Εισαγωγή-επιμέλεια: Σπύρος Δημητρίου
«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, μας κυνηγάει…» έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος σαν «τούτες τις μέρες», που’ χουν κάτι από κείνες τις παλιές που και τότε οι άνεμοι μας κυνηγούσαν. Στο κατόπι μας, σε χρόνους χαλεπούς, ήρθαν καινούργιοι άνεμοι μα δεν φυλλοροούμε. Όρθιοι, στητοί θα αντέξουμε, πρέπει να αντέξουμε το φύσημα του αγέρα. Μέρες εγκλεισμού και φόβου, μας φέρνουν πιο κοντά, μας φέρνουν θύμισες από το «καπνισμένο τσουκάλι» του:
«Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Kαταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα σύκα
και τη σκάφη σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε
“Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα”.
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.»
Ο ποιητής της “Ρωμιοσύνης” μας λείπει τριάντα χρόνια. Νοέμβρης και τότε, το 1990, που έφυγε για το αιώνιο ταξίδι. Ορφανέψαμε, γιατί ένας λαός, μια Πατρίδα, ένα Έθνος ορφανεύει όταν χάνει τους ποιητές του. Και πράγματι ο Γιάννη Ρίτσος, κυρίως στα μεγάλα του ποιήματα τη «Ρωμιοσύνη», και την «Κυρά των Αμπελιών» αλλά και στον «Αποχαιρετισμό» για τον ήρωα της Κύπρου Γρηγόρη Αυξεντίου, εξέφρασε την Πατρίδα, την Ελλάδα, το ελληνικό τοπίο, τον ιστορικό της χρόνο, την παράδοση και την πίστη της :
«Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί
την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.»
«Η κυρά των αμπελιών» ήταν αφορμή κι αιτία , για τον εκ Κύπρου ποιητή και δοκιμιογράφο Κυριάκο Πλησή, να γράψει ένα εξαιρετικό δοκίμιο, για την έννοια της πατρίδας στη ποίηση του Γ. Ρίτσου όσο και του Οδυσσέα Ελύτη, με αφορμή το ποίημά του «Άξιον Εστί». Το κείμενο δημοσιεύθηκε στη σειρά «ΤΕΤΡΑΔΙΑ» αρ. 40, του περιοδικού της «ΕΥΘΥΝΗΣ» με τίτλο : «Οδυσσέας Ελύτης – Γιάννης Ρίτσος. Βίοι παράλληλοι – Έργα παράλληλα» που κυκλοφόρησε το 2003. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Πλησής:
«Στην «Κυρά των Αμπελιών» ο Ρίτσος μας παρουσιάζει ένα μεγάλο ζωγραφικό πίνακα ή, αν θέλετε, ένα μεγάλο μωσαικό που απεικονίζει την έννοια της πατρίδας και τη σχέση της με τον ίδιο, την οικογένειά του και τον τόπο γενικότερα. Είναι μια υπαρκτή παρουσία, η οποία στέκεται πάνω από τον τόπο (γέννημα όμως του τόπου), που εισχωρεί και κατευθύνει τις πράξεις των ανθρώπων. Παίρνει μορφή και υπόσταση στις χειρονομίες τους, στα έμψυχα και τα άψυχα. Δεν είναι όπως παρούσα μόνο στα τωρινά αλλά και σ’ όσα υπήρξαν, στην ιστορία με άλλα λόγια του τόπου.
Αυτή η αόρατη και πανταχού παρούσα «Κυρά των Αμπελιών» ήταν στολισμένη μ’ όλες τις ομορφιές του ελληνικού τοπίου, με όσα ωραία υπάρχουν στη στεριά, στη θάλασσα, στα ουράνια: δέντρα, θάμνους, λουλούδια, ψάρια και μαλάκια, τον ήλιο, το φεγγάρι και τα’ αστέρια κι ακόμη, μ’ όλες τις εποχές, με τη μέρα και τη νύχτα, με ανέμους, μπουνάτσες και γαλήνη. Κι ακόμη, στολισμένη με φρούτα πολλά, όσα η γη εκφέρει κατά το γύρισμα του ενιαυτού, και όσα ζώα δωρίζουν στον άνθρωπο και όσα ο άνθρωπος φτιάχνει απ’ αυτά.
«Η Κυρά των Αμπελιών» είναι η ιστορία προσωποποιημένη. Είναι η Μαρία και ο Ιωσήφ με το γιό τους και τον Παντοκράτορα, το γόνατο του Νικηταρά, το σπαθί του Μακρυγιάννη, ο πρόγονος που γέμιζε την μπασιά με την αντρεία του, ο Μεγαλέξανδρος και πλάι του η θειά Παρασκευούλα. Ο Θεόφιλος και η Αρετούσα, οι Καπεταναίοι, το Μεσολόγγι, οι γιομιτζήδες Άγιοι που κουβαλούν στη ράχη τους κανόνια του ’21, οι Μπουμπουλίνες και οι Κανάρηδες με τα μπουρλότα τους, οι τσοπαναραίοι Απόστολοι να χτυπάνε τα σήμαντρα της Αγιάς Σοφιάς.
Αυτή είναι «Η Κυρά των Αμπελιών», η Ελλάδα με τη φύση της και την ιστορία της. Το ασήμαντο φωτίζεται και προβάλλεται ως σημαντικό, χωρίς το σημαντικό να χάνει τη λάμψη του. Οι ψηφίδες τοποθετούνται συνειρμικά. Το παρελθόν γίνεται παρόν και το παρόν συμβιώνει με το παρελθόν. Η ταπεινή θειά Παρασκευούλα στέκει δίπλα στο Μεγαλέξανδρο, πλάι τους ο Θεόφιλος και η Αρετούσα. Ο Χριστός, η Παναγία, ο Παντοκράτορας, σύμβολα της Ορθοδοξίας, φαίνεται να εποπτεύουν αυτόν τον τόπο. Οι ήρωες αγιοποιούνται, οι τσοπαναραίοι μεταμορφώνονται σε Απόστολους. Όλ’ αυτά μπήκαν μέσα στα χρωματοσώματα της πατρίδας και κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει σε τι ποσοστό, γιατί και το έσχατο αξίζει όσο το πρώτο. Αυτές όλες οι ψηφίδες είναι μια ιερή παρακαταθήκη αποτελούν μια γερή αρματωσιά.
Ο Ρίτσος είναι στρατευμένος ποιητής. Οι στρατευμένοι ποιητές αρθρογραφούν με την καλήν έννοια και διδάσκουν. Μπορεί να ενθουσιάζονται και να μεθούν με τις ιδέες τους, αλλά δεν παύουν, ως ένα βαθμό, να είναι αντικειμενικοί με την έννοια ότι πολύ λίγο ασχολούνται με ατομικά προβλήματα, αλλά εκθέτουν τις συλλογικές πράξεις. Θα έλεγα πως ποιήματα, όπως η «Η Κυρά των Αμπελιών» είναι ποιήματα «επικά», χωρίς να ακολουθούν τους καθιερωμένους κανόνες της επικής ποίησης.
Στην «Κυρά των Αμπελιών» ο ποιητής σκιαγραφεί την έννοια της πατρίδας σε δυο διαστάσεις: στο παρελθόν και στο παρόν. Με τη σκιαγραφία του παρελθόντος καταγράφει την ταυτότητά της, όπως διαμορφώθηκε από τις ιστορικές περιπέτειες και το φυσικό της περιβάλλον. Με το παρόν εκθέτει τις σύγχρονες περιπέτειες και πως αντιδρά σ’ αυτές. Βέβαια, παρελθόν και παρόν δεν λειτουργούν αυτόνομα. Τίποτα του παρόντος δεν είναι ανεξάρτητο, αλλά είναι φυσική συνέπεια και απότοκο του παρελθόντος. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, σύμβολα θρησκευτικά και εθνικά κοσμούν τους τοίχους του σπιτιού και χαρακτηρίζουν τις πράξεις των ανθρώπων.
Αυτός ο τόπος, σαν σταυροδρόμι, έχει μια περίπλοκη ιστορία που ωθεί τους ανθρώπους σε ανάλογες συμπεριφορές. Έτσι, όλος ο οπλισμός του τοπίου και της ιστορίας τους ωθεί στον αγώνα. Πάντοτε, έστω κι αν καίγεται, αυτός ο τόπος αναθάλλει ως ο αρχαίος φοίνικας. Οι περιπέτειες γίνονται καθαρτικές δυνάμεις και ξεπλένουν τους ρύπους της μικρότητας. Όμως ο Ρίτσος δεν μένει στον ηδονισμό του αγώνα. Ο αγώνας δεν δικαιώνεται ως πράξη για την πράξη, αλλά αποβλέπει στην πραγμάτωση των στόχων μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Ο αγώνας δικαιώνεται, όπως είπα προηγουμένως, όταν βασιλεύει η πραγματική Ειρήνη, όταν λυθούν τα χέρια και απελευθερωθεί το φώς.»