Ένα μονόπρακτο εμπνευσμένο από το κινηματογραφικό έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι ανεβαίνει στις 29 (ημέρα κοιμήσεως του) και 30 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Εμπρός, Ρ. Παλαμήδα 2, στου Ψυρρή. Πρόκειται για το «Ένα απόγευμα με το Αντρέι» της Ευφροσύνης Γιαννάκενα σε σκηνοθεσία και φωτισμούς της ίδιας και τους Γιάννη Πετρόπουλο και Μαριάννα Βασιλάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Βλέποντας την γενική πρόβα πήραμε μια συνέντευξη από την νεαρή συγγραφέα και σκηνοθέτη.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη
Ευφροσύνη, πως σου καλλιεργήθηκε το ενδιαφέρον για τον Ταρκόφσκι, αρχικά ως σκηνοθέτης;
Τον Αντρέι Ταρκόφσκι, μου τον συνέστησε ο αδελφός μου πριν από μερικά χρόνια, δίνοντάς μου την ταινία «Αντρέι Ρουμπλιώφ». Αυτή η πρώτη επαφή με το κινηματογραφικό του έργο ήταν αρκετή για να αγαπήσω τη δουλειά του. Κάθε πλάνο ανέβλυζε μια ανεπιτήδευτη ποιητικότητα. Ρεαλισμό και πιστή απεικόνιση της εποχής μέσα από το άχρονο, ενώ κάθε φράση άνοιγε μια καινούργια πόρτα σε θέματα προβληματισμού. Και όσο περισσότερο εμβάθυνα στο έργο του, μέσα από τις ταινίες του, ή βιβλία σχετικά με αυτό, τόσο πιο πολύ με γοήτευε.
Τι σημαίνει για σενα ο Ταρκόφσκι ως σκηνοθέτης;
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είπε για τον Ταρκόφσκι ότι «είναι ο σπουδαιότερος όλων». Ο Λανς Φον Τρίερς ότι για εκείνον είναι «θεός». Ο Ν. Τζάμες πως «άλλαξε ό,τι το σινεμά σαν μορφή τέχνης μπορούσε να επιτύχει». Αν μπορούσα να προσθέσω κάτι, για εμένα, ως Ευφροσύνη, ο Ταρκόφσκι ήταν εκείνος που τράβηξε την αυλαία για να ξεκινήσει η παράσταση, αποκαλύπτοντας κάτι νέο και μαγικό, αλλά ταυτόχρονα τόσο οικείο κι αληθινό. Μια άλλη ματιά στον κόσμο.
Ποια είναι τα θέματα του έργου του που σε ενδιάφεραν ως συγγραφέα;
Οι θεματικές του είναι απεριόριστες, πιστεύω. Περιλαμβάνουν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης καθημερινότητας και τόσους προβληματισμούς ως προς την ύπαρξη, τη ζωή, τα ιδανικά, το Θείο, τον άνθρωπο ως δρών ων… θα ήταν σφάλμα να υποδείξω ένα συγκεκριμένο θέμα που μου κέντρισε το ενδιαφέρον συγγραφικά και μη. Έχω γράψει αρκετά έργα, κείμενα, μεμονωμένες σκηνές…όλα έχουν κάτι από εκείνον. Και κάθε φορά που βλέπω ένα έργο του, είτε είναι η πρώτη, είτε η τριακοστή φορά (και με το νούμερο δεν υπερβάλω), πάντα προσλαμβάνω κάτι διαφορετικό, ανάλογα με την διάθεση, τους προβληματισμούς, ή και τα βιώματά μου κατά καιρούς. Και κάθε νέο στοιχείο μπαίνει στο «αρχείο», οπότε, συνειδητά ή μη, εν καιρώ αξιοποιείται. Ειλικρινά, είναι αδύνατον να δώσω μια τυποποιημένη απάντηση σε αυτή την ερώτηση.
Τι σημαίνει για σένα το quoting από τις ταινίες του Ταρκόφσκυ;
Το quoting πάντα ήταν ένας δικός μου τρόπος έκφρασης. Καθημερινά με την μητέρα μου ανταλλάσσουμε μέχρι και σήμερα ατάκες από ταινίες. Συνεπώς είναι κάτι που μου βγαίνει φυσικά στη ροή του λόγου. Ήταν αναπόφευκτο, λοιπόν, τα υπέροχα λόγια του συναντάμε στις ταινίες του Ταρκόφσκι να μείνουν εκτός «ρεπερτορίου». Είναι τα χρώματα στην λεκτική μου παλέτα. Και προσέχω ώστε να τα χρησιμοποιώ με σύνεση για μια νέα σύνθεση.
Το έργο ξεκινά και τελειώνει με δυο ποιήματα του πατέρα του Tαρκόφσκι, Αρσένι. Ποιος είναι ο λόγος που οριοθετείς το έργο σου με ποιήματα του;
Πέρα από την προσωπική μου προτίμηση στο κυκλικό σχήμα αφήγησης, τα συγκεκριμένα ποιήματα έχουν τη σημασία τους. Το πρώτο μιλά για μια εποχή που έφυγε και τον απολογισμό της επί της ουσίας. Το δεύτερο όπως φανερώνει κι ο τίτλος του, «πρώτα ραντεβού», μια για κάτι νέο που ξεκινά με ορμή κι ελπίδα, όντας συγχρόνως μια ωδή σε μια γυναίκα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη του έργου και των χαρακτήρων, λοιπόν, μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο αυτά τα ποιήματα ταιριάζουν στα συγκεκριμένα σημεία. Μια αρχή από εκεί που όλα έχουν τελειώσει και βρίσκονται στην ανάπαυλά τους, όπως στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», κι ένα τέλος που βλέπει με ελπίδα το μέλλον
Εμένα βέβαια μου θυμίζουν τον αυτοβιογραφικό “Καθρέπτη”, όπου ο Ταρκόφσκι μιλά για σημαντικά γεγονότα του 20ου αιώνα. Έχει να κάνει και με την πτώση του κομμουνισμού, όπως αναφέρεται και στο έργο, ένα θέμα που ο Ταρκόφσκυ δεν πρόλαβε;
Έχει να κάνει με πολλά. Η πτώση του κομμουνισμού είναι ένας βασικός άξονας που λειτουργεί ως συνθήκη. Στα έργα μου, αρέσκομαι να χτίζω χαρακτήρες τους οποίους μετά βάζω σε μια συνθήκη για να δω πως θα αντιδράσουν. Πόσο και με ποιο τρόπο θα τους επηρεάσει σαν μονάδες αλλά και την μεταξύ τους σχέση-αλληλεπίδραση. Στην προκειμένη περίπτωση, οι χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν τις ίδιες τις χώρες. Έχοντας πολύ καλές φίλες Λιθουανές, έμαθα πολλά πράγματα για τη νοοτροπία του λαού τους. Και δε θα ξεχάσω κάτι που μου είχε πει μια από αυτές. «Όσα χρόνια και να περάσουν, δεν μπορούμε να αποτάξουμε την Ε.Σ.Σ.Δ. από πάνω μας. Η ελευθερία μας πανικοβάλει. Έχουμε πάντα την ανάγκη από κάποιον να μας πει τι θα κάνουμε».
Αυτή η κουβέντα ήταν, ίσως και το έναυσμα για το χτίσιμο αυτής της ιστορίας, καθώς και του χαρακτήρα της Μόρτα. Αντίστοιχα, από συζητήσεις με Ρώσους φαίνεται ότι κι εκείνοι έχουν συνηθίσει σαν λαός να έχουν έναν ισχυρό καθοδηγητή των μαζών. Είτε αυτός λέγεται Τσάρος, είτε Γενικός Γραμματέας, είτε Πρωθυπουργός. Σε αυτή την κομβική στιγμή, λοιπόν, που μια νέα εποχή ξεκινά και το παρόν είναι αβέβαιο, πώς θα αντιδρούσαν οι εν λόγω χαρακτήρες; Άλλωστε, ο Ταρκόφσκι μπορεί να μην πρόλαβε αυτή την εποχή, αλλά είχε αποδώσει πολύ παραστατικά τα συναισθήματα που αυτή η μετάβαση δημιούργησε. Κι εκεί είναι που έρχονται οι ατάκες των ταινιών του για να δώσουν τις λέξεις στους χαρακτήρες, ώστε να περιγράψουν το πως βιώνουν αυτή την αλλαγή.
Πιστεύεις ότι οι ήρωες μιλούν με αποσπασματα από ταινίες γιατί δεν μπορούν να εκφράσουν τα αισθήματα τους;
H απαγγελία λόγων που δε μας ανήκουν, δίνει την ασφάλεια της αποστασιοποίησης. Πίσω από τη μάσκα ενός ρόλου, μπορούμε να πούμε τα πάντα χωρίς να κριθούμε, εμείς ή τα κίνητρά μας. Κι αν κάτι αποδειχτεί επικίνδυνο, αποποιούμαστε την όποια σύνδεση με ένα «τάδε έφη». Από την άλλη, κανείς δε θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα όσα αυτοί οι δυο άνθρωποι αισθάνονται, έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει σε αυτό το περιβάλλον, από έναν άνθρωπο που έζησε κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Οι ατάκες που επαναλαμβάνουν οι ήρωές μας, μπορεί να τους δίνουν μια ασφάλεια, αλλά είναι προσεκτικά επιλεγμένες ώστε να εκφράζουν με ακρίβεια αυτά που θέλουν να πουν
Ο Tαρκόφσκι ήταν και αντιφρονούντας και συνδεδεμένος με την παράδοση της χώρας του. Πως το δείχνεις αυτό στο έργο;
Αυτή η πλευρά του Ταρκόφσκι εκφράζεται μέσα από το χαρακτήρα του άνδρα. Τον βλέπουμε να σιχαίνεται τον εαυτό του για τη συμμετοχή του στο καθεστώς, ενώ παράλληλα εκφράζει τον σεβασμό και την αγάπη του προς τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη σε υπερβολικό βαθμό, θα λέγαμε, αφού γνωρίζει τις ταινίες τόσο καλά ώστε να μιλά με ατάκες από αυτές, να ξέρει τις ακριβείς χρονολογίες και ακόμα να αναφέρει λεπτομέρειες από τα γυρίσματα. Κι ο λόγος είναι ότι κι ο ίδιος, όπως κι ο Ταρκόφσκι, αγαπά τη χώρα του και το Θεό, αλλά μισεί το καθεστώς. Απλώς δεν ήταν αρκετά γενναίος για να το εκφράσει. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από τις ταινίες του εν λόγω σκηνοθέτη, βρήκε την αλήθεια. Την ταύτιση. Αισθάνθηκε ότι υπάρχει κάποιος που τον καταλαβαίνει. Που ξέρει πως νοιώθει. Ο Ταρκόφσκι είναι το παιδί που ο πατέρας του εγκατέλειψε στον «Καθρέπτη». Ο ποιητής μακριά από την πατρίδα στη «Νοσταλγία». Ο Κρις που αν και στο διάστημα, μας κρατούσε στη γη, στο «Σολάρις». Ο Ταρκόφσκι βρίσκεται παντού στις ταινίες του. Ο κάθε χαρακτήρας κουβαλάει κάτι από εκείνον. Έτσι κι ο ήρωας αυτού του έργου έχει κάτι από τον Ταρκόφσκι μέσα του.
Στο έργο ακούγεται ότι ο Μεσαίωνας είναι όχι μόνο μια πιο θρησκευτική περίοδος, αλλά και πιο ποιητική, αν κρίνουμε από το quote που χρησιμοποιείς από τον ” Τι έχει χάσει ο σημερινός άνθρωπος απομακρυνόμενος από μια θρησκευτικοτητα;
Η χρήση του συγκεκριμένου μονολόγου από το «Στάλκερ», είχε περισσότερο μια διάσταση εξιδανίκευσης του παλαιού από έναν άνθρωπο με κενό παρόν, παρά έναν θεολογικό προβληματισμό από μέρους μου. Δεν είμαι κατάλληλη να κρίνω κάτι τέτοιο και ό,τι και να έλεγα δε θα ήταν παρά μια ασαφής υποκειμενική άποψη πάνω στο θέμα. Άλλωστε, για να εκφράσει κάποιος μια θέση πάνω στο ζήτημα, πρέπει να έχει ζήσει και τις δυο περιόδους ώστε να συγκρίνει το τότε με το τώρα. Αλλά δε νομίζω ότι αυτό είναι εφικτό.
Η σχέση των δύο ηρώων βρίσκεται στο όριο εξουσίας και κρυμένων ερωτικών αισθηματων. Τι δρόμοι ανοίγονται μπροστά τους;
Αν μου κάνατε αυτή την ερώτηση πριν από 4-5 χρόνια, όταν πρωτοέγραψα αυτό το έργο, θα συμφωνούσα και ίσως να έκανα μια νύξη για το πολυπόθητο happy end. Αν με ρωτούσατε πριν από 3 χρόνια, αφότου έχασα την φίλη και πρωταγωνίστριά μου από καρκίνο, θα σας έλεγα για μια σκηνή αντί επιλόγου, οπού η κοπέλα είχε πεθάνει κι ο άνδρας εμφανίζεται μόνος στη σκηνή να αναπολεί. Μια σκηνή που σκέφτηκα, μα δεν έγραψα ποτέ. Αν ερωτώμουν πριν ένα χρόνο, θα έδινα πάλι ένα πολλά υποσχόμενο ανοικτό τέλος. Τώρα, όμως, το έργο πήρε σάρκα και οστά για πρώτη φορά. Αυτά που οι ηθοποιοί καλούνται να δώσουν. Και ο κάθε ηθοποιός βάζει κάτι διαφορετικό στο ρόλο του. Δε δίνει μόνο το σώμα του, αλλά και κάτι από την ψυχή του και τον δικό του μοναδικό χαρακτήρα. Και αν ο σκηνοθέτης-συγγραφέας έχει τα μάτια ανοικτά, θα δει ένα καινούργιο έργο να ξετυλίγεται μπροστά του, με άλλες διαστάσεις.
Η πρώτη μου ηθοποιός έβγαζε τρυφερότητα. Η δεύτερη θελκτικότητα. Και οι δυο ιδανικές ηρωίδες για μια ρομαντική ιστορία. Η τρίτη και τελευταία, όμως, έχει κάτι το διαφορετικό. Κάτι από τους ψυχρούς αλλά εκρηκτικούς ήρωες του M.Haneke. Αυτή κάνει όνειρα, αλλά δεν ερωτεύεται. Αυτή δε μένει από έλξη, αλλά από αφοσίωση. Και για να είμαι ειλικρινής, η ίδια καλλιέργησα αυτή την αποστασιοποίηση, λόγω του νεαρού της ηλικίας της τελικής μου πρωταγωνίστριας. Κι έτσι, ξαναέγραψα το έργο με νέα δεδομένα, αλλάζοντας κάποιες σκηνές από το πρωτότυπο. Θα απαντήσω λοιπόν, ότι, πλέον, το όριο βρίσκεται μεταξύ της εξουσίας, της ανθρώπινης, πλατωνικής αγάπης, της αφοσίωσης, αλλά και της συνήθειας. Συνεπώς το μέλλον είναι εντελώς ανοικτό και απρόβλεπτο, όπως στην πραγματική ζωή.
Μίλησε μας για την σκηνοθετική γραμμή που χρησιμοποιείς για το έργο
Σε ότι αφορά την αισθητική προσέγγιση, έχει γίνει προσπάθεια μεταφοράς της ατμόσφαιρας των ταινιών του Ταρκόφσκι, όσο και μιας κινηματογραφικής αίθουσας επί σκηνής. Αυτό επιτυγχάνεται αφ’ ενός μέσω του φωτισμού και αφ’ εταίρου με την εκμετάλλευσης ολόκληρης της θεατρικής σκηνής.
Εδώ τα φώτα οροθετούν την σκηνή, καθώς οι τοίχοι φαίνονται ξεκάθαρα, ενώ ταυτόχρονα την επεκτείνουν προς τα πίσω, δημιουργώντας έτσι το κινηματογραφικό βάθος πεδίου. Δημιουργείται με αυτό τον τρόπο, μια αντίφαση, καθώς ο από την μία ο ορατός χώρος μεγαλώνει, αλλά από την άλλη δίνει μια αίσθηση κλειστοφοβική, λόγω της προαναφερθείσας απτότητας των ορίων.
Επιπλέον προκειμένου να επιτευχθεί μία περισσότερο κινηματογραφική παρά θεατρική αίσθηση, αν και η ηθοποιός έχει σημείο έχει σημείο εισόδου-εξόδου, αυτό δεν βρίσκεται στην πλευρά των θεατών, όπως συνηθίζεται πλέον. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε διάδραση με το κοινό. Η θεατρική δράση περιορίζεται στα πλαίσια της σκηνής . Έτσι η μπούκα ξαφνικά παραπέμπει σε κινηματογραφική οθόνη, φέρνοντας μας ένα βήμα πιο κοντά στην έβδομη τέχνη.
Ευφροσύνη σου ευχόμαστε καλή επιτυχία στο πρώτο σου έργο
Σας ευχαριστώ
Οι παραστάσεις είναι στις 18:00 στις 29 και 30 Δεκεμβρίου με ελεύθερη συνεισφορά