Η Μάρθα Μαυροειδή μας συστήθηκε με τον “Κήπο της Ρίλα” και τον παν-βαλκανικό της ήχο.που την έκανε και εξώφυλλο στην βίβλο του “έθνικ” fRoots. Όμως από την άλλη υπάρχει και μια άλλη της πλευρά, πιο παραδοσιακή με τον Στάθη Κουκουλάρη να παίζει νησιώτικο, η με την παραδοσιακή χορωδία “Ροδιά” να κάνει αφιέρωμα στο 1821 Και από εκεί πάλι πίσω με ελληνικό και βουλγάρικο πολυφωνικό τραγούδι με το κουαρτέτο “Γιασεμί” η το πάντρεμα παραδοσιακής και τζαζ με το Martha Mavroidi Trio. Αυτό το πέρασμα από το κλασσικό παραδοσιακό στην παράδοση εκτός των κλασσικών ορίων της και μια στάση ζωής που μοιάζει σαν να είναι ταγμένη στην παράδοση, είναι που την κάνει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις παραδοσιακής μουσικού.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη
Θέλω να το πιάσουμε από την αρχή το θέμα, εσείς πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε ή να σας ενδιαφέρει η παραδοσιακή μουσική;
Από το μουσικό Γυμνάσιο της Παλλήνης που ήμουν μαθήτρια.
Είστε η κόρη του Mάριου Μαυροειδή, γνωστού μουσικολόγου και ανθρώπου που είχε βοηθήσει στο να γίνει το Μουσικό Σχολείο στην Παλλήνη. Αυτό σημαίνει ότι ήδη από τα παιδικά σας χρόνια ασχολιόσασταν με την παραδοσιακή μουσική;
Δεν είχα ασχοληθεί σαν μαθήτρια με την παραδοσιακή μουσική, πριν πάω στο μουσικό Γυμνάσιο.
Σε τι διέφεραν τα μουσικά σχολεία από τα ωδεία που υπήρχαν τότε;
Ήταν ένα κανονικό σχολείο που έκαναν τα γενικά μαθήματα και μέναμε κάποιες ώρες παραπάνω για να κάνουμε τα μαθήματα της μουσικής.
Εκεί είχατε ασχοληθεί και παίζατε λάφτα, στο μουσικό ή αργότερα;
Όχι, λάφτα ξεκίνησα να παίζω πιο μετά, όταν αποφοίτησα. Τότε μάθαινα ταμπουρά.
Θα θέλατε να μας πείτε πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την παραδοσιακή μουσική μετά, όταν αποφοιτήσατε από το σχολείο της Παλλήνης;
Στο Λύκειο είχαμε ήδη πάρει κατεύθυνση παραδοσιακής μουσικής και είχαμε ήδη αποκτήσει δασκάλους και προτιμήθηκε, οπότε ήταν ήδη αποφασισμένο από το Λύκειο.
Πότε δημιουργήσατε το πρώτο συγκρότημα που σας συνόδευε;
Το πρώτο συγκρότημα στο οποίο συμμετείχα σε συναυλίες ήταν το συγκρότημα του Περικλή Παπαπετρόπουλου, που ήταν ο δάσκαλός μου και συνεχίζει να είναι, γιατί θα είναι για πάντα, και λεγόταν Σαζ Γκουρουπού και ήταν ένα σχήμα με σάζια.
Για πότε μιλάμε τώρα;
Το 1994-1995.
Μπορείτε να μας πείτε για τις σπουδές που έχετε κάνει στο εξωτερικό, την εθνομουσικολογία; Τι σας έδωσε η εθνομουσικολογία, πώς τη βλέπετε την εθνομουσικολογία σε σχέση με το τραγούδι και με την παραδοσιακή μουσική; Θα θέλαμε λίγο να μας πείτε για αυτό το θέμα.
Σπούδασα μουσικολογία στην Αθήνα και μετά πήγα στην Αγγλία για να κάνω εθνομουσικολογία. Εθνομουσικολογία είναι ένας κλάδος της ανθρωπολογίας οπότε είναι καθαρά θεωρητική κατεύθυνση, δηλαδή την ενδιαφέρουν θέματα όπως ο πολιτισμός, η κοινωνία, τα σύμβολα. Είναι μία ανθρωπολογική ματιά στη μουσική η εθνομουσικολογία. Διάβασα κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και πάρα πολλά αδιάφορα πράγματα. Η πλειοψηφία ήταν αδιάφορα τολμώ να πω, αλλά μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και ένα-δύο διαμαντάκια, πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Δηλαδή δεν μετανιώνω που το έκανα, αλλά δεν με κέρδισε για να ασχοληθώ με αυτό επ’ ουδενί, καθόλου. Παρόλο που συνέχισα μετά στην Αμερική, ξεκίνησα διδακτορικό στην εθνομουσικολογία, αλλά ευτυχώς δεν το ολοκλήρωσα, το άφησα στη μέση και έπεσα με τα μούτρα στη μουσική.
«Ο κήπος της Ρίλα» πότε βγήκε;
Νομίζω ότι είναι το 2008.
Έχετε σπουδάσει παραδοσιακή μουσική, η μουσική σας όμως είναι ευρύτερη, είναι πιο παμβαλκανική θα έλεγα, όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον σε κάποιους δίσκους σας.
Υπάρχουν πολύ βαθιές συγγένειες μεταξύ της Βουλγαρίας και της Ελλάδας.
Για αυτό θα ήθελα να μιλήσουμε.
Οι συγγένειες φθάνουν μακριά. Δηλαδή είναι πολύ εύκολο να δεις ας πούμε τι κοινό μπορεί να έχει η μουσική της Θράκης με τη μουσική της Βουλγαρίας, ή η μουσική της Μικράς Ασίας με την τούρκικη μουσική. Πολλά κοινά, σχεδόν δεν τολμάμε να πούμε για κοινά, είναι μία ενιαία παράδοση. Όχι ακριβώς, αλλά είναι μία ενιαία παράδοση που περικλείει πάρα πολλά τοπικά ιδιώματα. Αυτή η μουσική συγγένεια φθάνει και πιο πέρα, φθάνει μέχρι τη Μέση Ανατολή, μέχρι την Κεντρική Ασία. Υπάρχει μία συνέχεια που έχει να κάνει με την τροπικότητα της μουσικής, με το γεγονός ότι αυτοί οι μουσικοί χρησιμοποιούν μουσικούς τρόπους, μουσικούς δρόμους, τα λεγόμενα μακάμ δηλαδή. Οπότε με αυτό τον τρόπο συνδέεται με μουσικά είδη που μπορεί να είναι του Αζερμπαϊτζάν ας πούμε, του Ιράν.
Τα μακάμια και οι τρόποι ή το πολυφωνικό τραγούδι είναι που σας ελκύει σε μία πέρα από τα όρια παράδοση; Να το πω παμβαλκανικό; Να το πω παράδοση πέρα από τα κλασικά όρια; Πώς να το πω;
Υπάρχουν τα όρια τα γεωγραφικά και υπάρχουν και τα όρια τα πολιτισμικά, δηλαδή υπάρχουν ελληνικά τραγούδια από το μεγάλο μοναστήρι στη Βουλγαρία. Θέλω να πω ότι αυτό που με ελκύει είναι τα διάφορα τοπικά είδη και είναι πολλά και μου αρέσουν πολύ. Δηλαδή μου αρέσει το δημοτικό σάζι, το δημοτικό τούρκικο, μου αρέσει πολύ και το βουλγάρικο από τη δική τους Θράκη, μου αρέσει το βουλγάρικο από τη Στράντα, και εκεί έχουμε πάρα πολλές υποδιαιρέσεις. Μου αρέσουν πάρα πολύ όλα αυτά και επειδή όχι απλώς μου αρέσουν αλλά θέλω να τα ακούω και πάρα πολύ, αναπόφευκτα τρυπώνουν μέσα στη μουσική μου.
«Ο κήπος της Ρίλα» σας είχε κάνει και εξώφυλλο στο fRoots, το οποίο ήταν η βίβλος του ethnic. Εκεί πώς σας έβλεπαν; Πώς έβλεπαν τη μουσική σας;
Είχαν κάνει μία πάρα πολύ καλή κριτική του δίσκου χωρίς να με ξέρουν καθόλου. Είχα στείλει ένα δίσκο στα κεντρικά τους γραφεία.
Στον Ian Anderson υποθέτω, το διευθυντή.
Ναι. Σχετίζεστε;
Είχα δουλέψει οκτώ-εννέα χρόνια στο Folk Roots, που αργότερα έγινε fRoots Όταν σας είχα δει στο εξώφυλλο είπα, μπράβο της.
Ήταν τυχαίο, δεν υπήρχε κανένας κοινός γνωστός. Δηλαδή έστειλα το CD…Έκαναν πρώτα μία πολύ καλή κριτική και μετά μου ζήτησαν να κάνουμε ένα εξώφυλλο, έτσι έγινε.
Αυτοί πώς έβλεπαν τότε τη μουσική σας;
Τους άρεσε πολύ, τους εντυπωσίασε.
Πώς σας έβλεπαν εκείνη την περίοδο; Πώς έβλεπαν τον ήχο σας;
Μίλαγαν για κάτι πολύ εμπνευσμένο και με ωραίες ενορχηστρώσεις. Το θέμα είναι ότι πρέπει να αξιολογήσεις την κριτική ανάλογα με αυτόν που την κάνει και τα ακούσματά του. Δηλαδή μία καλή κριτική ενός Άγγλου είναι διαφορετική από μία καλή κριτική ενός Βούλγαρου, γιατί στον κήπο της Ρίλα υπάρχουν πολλές αναφορές στη βουλγάρικη μουσική.
Ήθελα να πω για τα στοιχεία της μουσικής που έβλεπαν.
Νομίζω οι ενορχηστρώσεις ήταν που τους ενθουσίασαν.
Αυτό σας έδωσε τη δυνατότητα να παίξετε μετά σε διάφορα ethnic φεστιβάλ, conference, WOMEX κ.λπ.;
Παίξαμε στο WOMEX, δεν ένιωσα ότι έχει εκτοξευτεί ο αριθμός των συναυλιών που κάνουμε στο εξωτερικό εξαιτίας του εξώφυλλου. Κάναμε κάποιες συναυλίες και συνεχίζουμε να κάνουμε –με την τεράστια παρένθεση της πανδημίας και χωρίς να ξέρουμε τι μας προβλέπει το μέλλον– αλλά υπάρχει ένας σταθερός χαμηλός ρυθμός από συναυλίες στο εξωτερικό.
Εσείς την παράδοση πώς τη βλέπετε; Τι σημαίνει παράδοση για εσάς εν έτει 2021;
Είναι μία βρυσούλα που δεν σταματά ποτέ να στάζει νερό. Αυτό είναι η παράδοση, είναι μία κοιλίτσα που κυοφορεί αέναα, που έχει πάντα να δώσει.
Το κουαρτέτο «Γιασεμί» πώς άρχισε να δημιουργείται;
Από το 2011 ή από 2012 έχω ξεκινήσει και κάνω κάποια εργαστήρια πολυφωνικού τραγουδιού. Για αυτά τα εργαστήρια έγραφα πολυφωνικά τραγούδια, διασκευές, κάναμε και κάποια παραδοσιακά αλλά από ένα σημείο και μετά έκανα εγώ δικές μου διασκευές και ήθελα πάρα πολύ να έχουμε ένα σχήμα που να τα τραγουδάμε αυτά σε μόνιμη βάση. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το «Γιασεμί» και έκτοτε έχω φτιάξει κομμάτια ειδικά για το «Γιασεμί» και συνεχίζω να κάνω πράγματα. Τώρα θα εμφανιστούμε στο θέατρο της αρχαίας Μεσσήνης στις 7 και 8 Αυγούστου.
Έχετε μία τάση για το πολυφωνικό, τι είναι αυτό που σας τραβάει στο πολυφωνικό;
Είναι αισθητικό. Δηλαδή σαν ακροατής είχα μαγευτεί πάρα πολύ από τις βουλγάρικες φωνές, από τη βουλγάρικη πολυφωνία. Είναι κάτι που συμβαίνει στο σώμα, είναι καθαρά αισθητηριακό, δηλαδή το ακούς και ευφραίνεσαι. Μπορείς να το εξηγήσεις και ιδεολογικά, μπορείς να το εξηγήσεις και νευρολογικά, όταν το κάνεις, όταν είσαι μέρος της πολυφωνίας, σαφέστατα το νευρικό σύστημα ευεργετείται εξαιρετικά με το να τραγουδάς με άλλους, όχι μόνο πολυφωνικά και μονοφωνικά. Οπότε υπάρχουν και αυτές οι εξηγήσεις, αλλά νομίζω η πρώτη ώθηση είναι καθαρά αισθητική, μου αρέσει η αισθητική του.
Το «Μartha Mavroidi Trio» πώς δημιουργήθηκε; Εκεί είσαστε πιο τζαζ.
Θέλαμε να κάνουμε κάτι που να ξεφεύγει λίγο. Τώρα έχουμε φτιάξει ένα καινούριο τρίο με τον Γιάννη Παπαδόπουλο στο πιάνο και το Γιώργο Βεντουρή στο κοντραμπάσο και ετοιμάζουμε καινούρια δουλειά.
Σε αυτό το στυλ τζαζ-φολκ θα λέγαμε, που είχατε στο «Πορτάκι»;
Εγώ δεν κάνω τζαζ, ο Γιάννης Παπαδόπουλος κάνει, ένας εξαιρετικός μουσικός, οπότε βρισκόμαστε, στρώνουμε το τραπέζι και φέρνει ο καθένας ό,τι θέλει. Potluck το λένε στην Αμερική, όταν προσφέρει κάποιος ένα γεύμα και φέρνει ο καθένας το δικό του φαγητό και τα μοιράζονται. Δεν έχουμε και όνομα σχήματος, να μία καλή ιδέα. Ευχαριστώ, κύριε Πισσαλίδη.
Παρακαλώ. Με τον Στάθη Κουκουλάρη πώς ήρθε η συνεργασία σας;
Είχε έρθει κάποτε ένας Μαροκινός εθνομουσικολόγος και ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για τον αυτοσχεδιασμό στην Ανατολική Μεσόγειο. Πήγαινε σε διάφορες πόλεις, πέρασε και από εδώ, με πήρε τηλέφωνο και μου λέει, θέλω να σου πάρω μία συνέντευξη και του λέω εντάξει. Ήταν να βρεθούμε το Σάββατο, αλλά κάτι προέκυψε και κανονίσαμε τελικά για την Δευτέρα. Κατά τύχη εκείνη την ημέρα είχε δώσει ραντεβού και με το Στάθη Κουκουλάρη, ο οποίος ήρθε ακριβώς μετά από εμένα, εκεί γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε και κανονίσαμε να παίξουμε μαζί. Σήμερα μίλαγα μαζί του, να είναι καλά και αυτός και η γυναίκα του η Μαρία, είναι από τους πιο αγαπημένους μου μουσικούς, είναι ένας κήπος, ένας μπαξές από μελωδίες και από γενναιοδωρία και έχουμε κάνει δύο δίσκους μαζί, το «Αγιωργίτικο» και το «Μαγιάτικο» και νιώθω πολύ τυχερή.
Αυτοί οι δίσκοι σας είναι πιο παραδοσιακοί, εάν το μη παραδοσιακό είναι το παμβαλκανικό που έχετε στη Ρίλα;
Ναι, ο Κουκουλάρης είναι το εντελώς αυθεντικό, το όσο πιο αυθεντικό γίνεται. Που δεν είναι κιόλας, γιατί έχει παίξει τόσα πολλά είδη μουσικής, αλλά θέλω να πω ότι προέρχεται από ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο είδος.
Ναι, το νησιώτικο. Τώρα, με το lockdown τι έγινε; Υπήρχε κάτι που να σας βγάζει από το lockdown; Να ετοιμάσετε δίσκους, να κάνατε κάτι; Είχατε προβλήματα;
Είχαμε ξεκινήσει ένα έργο στη Λυρική. Μου έγινε μία παραγγελία στη Λυρική και έγραψα ένα έργο και παρόλο που δεν το παρουσιάσαμε ζωντανά κάναμε τις πρόβες τηρώντας τα μέτρα κ.λπ. και κάναμε μία βιντεοσκόπηση. Οπότε μέσα στην καραντίνα για δύο-τρεις μήνες κάναμε και αυτό, βγαίναμε από το σπίτι για αυτό το λόγο και βρισκόμασταν με φίλους μουσικούς και παίζαμε μουσική, οπότε ήταν μεγάλη ευλογία αυτό. Τώρα θα κάνουμε και μία περιοδεία στην Πάρο και στη Νάξο στις 27 και 29 Ιουλίου.
Πότε είναι αυτό;
Στις 27 Ιουλίου στη Νάξο και στις 29 Ιουλίου στην Πάρο. Το έργο λέγεται «Το τραγούδι της κυρά-Δομνίτσας», είναι σε κείμενο της Μάγδας Βασιλειάδου και είναι βασισμένο στην ηρωίδα της επανάστασης τη Δόμνα Βισβίζη, μία καπετάνισσα από τη Θράκη.
Με τη «Ροδιά» πώς προέκυψε;
Αγαπώ πάρα πολύ την παραδοσιακή μουσική και ήθελα να έχω μαζί της μία σχέση καθημερινή και λέω, τι άλλο να κάνω, ας διδάξω. Έχει δημιουργηθεί μία πολύ γλυκιά ομάδα από ανθρώπους που αγαπώ πάρα πολύ και βρισκόμαστε κάθε Δευτέρα εδώ και εννέα χρόνια –του χρόνου θα είναι δέκα χρόνια– και τραγουδάμε και είναι ψυχοθεραπεία.
Είχατε κάνει και μία εκδήλωση με δημοτικά τραγούδια για το ‘21;
Ναι, κάναμε τότε μία εκδήλωση στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων με αφιέρωμα στο ‘21.
Μιλήστε μας για αυτό
Φέτος είχαν αφιέρωμα στη «Ροδιά». Παρόλο που δεν βρισκόμασταν από κοντά και κάναμε διαδικτυακά, αλλά είχαμε αφιέρωμα στο ‘21. Όχι μονάχα από πλευράς ρεπερτορίου, αλλά κάναμε και εμείς μία σειρά από διαλέξεις ιντερνετικές. αλλα΄την μια την κάναμε από κοντά, ήταν η Μαρία Ευθυμίου, η οποία μας έδωσε ένα πανόραμα για το ‘21 και μετά είχαμε καλεσμένους και μας μίλησαν για πολύ ενδιαφέροντα θέματα. Είχαμε έναν ιστορικό τέχνης, ήρθε ο Θεοδόσης Τάσιος και μας μίλησε για την πνευματική προετοιμασία της Επανάστασης. Ο αδερφός μου, ο Ζαχαρίας Μαυροειδής, μας μίλησε για το πώς απεικονίστηκε στον κινηματογράφο η Επανάσταση.
Αυτό θα το επαναλάβετε;
Τώρα τελειώνει το ’21, οπότε…
Μάλιστα. Η ελληνική παραδοσιακή μουσική προς τα πού νομίζετε ότι πηγαίνει σήμερα;
Ποιος ξέρει; Το σίγουρο είναι ότι είναι ολοφάνερο ότι πάρα πολύς κόσμος ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για την παραδοσιακή μουσική. Αυτό για εμένα είναι πολύ ξεκάθαρο, το βλέπω σε πολύ άσχετες φάσεις. Θέλω να πω ότι το βλέπω σε νέα παιδιά που στο δρόμο παίζουν παραδοσιακά. Βλέπεις ηθοποιούς που πηγαίνουν σε ακροάσεις και δεν θα τραγουδήσουν Χατζιδάκι πλέον, θα πουν ένα τραγούδι από το Βώλακα της Δράμας. Είναι εντυπωσιακό αυτό, υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Τι είναι αυτό που θα έκανε κάποιον ηθοποιό να μην τραγουδά Χατζιδάκι και να διαλέξει κάτι παραδοσιακό;
Αισθητική επιλογή είναι, το άκουσε και του άρεσε. Το θέμα είναι ότι μπόρεσε να το ακούσει, γιατί η παραδοσιακή μουσική δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει.
Εμείς σταματήσαμε να την ακούμε κάποια στιγμή.
Στα αστικά κέντρα είναι αδιάφορο αυτό το πράγμα, μόνο οι τοπικές κοινότητες ενδιαφέρονται. Αλλά πλέον είναι προσβάσιμο και όλο και περισσότερος κόσμος ενδιαφέρεται, οπότε από στόμα σε στόμα, όπως μεταφέρεται προφορικά η παράδοση, έτσι μεταφέρεται και τώρα.
Πιστεύετε ότι τα μουσικά σχολεία έπαιξαν έναν τέτοιο ρόλο, να ανοίξουν τα αυτιά;
Ναι εννοείται, φυσικά.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο; Ετοιμάζετε κάτι;
Να πω ότι έχουμε το Φεστιβάλ της Τήνου.
Για αυτό ήθελα να μιλήσουμε. Είχατε φέρει κάποτε και την Eliza Carthy, την πριγκήπισσα της Εγγλέζικης φολκ. .
Το επόμενο Σαββατοκύριακο, στις 2, 3 και 4 Ιουλίου στην Τήνο έχουμε αφιέρωμα στα πνευστά φέτος. Στις 2 και 3 Ιουλίου θα γίνει στο δημοτικό σχολείο στη χώρα της Τήνου και στις 4 Ιουλίου ξεκινάμε φέτος μία συνεργασία με το Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο, οπότε είμαστε πολύ χαρούμενοι για αυτό. Το Μουσείο Μαρμαροτεχνίας ανήκει στο Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, οπότε έχουμε πολύ ενθουσιασμό για αυτό και έχουμε χάλκινα, έχουμε κλαρίνα, έχουμε θιαμπόλια. Θα έρθει ο Nedyalko Nedyalkov, που παίζει καβάλ, το παραδοσιακό όργανο της Βουλγαρίας, εξαιρετικός μουσικός. Θα έχουμε φυσικά και τσαμπούνες από την Τήνο, τη Σύρο και την Άνδρο.
Ευχαριστούμε τον φίλο Παναγιώτη Ανδριόπουλο για την βοήθεια του.