Με αφορμή την 86η επέτειο γενεθλίων του Αντρέι Ταρκόφσκι στις 4 Απριλίου, παρουσιάζουμε ένα άρθρο για την «φιλοσοφία» του μεγάλου Ορθόδοξου σκηνοθέτη όσο αφορά την μουσική που ακουγόταν στις ταινίες του. Ένα θέμα που ταιριάζει και στην Μεγάλη Εβδομάδα που δυανύουμε.
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
3 Ιανουαρίου 1974. Στο Μαρτυρολόγιο του Ταρκόφσκι συναντάμε ένα ερωτηματολόγιο.
«Ποιο μουσικό έργο αγαπάτε;»
Τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ, είναι η απάντηση.
Στις 29 Δεκεμβρίου του 1986, ο Ταρκόφσκι άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, ακούγοντας από ένα ταπεινό πικάπ τα «Κατά Ματθαίον» Πάθη του Ιωάννη Σεβαστιανού.
Θα μπορούσα να σας μιλήσω απόψε μόνο για την σχέση του Ταρκόφσκι με τον μεγάλο κάντορα της Λειψίας, αλλά επέλεξα να αναφερθώ γενικότερα στην Μουσική Ποιητική του. Σας χρωστώ το θέμα «Ο Μπαχ του Ταρκόφσκι».
Ο μεγάλος ρώσος σκηνοθέτης είχε σπουδάσει μουσική από μικρός. Έτσι, η μουσική δεν ήταν δυνατόν να μην έχει ιδιαίτερη θέση στο κινηματογραφικό έργο του.
Ας πάρουμε τις ταινίες του από την αρχή.
- ”Ο οδοστρωτήρας και το βιολί” – Μυθοπλασία, ΕΣΣΔ, 1960: Η διπλωματική εργασία του Ταρκόφσκι κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο VGIK, σε συνεργασία με το τμήμα παιδικών ταινιών της Mosfilm.
Μετά τη γνωριμία του με έναν εργάτη, ένας μαθητής που παρακολουθεί μαθήματα βιολιού σκέφτεται να ακολουθήσει το επάγγελμα του οδηγού οδοστρωτήρα. Μουσική: Βιατσεσλάβ Οβτσινίκοφ.
- «Τα Παιδικά χρόνια του Ιβάν» Μυθοπλασία, ΕΣΣΔ, 1962 – Μουσική: Βιατσεσλάβ Οβτσινίκοφ.
- «Ἀντρέϊ Ρουμπλιώφ» Μυθοπλασία, ΕΣΣΔ, 1966: Μουσική: Βιατσεσλάβ Οβτσινίκοφ.
- ”Σολάρις” Μυθοπλασία, ΕΣΣΔ, 1971: Μουσική: Έντουαρντ Αρτέμιεφ, ο οποίος επεξεργάζεται και θέματα του Μπαχ.
- ”Καθρέφτης” Μυθοπλασία, ΕΣΣΔ, 1974: Μουσική: Μπάχ, Περγκολέζι, Πέρσελ, Αρτέμιεφ.
- ”Στάλκερ” Μυθοπλασία, ΕΣΣΔ, 1979. Μουσική: Αρτέμιεφ, Μπετόβεν και Ραβέλ.
- ”Νοσταλγία” Μυθοπλασία, ΕΣΣΔ – Ιταλία, 1983. Μουσική: Μπετόβεν, Βέρντι, Βάγκνερ και Ντεμπισύ.
Ένας Ρώσος ποιητής βρίσκεται στην Ιταλία για μια έρευνα σχετικά μ’ έναν Ρώσο συνθέτη του 18ου αιώνα που έζησε εκεί και επέστρεψε στη Ρωσία για να πεθάνει. Μαζί με μια Ιταλίδα διερμηνέα φεύγουν από τη Ρώμη για να επισκεφτούν μια τοιχογραφία του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα.
– ”Θυσία” Μυθοπλασία, Σουηδία – Γαλλία, 1986: Μουσική: Μπάχ και Βαταζουμίντο Σούσο (Watazumido Shuso).
Ο Ταρκόφσκι ενώ είναι φοιτητής στο VGIK γνωρίζεται με τον Βιατσεσλάφ Οβτσινίκωφ. Κοινή συνισταμένη τους το πάθος για την κλασική μουσική.
Ο Βιατσεσλάβ Αλεξάντροβιτς Οβτσινίκοφ (Vyacheslav Ovchinnikov), γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1936, στο Βόρονετζ. Συμπληρώνει φέτος τα 80 χρόνια του. Διάσημος ρώσος συνθέτης και μαέστρος, έχει τον τίτλο του Καλλιτέχνη του Λαού της Ρωσίας, μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, τακτικό μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης και μέλος πολλών Ακαδημιών, με αρκετές διεθνείς διακρίσεις.
Είναι ο συνθέτης που γράφει μουσική για τρεις ταινίες του Ταρκόφσκι: «Ο οδοστρωτήρας και το Βιολί»’, «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» και «Αντρέι Ρουμπλιώφ», ενώ γράφει παράλληλα και μουσικές για ταινίες του Αντρέι Κονταλόφσκι και πολλών άλλων ρώσων σκηνοθετών. Μετά τον A. Χατσατουριάν και τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, θεωρείται ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της γενιάς του. Ο Σοστακόβιτς σε μία από τις επιστολές του προς τον Βλ. Οβτσινίκωφ , προλέγει γι’ αυτόν λαμπρό μέλλον.
Ο Eντουαρντ Νικολάεβιτς Αρτέμιεβ γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1937 (φέτος 79 ετών) στο Νοβοσιμπίρσκ και σπούδασε στο Ωδείο της Μόσχας. Είναι ένας Ρώσος συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής και μουσικής για τον κινηματογράφο . Έξω από τη Ρωσία έγινε κυρίως γνωστός τη δεκαετία του 1970 για τις μουσικές του για τις ταινίες «Σολάρις», «Στάλκερ» και «Καθρέφτης» του Ταρκόφσκι, και άλλων ρώσων σκηνοθετών, όπως του Αντρέι Κονταλόφσκι και Νικίτα Μιχάλκωφ.
Είναι ένας από πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής στη Ρωσία. Δικά του μουσικά θέματα χρησιμοποιήθηκαν στις τελετές έναρξης και λήξης στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2014, στο Σότσι της Ρωσίας.
Όταν συναντάται με τον Ταρκόφσκι είναι πια ένας ώριμος συνθέτης και έμπειρος χειριστής συνθετητών. Ο σκηνοθέτης ενθουσιάζεται με τον επικείμενο συνδυασμό ηλεκτρονικής και κλασικής μουσικής. Ψάχνει για μια νέα μουσική διαφορετική, όχι δύσκολη ούτε εξεζητημένη που να στέκει επάξια και να περιβάλλει τα μέλλοντα παρα-ποιητικά του πονήματα. Ο Αρτέμιεφ αναδεικνύει όλη του τη μαεστρία στην ηλεκτρονική μουσική και προσφέρει απλόχερα ένα επιβλητικό μουσικό σκηνικό στο τρίπτυχο “Σολάρις”, “Καθρέφτης” και “Στάλκερ”. Οι μουσικές του αρμενίζουν μέσα στις αυχμηρές και κάποτε «παγερές» εικόνες του Ταρκόφσκι, επιτυγχάνοντας μιαν απίθανη αισθητική ταύτιση με τα «βρώμικα όνειρά» τους κατά το Σαββοπουλικόν: «Σ΄ αυτό τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί.»
Τέλος, στην «Θυσία», κορυφαία ταινία και κύκνειο άσμα του Ταρκόφσκι, μαζί με τον Μπαχ συνυπάρχει αρμονικά ο Βαταζουμίντο Σούσο, δεξιοτέχνης στο ιαπωνικό μπαμπού φλάουτο. Επιλέγει μαζί με τον Μπαχ κι έναν εκπρόσωπο της ιαπωνικής βουδιστικής παράδοσης.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Ταρκόφσκι συνεργάστηκε με δύο συγχρόνους του συνθέτες αλλά και με έναν ιάπωνα. Με τη μερίδα του λέοντος να κατέχουν στο έργο του οι συνθέτες του Δυτικού πολιτισμού – απουσιάζουν οι μεγάλοι ρώσοι συνθέτες του 20ου αιώνα, όπως π.χ. ο Προκόφιεφ ή ο Σοστακόβιτς – αλλά και οι ήχοι της φύσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Παρ’ όλα αυτά για τον Ταρκόφσκι η ύπαρξη κινηματογραφικής μουσικής σε μια ταινία δεν είναι αυτοσκοπός. Οφείλει σε κάθε περίπτωση να υπηρετεί την ταινία και όχι να προβάλλεται σε βάρος της κινηματογραφικής εικόνας. Επιτυχημένη μουσική επένδυση μιας ταινίας θεωρείται αυτή που δεν την ακούς συνειδητά, αλλά που αισθητικά περνά στο υποσυνείδητο, τονίζει τη δράση, κορυφώνει τις στιγμές έντασης και κυρίως, βοηθά να περάσουν στο θεατή τα βαθύτερα μηνύματα, που είναι δύσκολο να μεταφέρει μόνο η εικόνα. Το ιδανικό είναι το σωστό «πάντρεμα» μουσικής και εικόνας, ώστε η μια να υπηρετεί την άλλη.
Καθοριστικός, ωστόσο σε μια ταινία είναι και ο ρόλος της σιωπής με την τρομακτικά υποβλητική ατμόσφαιρα που μπορεί να δημιουργήσει σε συγκεκριμένες σκηνές.
Ο Ταρκόφσκυ προσπαθεί να πλαισιώνει τις ταινίες του με φυσικό γήινο ήχο της υλικής πραγματικότητας, ιδίως στην περίοδο της δεκαετίας ΄70-΄80.
Στη «Νοσταλγία» δεν υπάρχει αυθεντική μουσική επένδυση (μουσική δηλαδή που να έχει γραφτεί αποκλειστικά για την ταινία), μιας και η χρήση μουσικής στο συγκεκριμένο έργο είναι σπάνια και μόνο σε καίριες σκηνές. Σε αυτά τα κομβικά σημεία για την πλοκή της ταινίας επιλέγονται πολύ γνωστές κλασικές συνθέσεις (για παράδειγμα θέμα από την «Ενάτη Συμφωνία» του Μπετόβεν τη στιγμή που ο Ντομένικο αυτοπυρπολείται). Η μουσική στη «Νοσταλγία», εντείνει τη δραματικότητα των σκηνών.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του αναφέρει πως επέλεξε να κινηθεί προς την κατεύθυνση της σιωπής γιατί τον ενδιέφερε να δοθεί έμφαση στους ήχους που παράγονται από τους ανθρώπους και τα στοιχεία που συμμετέχουν στην ίδια την ταινία (π.χ βηματισμός ανθρώπων, πέταγμα πουλιών, ήχος του νερού που κυλάει ή της βροχής κλπ). Επίσης, με αυτό τον τρόπο καλεί τον θεατή να ανακαλύψει μόνος του την κρυμμένη μουσικότητα των σκηνών.
Η αγάπη του σκηνοθέτη για τους φυσικούς, γήινους ήχους δεν απορρίπτει σε καμία περίπτωση την αγάπη του για την κλασική μουσική και το θαυμασμό του για την ηλεκτρονική. Η τελευταία μάλιστα έδωσε νέα πνοή και χαρακτήρα σε αρκετές ταινίες του. Πίστευε ωστόσο, πως «πρέπει να αποκαθαρθεί από την χημική της καταγωγή, έτσι που, ακούγοντάς τη, να συλλαμβάνουμε τις πρωταρχικές νότες του κόσμου.»
Εκτός από τον ήχο του νερού, της βροχής και μιας ακονιστικής πέτρας, το φιλμ συνοδεύεται από την μουσική του Ντεμπισσύ, του Βάγκνερ, του Μπετόβεν, του Βέρντι καθώς επίσης και από ρωσικά λαϊκά τραγούδια. Η ένατη συμφωνία του Μπετόβεν συνοδεύει, όπως είπαμε, την πιο δραματική σκηνή της ταινίας.
Ο ίδιος ο Ταρκόφσκι μας εξηγεί στο περίφημο βιβλίο του «Σμιλεύοντας το χρόνο», στο κεφάλαιο «Μουσική και ήχοι», ολόκληρη την μουσική «φιλοσοφία» του.
Σε μιαν ημερολογιακή εγγραφή όπου αραδιάζονται τα φοβερά του χρέη, σημειώνει επίσης ότι επισκέφτηκε τον πατέρα του κι αυτός του δώρισε πολλούς ωραίους δίσκους. «Μπαχ, Μπραμς, Μοντεβέρντι, Σούμπερτ, Παλεστρίνα και μερικούς άλλους. Πραγματικό πανηγύρι της ψυχής», γράφει ο Ταρκόφσκι. Ο φίλος του και σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» για το έργο του Αντρέι, ο Έμπο Ντέμαντ λέει πόσο παθιαζόταν με τη μουσική ο δημιουργός του «Σολάρις» και της «Θυσίας», λέει ότι τις τελευταίες του εβδομάδες ζητούσε μονάχα μουσική, ζητούσε μονάχα «Μπαχ! Μπαχ! Μπαχ!» Και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ένα από τα σημαντικότερα και συγκινητικότερα μουσικά έργα της εποχής μας είναι η σύνθεση του Φρανσουά Κουτιριέ «Nostalghia – Song for Tarkovsky»!
Με τη «Θυσία» ο Ταρκόφσκι δημιουργεί ένα αθάνατο έργο και ταυτόχρονα περνάει του θανάτου τη μεριά. Μας δωρίζει μια αιώνια παρακαταθήκη, ένα είδος πνευματικής διαθήκης, και συνάμα μια «μυχιοθήκη», όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος. Μας δωρίζει τη «Θυσία», ένα έργο όπου η αγωνία για το νόημα της ζωής, η μουσική και ο χορός των εικόνων συνδυάζονται μαγικά.
Στο «Σμιλεύοντας το χρόνο», διαβάζουμε:
«Η τέχνη είναι μέσο γνώσης, και γι αυτό τείνει πάντοτε προς τη ρεαλιστική αναπαράσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια νατουραλισμό ή ηθογραφία. (Το χορικό πρελούδιο σε σι ελάσσονα τού Μπαχ είναι ρεαλιστικό, επειδή εκφράζει ένα όραμα αλήθειας).
Έχω ανάγκη να νιώθω ότι σ’ αυτό τον κόσμο διαδέχομαι κάτι, κάποιον, ότι δεν βρίσκομαι τυχαία εδώ. Μες στον καθένα μας πρέπει να υπάρχει κάποια κλίμακα αξιών. Στον Καθρέφτη ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να νιώσουν ότι ο Μπαχ, ο Περγκολέζι, το γράμμα τού Πούσκιν, το δύσκολο πέρασμα των στρατιωτών από τη λίμνη Σίβας και τα προσωπικά, οικεία γεγονότα, έχουν κατά κάποιον τρόπο ίση σημασία σαν ανθρώπινη εμπειρία. Για την πνευματική εμπειρία ενός ανθρώπου αυτό που συνέβη χτες μπορεί να σημαίνει το ίδιο με εκείνο που συνέβη στην ανθρωπότητα εκατό χρόνια πριν.»
Η μουσική του Μπαχ λειτουργεί στις ταινίες του Ταρκόφσκι, ως ενσάρκωση της υψηλής τέχνης, και ως ένα ακουστικό ανάλογο της σύλληψης του Ταρκόφσκι για την κινηματογραφική εικόνα.
Η τέχνη είναι ρεαλιστική όταν προσπαθεί να εκφράσει ένα ηθικό ιδανικό. Ο ρεαλισμός είναι μια προσπάθεια για την αλήθεια, και η αλήθεια είναι πάντα όμορφη. Εδώ η αισθητική συμπίπτει με την ηθική.
Με τον Ταρκόφσκι αισθάνθηκα καλύτερα το λόγο του Οδυσσέα Ελύτη:
«Ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός
και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο».
Γι’ αυτό ακούστε την άρια της άλτο από τα Κατά Ματθαίον Πάθη «Erbarme dich mein Gott», που χρησιμοποιεί ο Ταρκόφσκι στον Καθρέφτη. Ίσως είναι ο ορισμός της Μουσικής Ποιητικής του μεγάλου Αντρέϊ.
Η διάλεξη “Η μουσική ποιητική του Αντρέι Ταρκόφσκι” δόθηκε το 2016 επέτειω των 30 χρόνων από τον θάνατο του Αντρέι Ταρκόφσκι στο Πολυχώρο Αίτιον. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Στέπα”.