποίου ο Ν. Χατζηκυριάκος – Γκίκας υπήρξε πολλά χρόνια πνευματικός καταθέτης των σκέψεων και των απόψεών του.
Ο μαθητής Δημήτρης Φατούρος γράφει για την σοφία του δασκάλου του Νίκου, Νικολή, Χατζηκυριάκου – Γκίκα:
«Γνώρισα στον Νίκο, Νικολή, Χατζηκυριάκο – Γκίκα την εποχή της μεγάλης συμπαρουσίας, της μεγάλης και τυχερής εποχής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., της συμπαρουσίας του Πικιώνη, του Μιχελή και του Χατζηκυριάκου, όταν ακόμη στους ίδιους χώρους, λίγο πριν, λίγο μετά, βρισκόταν ο Παπαλουκάς και ο Εγγονόπουλος. Η συμπαρουσία αυτή, ιδιαίτερα του Πικιώνη με τον Χατζηκυριάκο, ήταν επέκταση και υπόμνηση της γοητείας των κειμένων, της γραφής, του λόγου, της εικόνας και ότι άλλο έφερνε και φέρνει ως προοπτική και ανάδυση το “Τρίτο Μάτι”. Αυτή η αναφορά έχει μια πολύ γενικότερη σημασία για την νεοελληνική αρχιτεκτονική. Τότε στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 και τις αρχές του ΄50, η απόσταση του χρόνου από την εποχή που οριοθετούσε το “Τρίτο Μάτι”, παρά τη μεσολάβηση του Β’ παγκόσμιου πολέμου και του εμφυλίου, δεν ήταν μεγάλη, μόλις 10-15 χρόνια, και το πνεύμα της πρώτης περιόδου του μοντέρνου κινήματος μέσα από την ιδιαίτερη ανάγνωση του Πικιώνη και του Χατζηκυριάκου, ήταν παρόν και δημιουργικό. Αυτή η ανάγνωση το συσχέτιζε, με την προιστορία και τους συμβολισμούς του ελληνικού χώρου και με τη Μεσόγειο και του έδινε μια διαχρονική δυναμική. Αυτή η αναγωγή ούτε ομοιότροπη ήταν ούτε εύκολη και παροδική, γι’ αυτό και αναπτύχθηκε με διαφορετικούς τρόπους μέχρι και σήμερα.
Χρωστάω του Χατζηκυριάκου – Γκίκα που το Πάσχα του 1949 πάνω στο «Κορινθία», το πλοίο που μας πήγαινε στην Αίγυπτο, στην εκδρομή των φοιτητών της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, την πρώτη εκδρομή Ελλήνων φοιτητών έξω από την Ελλάδα μετά τους πολέμους και τον εμφύλιο, με πήρε και πάνω στη γέφυρα, στο «μαρκόνι», μου γνώρισε τον α΄ ασυρματιστή, τον ποιητή των «Μαραμπού» τον Κόλια Καββαδία.
Του χρωστάω τα βράδια του τέλους του Νοεμβρίου του 1955 που με συγκίνηση, φροντίδα και ακρίβεια με οδήγησε στην πρώτη μου παραμονή στο Παρίσι, μου μίλησε για την περιήγηση, τη γνώση και τη συγκίνηση της τέχνης, τους ανθρώπους, την πόλη και τον κόσμο. Του χρωστάω το ταξίδι που άρχισε από τότε.
Του χρωστάω την ευγένεια των κινήσεων, την αγωνία της αναζήτησης, τη στάση της καθημερινής χειρονομίας, τη σοβαρότητα χωρίς στόμφο, το λόγο της σιωπής, την ένταση των αισθήσεων που μπορεί να πυρπολήσει ως στην αυτοκαταστροφή. Αυτά που ανακαλύπτονται σιγά, σιγά, που ξεδιπλώνονται με το χρόνο και γίνονται συγκεκριμένα, αυτά που έδειχναν την τέχνη ίδια με την προσωπική ζωή.
Ο Νίκος, Νικολής, Χατζηκυριάκος – Γκίκας κατοικεί τη ζωγραφική του, τις κινήσεις του σώματος, τις σκιές των πτυχώσεων, τις επιφάνειες των σχημάτων, το φως των ορίων, τα μεγάλα φύλλα των κάκτων, το χρώμα, τις διαδρομές της γραμμής.
Ο εικαστικός λόγος του, αισθησιακός και διφορούμενος, εγκαταλείπεται στο πάθος του με σοφία, χωρίς ευκολίες, με πειθαρχημένη έκφραση. Αντίφαση εκρηκτική που η προσωπικότητα και η δημιουργική στάση του Χατζηκυριάκου – Γκίκα μεταμορφώνει σε σύνθετο καλλιτεχνικό έργο.
Ζωγραφική συνεχώς αναζητητική, αναπτύσσεται με τις αποκλίσεις και τις παρεκβάσεις του κανόνα και όχι με την υπακοή σε κλειστά συστήματα κανόνων. Όπως σε κάθε μεγάλη τέχνη, όπως σε κάθε μεγάλο δημιουργό τέχνης και επιστήμης, οι κανόνες είναι πολυσύνθετοι, με αντιφάσεις εσωτερικές και με αντιφάσεις στον τρόπο χρησιμοποίησής τους. Είναι κανόνες αντι – κανόνες.
Παρά την επιμονή του να κατανοεί σχέσεις, αιτίες, αλληλεπιδράσεις και να ορίζει και να συστηματοποιεί μέσα, δυνατότητες και συσχετίσεις, παραμένει πάντα ελεύθερος, απροσδόκητος και επίμονα αντισυμβατικός, γι΄ αυτό και αποκαλυπτικός.
Μέσα από αυτές τις προσεγγίσεις έφτασε στη δική του ανάγνωση του τοπίου της Ύδρας, στις μάντρες και τον βραχώδη φυσικό χώρο. Χωρίς τον Γκίκα δεν θα υπήρχαν οι μάντρες της Ύδρας, οι μαιανδρικές περιελίξεις τους, ο λαβύρινθος του τοπίου. Η Ύδρα υπάρχει από τον Γκίκα. Και οι μάντρες της Ύδρας οδηγούν στην αποκάλυψη του μύθου της ανθρώπινης κατοίκησης, των διαδρομών του χρόνου και των συναιρέσεων με τη φύση. Φύση και ανθρώπινη παρέμβαση συναντιώνται σε ένα συνεχή διάλογο, οι αντιθέσεις αίρονται και συγκροτούν κοινούς ρυθμούς και αναφορές.
Η Ύδρα είναι το ανοικτό πεδίο ερεθισμάτων, που αναζητά υποθέσεις, καταργεί σχέσεις και επιτρέπει αναμορφώσεις. Έτσι ήθελε και τον συγκεκριμένο χώρο της δουλειάς του, το εργαστήριό του. Συνθήκες παράλληλες. Όταν έκτιζε το εργαστήριό του στη Κριεζώτου μου συζητούσε συχνά με ποια αρχή ήθελε το περιβάλλον του. Δεν το ήθελε ουδέτερο, «αμίλητο», αλλά με ερεθίσματα, εικόνες και υποθέσεις μεταμορφώσεων. Γι΄ αυτό όπως μου έλεγε και ο τοίχος έγινε με φανερά τούβλα και όχι μια σοβατισμένη επιφάνεια. Χώρος κατοικίας πνευματικών και οπτικών διαδρομών και αναδρομών.
Η περίοδος που ακολουθεί τα τοπία της Ύδρας με τη μεταμόρφωση της εξωτερικής γεωμετρίας είναι και αυτή περίοδος έντονης καύσης και επίμονης αναφοράς στην υποβολή του σχήματος, η ίδια συγκρότηση του χρόνου και των συναιρέσεων στροβιλίζεται και περιελίσσεται σε αγωνιώδεις συστροφές. Ο κατακερματισμός του κόσμου πάλι κρύβεται, και αυτήν την περίοδο προβάλλεται η κυριαρχία της αναπνοής του πυρετού.
Στο έργο του Γκίκα η χρωματική επαφή, η γραμμή, το σχήμα, η σκιά, αναγνωρίζουν και επιλέγουν ιδιότητες από τις εντυπώσεις των πραγμάτων, συγκροτώντας την ερμηνεία τους ως πειστική έκφραση μιας ζωντανής, παλλόμενης, αντιφατικής πραγματικότητας. Μια διαδικασία από-κάλυψης πριν από κάθε εγχείρημα αναγωγής, μεταμόρφωσης και μετάλλαξης. Μια διαδικασία που δεν είναι ποτέ γραμμική, αλλά επιστρέφει, επανέρχεται και αναρωτιέται επιβεβαιώνει ή καταργεί, έχει μνήμη και αγωνία, όπως κάθε δημιουργική πράξη. Γι΄ αυτό και ανασυνθέτει και προτείνει μια νέα δυνατότητα.
Σε μια εκρηκτική αλλά σιωπηλή ταύτιση οι χειρονομίες της ζωγραφικής διατύπωσης είναι η ακριβής προέκταση της χειρονομίας, της κίνησης του χεριού και των δακτύλων. Κινήσεις και λόγος διάρκειας, ακόμη και όταν δηλώνουν την γρήγορη αποτύπωση ενός ίχνους στο μουσαμά ή το χαρτί.
Η σοφία του δασκάλου είναι η σοφία των ανθρώπινων σχέσεων, της ειλικρίνειας και της εμπιστοσύνης, η γνώση και η αγωνία της γνώσης. Και η σιωπή».
Τετράδια της Ευθύνης «ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ – ΓΚΙΚΑ. ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΔΙΗΜΕΡΙΔΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ». Αθήνα 1998