Έκλαψε, υπέρλαμπρε, η πατρίδα σου θωρώντας έρμη από σε την αγκαλιά της ν’ απομένει, κι έκλαψε πάλι για τη δάφνη σου, πονώντας π’ όχι δική της τόσο σ’ άρεσε, αλλά ξένη. |
|
Και πικρότερα τώρα δέρνεται χτυπώντας χέρι με χέρι, κι ανακράζει απελπισμένη· «Ωιμέ! και το κορμί μού παίρνουν, που και ζώντας στα ξένα ηύρε τιμή, στα ξένα και πεθαίνει!» |
|
Αχ! για τα εξαίσι’ αυτά που σ’ εδοξάσαν κάλλη του νου και της καρδιάς και δύναμη ’χαν τόση, που μοναχά θα τα νοήσουν οι μεγάλοι, |
|
αν η πατρίδα σου δε θέλεις να σπαράζει πάντα στον πόνο, και στο κλάμα της να λιώσει, κάμε σ’ αυτήν να βγει κάποιος που να σου μοιάζει. |
|
μτφρ. Γεώργιος Καλοσγούρος (1849-1902) |