
Μεταφρασμένο από το Mad Monarchist
Σήμερα ο περισσότερος κόσμος θυμάται τον Γιουκίο Μισίμα ως πιθανόν τον σημαντικότερο Ιάπωνα μυθιστορηματογράφο του τελευταίου αιώνα. Οι άνθρωποι τον θυμούνται για τα πολλά γραπτά του, πιθανόν κάποιες από τις δραματικές φωτογραφίες του και συνήθως κάτι από τον ασυνήθιστο θάνατο του. Ασυνήθιστο στο ότι έγινε για να διατηρηθεί μια πανάρχαια παράδοση, την οποία πολλοί θεωρούσαν ότι ανήκε στο παρελθόν. Παραμένει μια αμφιλεγόμενη φιγούρα, τόσο για την προσωπική ζωή, όσο και για τις πολιτικές του απόψεις, τις οποίες πολλοί απομονώνουν από τα γραπτά του, τα οποία σχεδόν εξυμνούνται σε όλο τον κόσμο. Ήταν τρείς φορές υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ και ήταν ένας παραγωγικός καλλιτέχνης, που μας έδωσε σαράντα μυθιστορήματα, είκοσι βιβλία με δοκίμια, είκοσι βιβλία με μικρές ιστορίες, δεκαοκτώ θεατρικά έργα, ένα λιμπρέτο και μια ταινία.
Όλα αυτά είναι γνωστά και έχουν τιμηθεί σε ευρεία κλίμακα. Ίσως λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι ήταν ένας ένθερμος οπαδός της μοναρχίας, αν και ένα ιδιαίτερο είδος μοναρχίας έτσι όπως εννοείτο μέσα στην δική του κουλτούρα και πολιτιστικό υπόβαθρο. Πίστευε σε ένα είδος μοναρχισμού που ήταν συνδεδεμένος με την καλλιτεχνική του άποψη περί ομορφιάς και των διαχρονικών, ιερών πλευρών της ύπαρξης, τις οποίες το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί πλήρως να αντιληφθεί και αν το προσπαθούσε, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να τις καταστρέψει. Ήταν ένας πολύπλοκος χαρακτήρας, αλλά οι προτεραιότητες του μπορούν να ειδωθούν καθαρά στο τρόπο με τον οποίο έφυγε από αυτήν την ζωή, καλώντας για μια πλήρη αποκατάσταση του Αυτοκράτορα με τον παραδοσιακό τρόπο.
Η λογοτεχνική του καριέρα

Ο Μισίμα αναζητούσε την αρμονία ξίφους και πένας
Ο Γιουκίο Μισίμα γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1925 ως Κιμιτάκε Χιραόκα, έξω από το Τόκυο και ήταν γιος ενός μεσαίου κυβερνητικού υπαλλήλου. Ανατράφηκε κυρίως από την γιαγιά του, η οποία είχε μεγάλη επιρροή στην ζωή του, επηρεάζοντας την αγάπη του για την τέχνη του θεάτρου και την εκτίμηση για τις παραδοσιακές και αριστοκρατικές αξίες της παλιάς Ιαπωνίας, καθότι είχε μεγαλώσει στο σπίτι του Πρίγκηπα Αρισουγκάουα Ταρουχίτο. Επίσης δεν θα του επέτρεπε να ασχολείται με τις κλασσικές δραστηριότητες με τις οποίες ασχολούνται τα αγόρια. Τελικά ο πατέρας του τον πήρε πίσω στο σπίτι, φοβούμενος ότι θα περιτριγυριζόταν υπερβολικά από γυναικείες επιρροές.
Στο σχολείο ξεκίνησε να γράφει και να μελετά το στυλ γνωστών Ιαπώνων και Δυτικών συγγραφέων, παρόλο που συχνά έπρεπε να το κάνει κρυφά καθότι ο πατέρας του δεν ενέκρινε τέτοιο χόμπυ. Άρχισε να γράφει ποίηση και δημοσίευσε τις πρώτες σύντομες του ιστορίες σε ένα περιοδικό του σχολείου. Οι δάσκαλοι του τον ενεθάρρυναν και επίσης του έδωσαν το ψευδώνυμο «Γιουκίο Μισίμα» για να μπορεί να ασχολείται με το ταλέντο του ανώνυμα και να αποφεύγει δυσάρεστες καταστάσεις από τον πατέρα του και τα άλλα αγόρια στο σχολείο. Στην διάρκεια του Β! Παγκοσμίου Πολέμου πήρε την κλήση για κατάταξη στον Αυτοκρατορικό Στρατό της Ιαπωνίας, αλλά ήταν άρρωστος όταν έπρεπε να εξετασθεί η υγεία του και απορρίφθηκε. Αντί αυτού πήγε στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο και συνέχισε να γράφει στον ελεύθερο χρόνο του.
Αφότου αποφοίτησε, η πρώτη του δουλειά ήταν στο Υπουργείο οικονομικών, αλλά την βρήκε απογοητευτική και εξαντλητική και σύντομα την παράτησε για να αφοσιωθεί σε μια λογοτεχνική καριέρα. Το έργο άρχισε να τραβάει την προσοχή του κοινού σε όλο τον κόσμο και στην ηλικία των 24 ετών, ήταν υποψήφιος για πρώτη φορά για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και μπορούσε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο.
Το λογοτεχνικό του έργο του δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, αλλά υπάρχουν ορισμένα κοινά θέματα σε όλο το έργο του που απεικονίζουν μια ευρύτερη άποψη για τον κόσμο. Η αντίληψη του για την ομορφιά είναι ένα τέτοιο θέμα. Έγραφε για παράδειγμα στο «Ανοιξιάτικο Χιόνι»: «Όνειρα, αναμνήσεις, το ιερό- είναι όλα όμοια στο ότι είναι πέρα από την κατανόηση μας. Από την στιγμή που είμαστε ακόμα και περιθωριακά απομονωμένοι από αυτό που μπορούμε να αγγίξουμε, το αντικείμενο καθαγιάζεται. Απαιτεί την ομορφιά του ανέφικτου, την ιδιότητα του θαυματουργού. Καθετί στην πραγματικότητα έχει την ιδιότητα του ιερού, αλλά μπορούμε να το αποκαθιέρωσουμε με ένα άγγιγμα. Πόσο περίεργος είναι ο άνθρωπος. Το άγγιγμα του μολύνει και όμως περιέχει μέσα του την πηγή των θαυμάτων»
Έγραφε συχνά για την τέλεια ομορφιά ως μια φρικτή, καταστροφική δύναμη, παρόλο όχι πάντα με τον αρνητικό τρόπο που οι περισσότεροι θα υπέθεταν. Καθώς μεγάλωνε άρχισε να απογοητεύεται κατά πολύ από τους νέους γύρω του, που άρχισαν να απομακρύνονται από τις αξίες και την κουλτούρα του παρελθόντος. Στο «Μετά το Συμπόσιο» έγραφε: «Οι νέοι έχουν την ανόητη ιδέα, ότι κάθε τι που είναι νέο για αυτούς, πρέπει να είναι νέο και για όλους τους άλλους. Δεν έχει σχέση πόσο αντισυμβατικοί μπορεί να είναι, απλώς επαναλαμβάνουν ότι έχει γίνει από άλλους πριν από τους ίδιους»
Ο Μισίμα και οι πολιτικές του απόψεις

Ο Μισίμα ήθελε να αποκαταστήσει τον παραδοσιακό ρόλο του Αυτοκράτορα
Ό Μισίμα όσους οπαδούς είχε κερδίσει με τα γραπτά του, άλλο τόσο κριτική άρχισε να δέχεται για τις πολιτικές του απόψεις. Κατατάχθηκε στις Ιαπωνικές Δυνάμεις Αυτοάμυνας Εδάφους (σ.σ Στρατός Ξηράς ,αλλά ονομαζόταν έτσι για λόγους μη σύνδεσης με το παρελθόν) και άρχισε να ζητά συνταγματική μεταρρύθμιση στην Ιαπωνία, την αποκατάσταση του στρατού μια δυναμικότερη εξωτερική πολιτική και έναν ενάρετο εθνικισμό, επικεντρωμένο στον Αυτοκράτορα ως την ζώσα προσωποποίηση της χώρας. Αυτό δεν σήμαινε ότι συμφωνούσε με κάθε τι που έκανε ό Αυτοκράτορας και μια φορά δήλωσε ότι ο Αυτοκράτορας Σόουα (σ.μ Χιροχίτο) θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί παρά να ενδώσει στις απαιτήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών να απαρνηθεί την παραδοσιακή του (θείκή) θέση στην Ιαπωνική ζωή.
Όσο αμφιλεγόμενες και αν ήταν για κάποιους, αυτές οι απόψεις, του επιτράπηκε να δημιουργήσει την δική του παραστρατιωτική ομάδα, την Τατενοκάι η «Εταιρεία της Ασπίδας», η οποία στρατολογούσε συνήθως φοιτητές κολλεγίου και στην οποία παραχωρήθηκε ειδική άδεια να εκπαιδεύεται με τις «Δυνάμεις Αυτοάμυνας Εδάφους». Την ίδια περίοδο παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη, χωρίς να χάσει επαφή με τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα αλλά να γίνεται όλο και πιο πολύ γνωστός για την έμφαση του στην σωματοδόμηση χωρίς αναβολικά, τις πολεμικές τέχνες και τον κώδικα Μπουσίντο των Σαμουράι, ο οποίος έπαψε να είναι αγαπητός στην μεταπολεμική Ιαπωνία. Ταυτόχρονα στην διάρκεια της δεκαετίας του 60, δούλευε ως μοντέλο και άρχισε να εμφανίζεται σε ταινίες.
Ο Μισίμα ανησυχούσε πολύ με το όλο και αναπτυσσόμενο αριστερίστικο και κομμουνιστικό κίνημα στα Πανεπιστήμια, το οποίο επιζητούσε να καταστρέψει το παραδοσιακό πνεύμα της Ιαπωνίας (όπως έκανε και σε όλες τι εθνικές παραδόσεις ανά τον κόσμο) και δεν δίστασε να δηλώσει ότι ο πόλεμος στην Μαντζουρία στην δεκαετία του ’30 ήταν ένα παράδειγμα του πόσο ενεργητικά αντικομμουνιστική υπήρξε η Ιαπωνία. Αποδοκίμαζε το γεγονός ότι οι εξωτερικές επιρροές στην κουλτούρα υπερκερούσαν τις παραδοσιακές αξίες, τα παραδοσιακά ιδανικά και τα έργα τέχνης, αλλά δεν υπήρξε ποτέ ένας απλός αντιδραστικός αλλά πάντοτε ήταν υπέρ ενός παντρέματος του παλιού και του καινούργιου με ένα τρόπο που θα μπορούσε να ταιριάζει με αυτό που υπήρξε η Ιαπωνία στο παρελθόν.
Το αποτυχημένο μοναρχικό πραξικόπημα
Ο Μισίμα ήθελε μια επιστροφή, αν όχι του πολεμικού πνεύματος, όπως υπήρξε πριν τον πόλεμο, τουλάχιστον ένα σωστό σεβασμό και εκτίμηση για αυτό, καθότι ένοιωθε ότι η άρνηση του από τους πασιφιστές της μεταπολεμικής περιόδου δεν ήταν μόνο βλαβερή, αλλά δεν ήταν και γνήσια. Θαύμαζε πάρα πολύ την παλιά εικόνα των Σαμουράι, που την ίδια στιγμή ήταν κτηνώδεις και εκλεπτυσμένοι. Πολλοί έστρεψαν το κεφάλι τους με αηδία, όταν μίλησε με θαυμασμό για το παλιό έθιμο της τελετουργικής αυτοκτονίας του χαρακίρι η σεπούκου και δήλωσε με κάποια περιφρόνηση ότι δεν υπάρχει πια την σήμερον εποχή ηρωικός θάνατος.
Η τελευταία πράξη στην ζωή του Γιουκίο Μισίμα ήταν η πιο αλλόκοτη. Σε γενικές γραμμές ήθελε να κάνει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα (σ.μ στην πραγματικότητα προνουντσιαμέντο) που να αποκαταστούσε τον Αυτοκράτορα στην πραγματική του εξουσία. Παρόλα αυτά, ήταν πολύ συζητήσιμο αν ο Μισίμα πίστευε πραγματικά ότι υπήρχε και η παραμικρή ευκαιρία να λειτουργήσει, η να ήταν απλώς μια δραματική χειρονομία που θα του επέτρεπε να δώσει τέλος στην ζωή του με τους δικούς του όρους και για μια υπόθεση για την οποία πίστευε.
Στις 25 Νοεμβρίου 1970, ο Γιουκίο Μισίμα και άλλα τέσσερα μέλη της «Εταιρείας της Ασπίδας» μπήκαν στο αρχηγείο της Ανατολικής Διοίκησης των Δυνάμεων Αυτοάμυνας στο Στρατόπεδο Ιτσιγκάγια στο Τόκυο. Έδεσαν τον διοικητή στο γραφείο του, παρουσίασαν το μανιφέστο των πολιτικών τους απόψεων και ο Μισίμα βγήκε στο μπαλκόνι, βγάζοντας ένα ξεσηκωτικό λόγο στα στρατεύματα που είχαν μαζευτεί από κάτω. Τους κάλεσε να εξεγερθούν και να ανατρέψουν την κυβέρνηση και αποκαταστήσουν τον Αυτοκράτορα στον παραδοσιακό του ρόλο, αλλά το μόνο το οποίο αντιμετώπισε ήταν γιουχαϊσματα και κοροϊδίες . Αφού έβγαλε τον λόγο του, ο Μισίμα επέστρεψε μέσα στο αρχηγείο και εκτέλεσε την παραδοσιακή τελετουργία του σεππούκου. Η αποτυχία του συντρόφου του να τον αποκεφαλίσει με την μία είχε άσχημη συνέπεια, αλλά τελικά διαδραματίσθηκε με επιτυχία, χάρις σε ένα τρίτο σύντροφο ενώ ο Μισίμα είχε αφήσει μια ειδική παροχή για την νομική υπεράσπιση αυτών που έμειναν πίσω. Ήταν ένα παραδοσιακό και δραματικό τέλος στην ζωή ενός ανθρώπου που ήταν και τα δύο.