Eπιμέλεια -πρόλογος Σπύρος Δημήτριου
«Η αθέατη συνοδεία προσώπων, που, μ’ ένα υπόκωφο ρυθμικό βηματισμό, προχωρούν πανηγυρικά και μπαίνουν, μαζί με τον μεγάλο ηθοποιό, στον άλλο κόσμο, στη σιωπηλή αθανασία, έχει κάτι το ιερό και ανατριχιαστικά μυστηριακό. Το αισθάνθηκα για πρώτη φορά ιδιαίτερα, όταν είδα να οδηγείται στην τελευταία της κατοικία η Κατίνα Παξινού. Έκλεισα μια στιγμή τα μάτια μου και είδα να τη συνοδεύουν και να φεύγουν, για πάντα μαζί της, η Εκάβη και η Μπερνάρντα Άλμπα, η Ιοκάστη και η Άννα Κρίστι, η Ηλέκτρα και η Μαίρη Ταιρόν, η Κλυταιμνήστρα και η μητέρα του Αμλέτου, η Άτοσσα και η Πιλάρ, η Φαίδρα και η Έντα Γκάμπλερ, η Αγαύη και η κυρία Άλβιγκ, η Μήδεια και η Γηραιά Κυρία, η Σάρρα και η Μάνα Κουράγιο, και άλλες… και άλλες μορφές, που έτσι, όως τις έιχε ενσαρκώσει η Κατίνα, δεν πρόκειται ποτέ πια να περπατήσουν επάνω στη γη..», έγραφε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στις 15 Μαίου 1973 στο συγκινητικό σημείωμά του, για το αφιέρωμα της «ΝΕΑΣ ΕΤΣΙΑΣ» στη «Μεγάλη μας Τραγωδό».
«Η Κορυφαία που έφυγε» 22 Φεβρουαρίου 1973, πήρε όντως μαζί τις μοναδικές ενσαρκώσεις των προσώπων που υποδύθηκε στην σπουδαία καλλιτεχνική της διαδρομή, όμως τίποτα δεν χάθηκε γιατί φρόντισε κι άφησε πίσω της «χρήσιμη σπορά» ως δασκάλα, κι έτσι μπορεί να υπάρχει μέσα από τους μαθητές της κι από αυτούς αυτοί που θα συνεχίσουν στο πέρασμα των χρόνων να την διακονούν. Κι αυτό πράγματι έγινε, όπως μας το θυμίζει ο αείμνηστος θεατράνθρωπος Δημήτρης Ποταμίτης που υπήρξε μαθητής της στο Εθνικό Θέατρο την δεκαετία του 60.
Σ’ ένα εκπληκτικό δοκίμιο για την Μεγάλη Ιέρεια του Θεάτρου και Δασκάλα του Κατίνα Παξινού, με τίτλο : «ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ», μας μιλά για την τέχνη του ηθοποιού ως «ιδεοποιού», την ελληνική γλώσσα και την σημασία της εκφοράς της, πλέκοντας τα αριστοτεχνικά με τις θύμισες μια ζωής πολύ ουσιαστικής μεταξύ μαθητή – δασκάλας αλλά και ανθρώπου. Μιλά γι αυτό το μπόλιασμα της ψυχής μαθητή και δασκάλου που επηρεάζει και καθορίζει όλα αυτά που ο χρόνος και η φυγή τείνουν να σβήσουν, λέγοντάς της ως επιμνημόσυνη ομιλία ότι : «Το μόνο που μένει σε μένα, είναι να διαβεβαιώσω την ψυχή της Δασκάλας μου, ότι υπάρχουν μαθητές. Κι ότι η ζωή δεν τελειώνει με το θάνατο». Το κείμενο του εκ Κύπρου σπουδαίου ηθοποιού Δημήτρη Ποταμίτη που μας άφησε νωρίς μόνους και φτωχότερο το ελληνικό θέατρο, περιλαμβάνεται στον αφιερωματικό τόμο του περιοδικού της «ΕΥΘΥΝΗΣ», στη σειρά «ΤΕΤΡΑΔΙΑ», το 1993, με τίτλο : «ΠΡΟΣΩΠΟ/ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ. ΚΑΤΙΝΑΣ ΠΑΞΙΝΟΥ – ΑΛΕΞΗ ΜΙΝΩΤΗ. ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ».
«Εν αρχή ήν ο λόγος. Γιατί λόγος σημαίνει Γλώσσα. Γλώσσα σημαίνει σκέψη. Σκέψη, σημαίνει συνείδηση της ύπαρξης. Λογική και εντεύθεν αυτής, ταξινόμηση του κόσμου. (Με το «εντεύθεν» υποδηλώ την κριτική – ποιητική αντιμετώπιση των μη λογικών στοιχείων του κόσμου. Ο λόγος, είναι η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από το ζώον. Ο Λόγος μαθαίνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί τον κόσμο. Να ελέγχει το θυμικό του, να επιλέγει, να δημιουργεί δηλαδή ηθική. Να μην είναι ζώον).
Κύρια προυπόθεση της ανθρώπινης υπόστασης είναι η ηθική. Και κύρια προυπόθεση της ηθικής η γλώσσα. Η σημασία που αξίζει να δώσουμε είναι πολύ μεγαλύτερη σήμερα, εδώ, στον τόπο μας, που τούτη η γλώσσα τείνει να υποκατασταθεί από μια ηχητική Βαβέλ, ένα κράμα, από τους λαικίστικους ιδιωματισμούς, μέχρι την αργκώ των Εξαρχείων, από την νεκρή καθαρεύουσα, μέχρι την προπετή δημοτική, από τους παρά φύσιν νεολογισμούς των «ελιτών», για να χρησιμοποιήσω κι εγώ έναν νεολογισμό πρώην πρωθυπουργού, μέχρι την ασυνταξία του προφορικού λόγου των «νέων τζακιών». Αν κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας αυτή τη διαλυμένη γλώσσα των ημερών μας, παραδίδουμε στο Έθνος έναν ημι-Έλληνα που είναι πολύ χειρότερος από τον μη-Έλληνα. Συμπερασματικά : Η γλώσσα είναι το άλφα και το ωμέγα, όχι μόνον της εθνικής μας ταυτότητα, αλλά και της ανθρώπινής μας υπόστασης. Ηθικής, πνευματικής και θυμικής.
«Δεν έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», έγραφε ο Διονύσιος Σολωμός. Και πρέπει να το πούμε: Ότι υπήρξε ο Σολωμός για τον γραπτό νεοελληνικό μας λόγο, υπήρξε η Κατίνα Παξινού για τον προφορικό.
Ας γίνει σαφές: Το θέατρο είναι πάνω απ’ όλα, μέγας διδάσκαλος γλώσσας. Επιπλέον, έχει το μοναδικό προνόμιο να μη διδάσκει τη γλώσσα μόνο μέσω των κειμένων των συγγραφέων, όπως οι άλλες τέχνες του λόγου, αλλά να επεκτείνει την διδασκαλία του και στην προφορικότητα αυτού του λόγου. Κι όταν μιλώ για προφορικότητα, δεν αναφέρομαι μόνο στον αυτοσχέδιο άγραφο καθημερινό διάλογο, αλλά και στην προφορική ανάγνωση ενός γραπτού κειμένου. Γιατί η προφορικότητα, συμπληρώνει και φορτίζει τον γραπτό λόγο εντελώς διαφορετικά κάθε στιγμή, σε σημείο που να δίνει άλλα νοήματα, πολλές φορές, στις ίδιες λέξεις.
Μια γλώσσα δεν αρκεί να διαβάζεται σωστά, πρέπει να μιλιέται και σωστά. Ο ηθοποιός είναι ο μόνος καλλιτέχνης που φορτώνει αυτό το δύσκολο καθήκον : Να διδάσκει το «ομιλείν». Κι αν αναφέρθηκα στην Κατίνα Παξινού, είναι γιατί, σ’ όλα τα χρόνια της ζωής μου, δεν συνάντησα άλλο ιερό τέρας που να έχει συνειδητοποιήσει την μεταφυσική διάσταση της γλώσσας, την πρωτεικότητα της φόρμας της και τον σταθερό του πυρήνα της, τόσο, όσο εκείνη. Δεν μιλώ δε μόνο σαν θεατής, αλλά σαν κοντινός μαθητής της, που είχα τη θεία δωρεά να υπάρξω.
Η Παξινού, μέσω της μουσικής και των μαθηματικών, μιας ενστικτώδους και ενορατικής, παρά διδαγμένης αντίληψης των μαθηματικών, πλησίαζε τον ήχο της γλώσσας και των λέξεων και κατέληγε σε συγκλονιστικές κυριολεξίες. Έκανε όμως και κάτι πιο σύνθετο, καθαρά ποιητικό : Αισθάνονταν, φιλοσοφούσε, αναγνώριζε τη γλώσσα και το κάτω από την γλώσσα, με έναν αληθινό σπαραγμό. Αυτός ο σπαραγμός κι αυτή η διδαχή, όπως μου την κληροδότησε η Παξινού, ομολογώ ότι για μένα είναι το γλυκύτερο βάσανο της ζωής μου, πυξίδα και οδηγός μου.
Από την Παξινού πρωτόμαθα πως στο θέατρο, τη γλώσσα δεν τη διαβάζουμε, την μιλάμε. Και γι αυτό ο προφορικός λόγος δεν διέπεται ακριβώς από τους ίδιους κανόνες με το γραπτό. Από την Παξινού έμαθα ότι στον προφορικό λόγο δεν υπάρχει ποτέ κόμμα, αλλά τελεία, το πολύ άνω τελεία. Αν, κατά την προφορική εκφορά του λόγου, μείνουμε πιστοί στο γράμμα της στίξης του γραπτού, τότε διαβάζουμε, δεν μιλάμε, κι αυτή είναι η χειρότερη ασθένεια για τον προφορικό λόγο, την γλώσσα, αλλά το κυριότερο, η χειρότερη ασθένεια της υποκριτικής τέχνης του ηθοποιού. Γιατί ο προφορικός λόγος φορτίζεται ανά πάσαν στιγμήν από έναν άλλο, υποδόριο λόγο, το περιβόητο sub text (Όσο κι αν ψάχνω δεν βρίσκω την αντίστοιχη νεοελληνική λέξη που να την προσδιορίζει καίρια). Ας πούμε όμως πως είναι ο άγραφος νόμος, ο ανείπωτος λόγος που υποφώσκει κάτω από τα λεγόμενα, κάτι που δεν μπορεί να φανεί καθαρά στον γραπτό λόγο. Ο προφορικός λόγος, ανάλογα με το sub text, τον υπό-λόγο που θα τον φορτίσουμε, επιδέχεται άλλη στίξη, εκφράζει διαφορετικά νοήματα κι αυτό είναι το κλειδί της ποιητικής της γλώσσας, αυτό το κλειδί της υποκριτικής τέχνης. Θυμάμαι, όταν στην Σχολή του Εθνικού Θεάτρου δεκαεννιά χρονών παιδιά, προσπαθούσαμε να ερμηνεύσουμε, ώ του θράσους, τον «Άμλετ» με προτροπή των καθηγητών μας δυστυχώς, η Παξινού ήταν η μόνη που ζητούσε και επέμενε σε κάτι πολύ πιο σεμνό, αλλά και πιο ουσιαστικό: «Να μιλήστε πρώτα ΣΩΣΤΑ τα ελληνικά. Τα παιξίματα αφήστε τα γι’ αργότερα, μας έλεγε. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια (έτσι γίνεται πάντα με τις απλές αλήθειες) για να συνειδητοποιήσω πως τα «παιξίματα» ενυπάρχουν στη σωστή ομιλία και μόνον σ’ αυτήν. Κι όταν μιλώ για σωστή ομιλία, αναφέρομαι και στην ορθή εκφορά της γλώσσας αλλά κυρίως στο φορτίο που κανείς οφείλει να της δίνει, για να την κάνει να ζωντανέψει.
Από την Παξινού έμαθα πως ο ίδιος ηθοποιός οφείλει να παίζει αλλοιώς τον ίδιο ρόλο στα Ελληνικά κι αλλοιώς στα Τουρκικά, αλλοιώς στα Αγγλικά κ.ο.κ. Γιατί πέρα από τα νοήματα της φράσης που μπορεί να είναι τα ίδια, πέρα από το sub text που κι αυτό μπορεί να’ ναι ίδιο, μερικές φορές υπάρχει η εθνική, η ιδιαίτερη ταυτότητα της κάθε γλώσσας που έχει εντελώς διαφορετικά κίνητρα και κυρίως φόρμες. Κι αν μέχρι τώρα δεν μου χρειάστηκε παρά ελάχιστες φορές να παίξω σε άλλη απ’ τη μητρική μου γλώσσα, η παρατήρηση της Παξινού με βοήθησε σε τούτο : Να συνειδητοποιήσω την ειδική υφή της γλώσσας μου, το εθνικό της ποιόν, και να καταλάβω πως ο ηθοποιός, ή μάλλον ο ιδεοποιός, όπως θα έπρεπε να είναι ο θεατρίνος σήμερα, οδηγείται στην τέλεια υποκριτική, μόνο αν εξερευνήσει και την εθνική υπόσταση της γλώσσας στην οποία παίζει.
Η Παξινού κατάφερε, μέσω του χειρισμού και της εκφοράς της νεοελληνικής από σκηνής, να καλλιεργήσει ένα γνήσιο κώδικα ιθαγενούς υποκριτικής. Και λέω γνήσιο, για να κάνω την αντιδιαστολή από μιαν αντίληψη που κυριαρχεί στις μέρες μας και που την θεωρώ νόθα: Πολλοί, αντιλαμβάνονται την ιθαγενή υποκριτική σαν την μετατροπή των ξένων ηρώων που υποδύονται, σε Έλληνες. Η Παξινού, αντίθετα, ήξερε να παίζει την Αγγλίδα μάνα σαν Αγγλίδα, αλλά όταν έπαιζε για το ελληνικό κοινό, σε ελληνική μετάφραση, ήξερε να μιλάει τα ελληνικά με πλήρη ιθαγένεια, δηλαδή γνώση τους, κάνοντας παράλληλα την Αγγλίδα, μάνα προσιτή, μέσω γλώσσας, χωρίς να την εξελληνίζει! (Αλήθεια, τώρα που το σκέπτομαι, πόσο μοιάζουν τελικά τα προβλήματα του ηθοποιού και του μεταφραστή, ένας μεταφραστής δεν έχει τάχα κι ο ηθοποιός;)
Η Παξινού υπήρξε σαν ηθοποιός, ότι υπήρξε σαν δασκάλα και σαν άνθρωπος: Η αλαφράδα της σοβαρότητας ενάντια στην σοβαροφάνεια, της οποίας την πόζα μισούσε θανάσιμα. Ήταν ένας άνθρωπος με περισσό μεγαλείο. Θυμάμαι, στο τρίτο και τελευταίο έτος της Σχολής, όταν παραπήραμε αέρα, όταν το μυαλό μας άρχισε να σκέπτεται, ή να νομίζει ότι σκέπτεται σύνθετα, που αρχίσαμε τις αναλύσεις και τις κόντρα αναλύσεις και νοιώθαμε το λιγότερο πανεπιστημιακοί, νάσου η Δασκάλα να μας γυρνάει αφοπλιστικά στην πρώτη Δημοτικού του θεάτρου, για να μας μάθει από την αρχή, σωστά το αλφάβητο! Κι όπως με οκτώ νότες στη μουσική, μπορείς να φτιάξεις μια ολόκληρη συμφωνία, έτσι κι κείνη, με τη διδαχή της στίξης και μόνο, στη μεταφυσική της τελειότητα, μας οδήγησε μακριά από τις φιλολογίες, σε ερμηνείες ρόλων, που και σήμερα, οι ίδιοι θα ζηλεύαμε τους εαυτούς μας!
Και την μέρα των εξετάσεων, να έχει γίνει το θαύμα, να μιλάμε κι όχι να διαβάζουμε τους ρόλους, και να το νοιώθουμε αυτό και να’ χουμε μια τέτοια σιγουριά. Κι εκείνη, να μας παρακολουθεί από την κουίντα, να μας οδηγεί σαν μαέστρος, αλλά ταυτόχρονα να τρέμει σαν ψάρι, ή σαν μικρό παιδί. Κι είναι αλήθεια, αυτή η σοφή γυναίκα, η ακριβής μαθηματικός – μουσικός, η μεγάλη καλλιτέχνης, ήταν ένα παιδί. Της περίσσευαν τόσο ταλέντο και γνώση, που τα σκορπούσε απλόχερα γύρω της, κι όποιος τα πιάσει. Έτσι όπως σκορπούσε και τα χρήματά της. Πόσες φορές στα δύσκολα φοιτητικά μου χρόνια δεν έβρισκα στην τσέπη μου χρήματα που εκείνη τοποθετούσε κρυφά, πόσες φορές μετά το μάθημα, σε μέρες κακοκαιρίας, δεν φώναξε ταξί να μας πάει σπίτια μας… Και μπορώ να το διακρίνω, δεν ήταν το σύνδρομο της μάνας, ήταν ο «έξω καρδιάς» άνθρωπος που ξέρει να δίνεται, ν’ αγαπά, και μέσα από την αγάπη να φορτίζει τις ευαισθησίες και τη δημιουργικότητά της.
Είναι περίεργο, αλλά ο ηθοποιός, παρ’ όλο που η φύση της δουλειάς του είναι να γίνεται κάποιος άλλος στη σκηνή, είναι ο μόνος καλλιτέχνης που δεν μπορεί να κρυφτεί, που δεν μπορεί να αποφύγει τον χαρακτήρα του. Όσο επιτυχημένα κι αν γίνεσαι κάποιος άλλος στη σκηνή, τελικά ένα έμπειρο μάτι θα διακρίνει κάτω από το ρόλο που υποδύεσαι, τον εαυτό σου τον αληθινό. Ένας μίζερος ηθοποιός θα κουβαλήσει τη μιζέρια του και στον Άμλετ, ένας ηθοποιός με μεγαλείο και πνευματικό μέγεθος θα έχει αυτά τα στοιχεία ακόμα κι αν παίζει τον πιο ηλίθιο άνθρωπο του κόσμου! Όχι βέβαια μέσα στο ρόλο αλλά παράλληλα με το ρόλο! Ναι, είναι αλήθεια: Στην σκηνή, σε πρώτο επίπεδο είναι ο ρόλος, όμως σε δεύερο επίπεδο, είναι γυμνός ο καλλιτέχνης που κρύβεται πίσω από τον ρόλο και κινεί τα νήματα. Η σκηνική μεγαλοσύνη της Παξινού ξεκινούσε από τη δική της, προσωπική μεγαλοσύνη! Μα, άλλωστε, τι άλλο κάνει η τέχνη από το να μας δείχνει το πώς διαθλάται η πραγματικότητα, μέσα από τα μάτια του καλλιτέχνη;
Από την Παξινού έμαθα πως ο ηθοποιός δεν μπορεί να λειτουργεί όπως ο μίμος, με μνήμες που τις βγάζει από το τσεπάκι του, αλλά με παρούσες ανεπανάληπτες αισθήσεις. Αυτή η ηθοποιός, που όταν την έβλεπες να παίζει σ’ έκανε να σταματήσεις τον χρόνο να τον κάνεις άγαλμα, αυτή η δασκάλα που πρόσφερε στον μαθητή τα πιο μεγάλα μυστικά του κόσμου, αυτή η υπερ-αρσενική ψυχή σε υπερ-θηλυκό κορμί, γινόταν ένα μικρό παιδί σε μια περίπτωση, το είπα και πριν : Όταν αγαπούσε, Να τη βλέπατε, να την ακούγατε πως μιλούσε για τον μεγάλο σύντροφό της, τον Αλέξη Μινωτή, τον «Αλέκο». Ειλικρινά, δεν ξέρω τι θα ήταν η Παξινού χωρίς τον Μινωτή κι ο Μινωτής χωρίς την Παξινού. Ήταν περίεργο δίδυμο. Και λέω, περίεργο, γιατί συνήθως δημιουργικά δίδυμα συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Εδώ όμως, τι να συμπληρώσουν δυο τέλεια όντα; Εδώ, συνέβαινε μια περίεργη, χημική θα’ λεγα ένωση. Δυο τελειότητες που σμίγουν και φτάνουν σε μια καλλιτεχνική υπέρβαση.
Όμως, εκείνο που θαύμαζα στην Παξινού περισσότερο απ’ όλα, ήταν το πώς αυτό το ιερό τέρας έπλενε τα πιάτα της και το φχαριστιόταν! Ή, το πώς τρελλαινόταν να μαγειρεύει! Η Παξινού ήταν η έλλειψη πόζας και προσποίησης. Ήταν τόσο καλά στερεωμένη η μύτη της, που ποτέ δεν χρειάστηκε να πάρει πόζα για να μην της πέσει! Κι έτσι, μπορούσε να διαβαίνει με την ίδια πίστη και το ίδιο πάθος από τα πιο ποιητικά, στα πιο καθημερινά πράγματα, κλείνοντας τον κύκλο του ολοκληρωμένου Όντος.
Η Παξινού ήταν διανοουμένη, δεν ήταν «κουλτουριάρα»… Όταν κάποτε κουβεντιάζαμε για φεμινισμό, μούβαλε τις φωνές: «Τι θα πει άντρας – γυναίκα; Το ίδιο είναι. Όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί, είναι ρατσισμός, μην πέφτεις στην παγίδα», μου είπε. «Εσύ ξέρεις να χτίζεις τοίχους, εγώ ξέρω να πλένω πιάτα. Ο καθένας με τα όπλα του» συνέχισε, με μια σοφία και παράλληλα ένα καταλυτικό χιούμορ που σ’ έναν έφηβο άνοιγε χίλια δυο παράθυρα στο φως!
Σήμερα, στην πλην – εποχή που ζούμε, όπου η γλώσσα διαλύεται, το άσπρο περνιέται για μαύρο, το απίθανο είναι πιθανότερο του πιθανού, τα λογής υποπροιόντα περνούν ατελώνιστα, τα θέατρα πληθαίνουν αλλά μετατρέπονται σε αναψυκτήρια (χυδαιότητας ή … κουλτούρας, αλλά πάντως αναψυκτήρια) δύσκολοι οι καιροί γι’ αυτούς που ποιούν ήθη. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η ανάμνηση του τι ήταν η Παξινού είναι ένα από τα ελάχιστα σωσσίβια που έμειναν, αν θέλει κανείς να διατηρήσει έναν τρόπο ζωής και σκέψης αντάξιο της ανθρώπινής του υπόστασης.
Όσο περνάει ο καιρός, όσο ο κόσμος γίνεται όπως γίνεται, προσωπικά γίνομαι όλο και πιο μοναχικός. Και σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος. Όχι από απογοήτευση, όχι τέτοιες απλουστεύεις! Αλλά για να κρατήσω αναμένη τη φλόγα. Θέλω να το ομολογήσω δημόσια. Η παρουσία της Παξινού στα δύσκολα χρόνια της πρώτης μου νεότητας, ήταν καταλυτική. Της οφείλω χιλιάδες μυστικά. Και η πεμπτουσία της ζωής και της τέχνης δεν βρίσκω τελικά να’ ναι τίποτ’ άλλο, από μια αλυσίδα από τέτοια μικρά μυστικά. Ώρες ώρες, νοιώθω σαν τριφύλλι: Η Παξινού έρριξε τον σπόρο και φύτρωσαν τρία φύλλα. Το ένα, μ’ έμαθε την αβάσταχτη σοβαρότητα του να’ σαι άνθρωπος. Το δεύτερο, μου έμαθε τον αβάσταχτο πόνο του να είσαι καλλιτέχνης, Το τρίτο, και ίσως το κυριότερο, μου έμαθε την λυσσαλέα αναγκαιότητα του να’ σαι Έλληνας. Τούτο το τριφύλλι, σίγουρα καταλήγει σε ευτυχία!…»
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ: ΠΡΟΣΩΠΟ/ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ. ΚΑΤΙΝΑΣ ΠΑΞΙΝΟΥ – ΑΛΕΞΗ ΜΙΝΩΤΗ. ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΑΘΗΝΑ 1993