γράφει ο Γιάννης Παναγιωτακόπουλος
Διαβάζοντας κάποιος την ανακοίνωση μίας εκδήλωσης για την μουσική παράδοση της Πελοποννήσου, αυτομάτως δεκάδες εικόνες και ήχοι μπορούν να αναδυθούν στο μυαλό του. Αντλώντας από ποικίλες πηγές αναμνήσεων και αισθήσεων, που μπορεί να κυμαίνονται από τις πιο ζεστές οικογενειακές στιγμές, μέχρι τις πιο τραυματικές φολκλόρ τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εμπειρίες. Το σίγουρο είναι πως ελάχιστοι θα μπορούσαν να φανταστούν, όλα εκείνα που είχαν την τύχη να ακούσουν και να δουν, όσοι βρέθηκαν στην σχετική θεματική εκδήλωση που διοργάνωσε το Κέντρο Έρευνας και Προβολής της Εθνικής Μουσικής και το ωδείο Σίμων Καράς. Αφορμή για την εκδήλωση ήταν ο ψηφιακός δίσκος (CD) για την μουσική της Πελοποννήσου, που εξέδωσε το ΚΕΠΕΜ στην σειρά «μουσικές του Ελληνισμού», και ο οποίος περιλαμβάνει μέρος των ηχογραφήσεων που έκανε ο Σίμων Καράς στον Μωριά, τα έτη 1975 -1976.
Με την στήριξη και την συμμετοχή 23 πελοποννησιακών Συλλόγων, η βραδιά ήταν τόσο ζωντανή όσο και πρωτότυπη. Ο δίσκος “Πελοπόννησος – Ηχογραφήσεις Σίμωνα Καρά 1975-1976”αλλά και η εκπληκτικά πλούσια μουσική παράδοση της Πελοποννήσου, παρουσιάστηκε από τρείς εξαίρετους ομιλητές: Τον Νίκο Διονυσόπουλο, ερευνητή με πολυσχιδές καταγραφικό έργο και στενό συνεργάτη του Σίμωνος Καρά, τον Δημήτρη Σταθακόπουλο, διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου, συγγραφέα, μουσικολόγο και μελετητή της παράδοσης του Μωριά, καθώς και από τον Γιώργο Τσάμπρα, συγγραφέα και ραδιοφωνικό παραγωγό. Την εκδήλωση συντόνιζε ο υπεύθυνος αρχείου του ΚΕΠΕΜ, Δημήτρης Μαντζούρης, ο οποίος μας παρουσίασε και ανέκδοτο υλικό από τις ηχογραφήσεις του Σίμωνος Καρά.
Η ουσία της εκδήλωσης ήταν η μουσική, και γι αυτό οι οργανοπαίκτες και οι τραγουδιστές, επαγγελματίες, ερασιτέχνες και αυθεντικοί εκφραστές του πελοποννησιακού μουσικού ιδιώματος, είχαν τον πρώτο ρόλο. Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση, είναι πως δεν ακούσαμε τις συνήθεις εμπορικές εκδοχές των δημοτικών τραγουδιών, τις οποίες τόσο έντονα είχε στιγματίσει ο Σίμων Καράς ως οικτρές αλλοιώσεις της παραδοσιακής μουσικής μας αισθητικής. Και όχι μόνον αυτό. Τύχαμε ακροατές και θεατές, ήχων, δρώμενων και μουσικών οργάνων, που οι περισσότεροι από εμάς ουδέποτε είχαμε ξαναδεί ή είχαμε ξανακούσει.
Ακούσαμε και είδαμε για πρώτη φορά:
- Οργανοπαίκτη ενός… φύλλου κισσού. Τον Παναγιώτη Σαβούρδο από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, ο οποίος έπαιξε την μελωδία ενός τραγουδιού με φύλλο κισσού και τραγούδησε, αναβιώνοντας ζωντανά μία παλαιά μουσική πρακτική, πολύ διαδεδομένη στον Μοριά.
- Έναν Μωραϊτικο ταμπουρά (λιογκάρι/γιογκάρι ή μπουλγαρί όπως το λένε στην Κρήτη) του 19ου αιώνος, επισκευασμένο και ασημοκέντητο όπως παραγγέλναν τότε τα μουσικά όργανα οι πλούσιες οικογένειες, από την συλλογή του Δημήτρη Σταθακόπουλου, ο οποίος έπαιξε με αυτόν ένα τραγούδι της περιοχής Γορτυνίας (Δάρα).
- Τον ήχο της –εξαφανισμένης πια- Μωραϊτικης λύρας, από το ανέκδοτο αρχείο του Σίμωνος Καρά, σε ηχογράφηση του 1960. Επρόκειτο για το πιο διαδεδομένο μελωδικό όργανο με το οποίο παιζόντουσαν τα τραγούδια στον Μωριά και στη Ρούμελη, προτού επιβληθεί πλήρως το κλαρίνο.
- Τον χορό «Μουγκός», ο οποίος χορεύεται υπό την πλήρη σιγή των μουσικών οργάνων και χωρίς κάποιον να τραγουδά. Τον χόρεψε –εκτός προγράμματος- μία εκπληκτική ομάδα ντόπιων μερακλήδων, από τα Φίλια Καλαβρύτων, με δυό –τρείς από αυτούς να αναπαριστούν ήχους διαλόγου μουγκών, αναβιώνοντας ένα παλαιό έθιμο του τόπου τους.
«Το αρχείο του Σ.Καρά δεν έχει λάβει κανενός είδους βοήθεια από την ελληνική πολιτεία»
Μετά το τέλος της εκδήλωσης, συνομιλήσαμε με τον υπεύθυνο του αρχείου του ΚΕΠΕΜ Δημήτρη Μαντζούρη, και του υποβάλαμε κάποιες από τις πολλές απορίες μας:
- Γ.Π: Ακούσαμε μουσικές εκδοχές της παράδοσης της Πελοποννήσου, άγνωστες στο ευρύ κοινό, που σχεδόν εκλείπουν από την σχετική δισκογραφία. Γιατί έχει συμβεί αυτό;
- Δ.Μ: Η δισκογραφία σε σχέση με την ελληνική παραδοσιακή μουσική ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα κριτήρια της επιλογής των καλλιτεχνών και των κομματιών είναι κατά κύριο λόγο αισθητικά. Η αισθητική αυτή καθορίζεται ουσιαστικά από ένα ευρύ κοινό, συχνά αστικό, το οποίο αξιολογεί κατ’ εξοχήν τη δεξιοτεχνία των μουσικών και των ερμηνευτών, προφανώς μη συνυπολογίζοντας τη λειτουργία του τραγουδιού μέσα στην παραδοσιακή κοινότητα. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στον αποκλεισμό από τη δισκογραφία όσων ακουσμάτων και μουσικών ιδιωμάτων δεν θα μπορούσαν να ακουστούν «εύκολα» από το πολιτισμικά όλο και περισσότερο αποκοπτόμενο από την ελληνική ύπαιθρο αυτό κοινό. Συγκεκριμένα, ο ήχος της πίπιζας ή της πελοποννησιακής λύρας, το παίξιμο ενός μοναχικού ταμπουρά ή λαούτου, ή, τέλος, το χωρίς όργανα αντιφωνικό τραγούδι, όπως συνέβαινε συνήθως στην «τάβλα» σε ένα γλέντι, δεν θα μπορούσαν εκείνη την εποχή να βρουν το δρόμο προς τη δισκογραφία.Η συντριπτική πλειοψηφία των δίσκων παραδοσιακής μουσικής που κυκλοφόρησαν από τότε μέχρι σήμερα δεν έθετε ως πρωταρχικό στόχο την καταγραφή του πλούτου των μουσικών ιδιωμάτων της παραδοσιακής μουσικής, αλλά, ως κατ’ εξοχήν προσωποκεντρική. Λειτουργούσε περισσότερο στα πλαίσια που επέβαλλαν οι κανόνες της αγοράς. Με τον τρόπο αυτό, αντί να διευρύνεται η γνώση του κοινού γύρω από εκδοχές της μουσικής παράδοσης της Πελοποννήσου, αντιθέτως περιορίστηκε σε ένα μικρό εύρος ακουσμάτων, δοσμένων μέσα από μεγάλους δεξιοτέχνες της φωνής ή των οργάνων, που για λόγους συμπτωματικούς ή μη βρήκαν το δρόμο προς τη δισκογραφία.Μέσα στα πλαίσια αυτά, δημιουργήθηκε στο κοινό μία εικόνα απλουστευτική της πραγματικότητας όσον αφορά τους ρυθμούς, τις μελωδίες, τους χορούς και τα όργανα της Πελοποννήσου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το κλαρίνο πρωταγωνιστεί σχεδόν σε κάθε δισκογραφούμενη κομπανία, τη στιγμή που στις ανατολικές και νότιες περιοχές της Πελοποννήσου κυριαρχεί το βιολί και παλαιότερα η λύρα, ενώ η πίπιζα και το a cappella τραγούδι αποτελούν τον κανόνα για πολυάριθμες κοινότητες του Μωριά.
Πρώτη απόπειρα παρουσίασης αυτών των ιδιαιτέρων μουσικών χρωμάτων της Πελοποννήσου αποτελεί ο δίσκος του Σίμωνα Καρά το 1977. Ο Σίμων Καράς μέσα από εκείνη την μνημειώδη σειρά δίσκων προτείνει μία εναλλακτική, περισσότερο «αληθινή», προσέγγιση της παραδοσιακής μας μουσικής όταν αυτή χρησιμοποιεί ως μέσο τη δισκογραφία. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει βεβαίως και άλλες τέτοιες δισκογραφικές προσπάθειες, πλην αρκετά περιορισμένες, τόσο που να αναδεικνύεται εκείνος ο δίσκος, που πλέον έχει επανεκδοθεί σε ψηφιακή μορφή, ως η πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια παρουσίασης της μουσικής παράδοσης της Πελοποννήσου.
- Γ.Π: Πόσο ακόμα ανέκδοτο καταγραφικό υλικό υπάρχει στο αρχείο του Σίμωνος Καρά από την Πελοπόννησο, και πόσο περίπου από τις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνισμού;
- Δ.Μ:Το καταγραφικό υλικό του Σίμωνα Καρά μπορεί κανείς να το διακρίνει σε χειρόγραφο και σε ηχητικό υλικό. Μιλώντας για το ηχητικό υλικό, ο Σίμωνας Καράς κληροδοτεί στις ερχόμενες γενεές ένα σώμα 20.000 περίπου ηχογραφήσεων αποθησαυρισμένο σε 2.000 περίπου ταινίες, ηχογραφημένο μεταξύ 1957 και 1989. Η Πελοπόννησος κατέχει μέσα στο σώμα αυτό ένα σημαντικό μερίδιο, 1.000 περίπου κομματιών, τα οποία στη συντριπτική τους πλειονότητα παραμένουν ανέκδοτα.
- Γ.Π: Έχει ασχοληθεί το Υπουργείο Πολιτισμού και σε τι βαθμό, σχετικά με την ανάδειξη των θησαυρών του αρχείου του Σίμωνος Καρά;Δ.Μ: Είναι γεγονός ότι μέχρι σήμερα το αρχείο του Σίμωνα Καρά δεν έχει λάβει κανενός είδους βοήθεια από την ελληνική πολιτεία. Η υποστήριξη εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού για την ανάδειξη του θησαυρού αυτού του λαϊκού μας πολιτισμού, είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ επιβεβλημένη, καθώς η ελληνική κοινωνία βρίσκεται εν μέσω πολυεπίπεδης κρίσης και μάλιστα σε ένα οριακό σημείο μεταξύ των γενεών-φορέων της παράδοσης οι οποίες ταχύτατα φεύγουν και των γενεών που έρχονται, οι οποίες έντονα την αναζητούν.
- Γ.Π: Τι έπεται στην σειρά «Μουσικές του Ελληνισμού»;
- Δ.Μ:Η σειρά «Μουσικές του Ελληνισμού» φιλοδοξεί να δώσει στο εγχώριο και στο διεθνές κοινό μία συγκροτημένη και συνοπτική εικόνα της πολυποίκιλης μουσικής παράδοσης των Ελλήνων μέσα από αυθεντικές ηχογραφήσεις του Σίμωνα Καρά σε προηγούμενες δεκαετίες. Η σειρά ξεκίνησε με την έκδοση της Πελοποννήσου, ακολούθησε η έκδοση της Ρούμελης και θα ακολουθήσουν σταδιακά οι υπόλοιπες 14 γεωγραφικές ενότητες του Ελληνισμού (Θεσσαλία, Ήπειρος, Επτάνησα, Μακεδονία, Θράκη, Βόρειες Σποράδες-Εύβοια, Βορειοανατολικό Αιγαίο, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Κρήτη, Δυτική Μικρά Ασία, Πόντος, Καππαδοκία, Κύπρος). Αυτή τη στιγμή είναι σε διαδικασία εξεύρεσης πόρων και έκδοσης, οι ενότητες που αφορούν τη μουσική παράδοση των Κυκλάδων και της Κρήτης.
Τα «μουσικά καμώματα» της Αθήνας
Ὀ Σίμων Καράς έκλεινε την εισαγωγή του στον αντίστοιχο δίσκο βινυλίου που εκδόθηκε το 1977, με τα παρακάτω λόγια, που δυστυχώς φαντάζει πλέον κλισέ να πούμε πως παραμένουν και σήμερα, τέσσερεις δεκαετίες μετά, το ίδιο τραγικά επίκαιρα…
Τα τραγούδια και οι οργανικοί σκοποί των ηχογραφήσεων, «είναι ενδείξεις και της ικανότητος των μουσικών εκτελεστών και της μουσικής αισθαντικότητας των Μοραϊτών εις τα περασμένα.
Η πλούσια μουσική παράδοσις του παρελθόντος, που ζει ακόμα εις το στόμα των γεροντοτέρων, τείνει ν’ αφανισθεί από τα έξω από κάθε ελληνική παράδοση μουσικά καμώματα της Αθήνας, των ραδιοφώνων και των φωνογραφικών εταιριών. Τα πάντα λες κι έχουν συνωμοτήσει να μας αλλάξουν τον χαρακτήρα τον ποιητικό και μουσικό, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φυλής μας».