![](https://avalonofthearts.gr/wp-content/uploads/2021/10/ADIMAMALO_-57-1-1200x731.jpg)
Ένας από τους λόγους ύπαρξης και επιτυχίας πολλών νεανικών συγκροτημάτων παραδοσιακής μουσικής είναι η ίδρυση των Μουσικών Σχολείων ανά την χώρα την τελευταία εικοσαετία. Ένα χαρακτηριστικό συγκρότημα αυτού του μουσικού κινήματος είναι οι Antimamalo που παίζουν ρεμπέτικα και παραδοσιακό τραγούδι και αποτελούνται από τα αδέλφια Πάνο, Κατερίνα και Νίκο Σταθάκη και τον Φάνη Ζαχόπουλο.
Με αφορμή την εμφάνιση τους στο διήμερο “Οι νέοι και η Δόμνα Σαμίου” στο Κέντρο Ιδρύματος Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος κλείσαμε μια συνέντευξη σε ένα αγαπημένο μας καφέ κοντά στον Πύργο των Αθηνών.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη*
Φωτογραφίες συνέντευξης: Χρήστος Κισατζεκιάν
Καταρχάς, να ξεκινήσουμε από το όνομα. Τι σημαίνει το όνομα του συγκροτήματος Antimamalo;
Π.Σ: Το αντιμάμαλο είναι ναυτικός όρος, είναι ένα είδος κύματος. Είναι το βουβό κύμα το οποίο δεν φαίνεται καλά, λίγο πριν σκάσει στην ακτή ξαναγυρίζει πίσω, είναι λίγο αντίθετο με τα υπόλοιπα κύματα. Το επιλέξαμε γιατί οι τρεις είμαστε από τη Νεάπολη Λακωνίας, δηλαδή όλα τα καλοκαίρια τα περνάμε στη θάλασσα.
Αλλά εσείς ήσασταν και από πριν, ως τρίο υπήρχε το «Αντιμάμαλο Band».
Ν.Κ: Ναι, είμαστε τρία αδέρφια που παίζαμε πάντα μαζί μουσική και το 2018 ήρθε στο σχήμα το δικό μας και ο Φάνης. Εμείς πριν παίζαμε ως «Αντιμάμαλο Τρίο» και από το 2018 γίναμε «Αντιμάμαλο Band».
Υπάρχει και μία αδερφή, εάν θυμάμαι καλά.
Π.Σ: Ναι, η Κατερίνα, η οποία δεν κατάφερε να είναι σήμερα, για λόγους εργασίας.
Η Κατερίνα τι παίζει;
Π.Σ: Παίζει ακορντεόν και τραγουδά.
![](https://avalonofthearts.gr/wp-content/uploads/2021/10/antimamamalo.jpg)
Οι Antimamalo: Η Κατερίνα Σταθάκη (ακκορντεόν, φωνή) ο Φάνης Ζαχόπουλος (κιθάρα, φωνή) ο Νικόλαος Σταθάκη (σαντούρι, φωνη) και ο Πάνος Σταθάκης (μπουζούκι, φωνή)
Πώς αποφασίσατε να παίζετε ρεμπέτικα;
ΦΖ :Νομίζω ότι είχε να κάνει με το τι μας άρεσε εξαρχής. Τα παιδιά, ούτως ή άλλως, από την οικογένεια έχουν αρκετά τον ήχο αυτό στα αυτιά τους και τον μελετούν και στις σχολές που είναι και στα όργανα που παίζουν, είναι πολύ κοντά σε αυτή τη μουσική. Εγώ γνώρισα το Νικόλα, καταρχάς, το 2018, γιατί ήμασταν μαζί φαντάροι και γνωρισθήκαμε στο Στρατό, και δέσαμε από αυτή τη γωνιά. Δηλαδή, βρεθήκαμε να παίζουμε μαζί, πριν γνωρίσω εγώ προσωπικά τα υπόλοιπα δύο αδέρφια, και μου έλεγε ο Νικόλας, όταν ήμασταν ακόμα φαντάροι, ότι, τα αδέρφια μου παίζουν και παίζουμε και μαζί και, εάν είναι, να οργανωθούμε και να κάνουμε κάτι παρέα. Οπότε, γνωρισθήκαμε και παίξαμε και δέσαμε και ιδιοσυγκρασιακά με τα παιδιά, αλλά ταιριάξαμε και παικτικά αρκετά.
Τι ακουγόταν μέσα στο σπίτι και αποφασίσατε να παίξετε;
Από μικροί ακούγαμε ρεμπέτικα στο σπίτι, άκουγαν οι γονείς, έπαιζαν ερασιτεχνικά και κάποιο όργανο, οπότε είχαμε μουσικά όργανα στο σπίτι. Αντίστοιχα, και από τις γιαγιάδες είχαμε και το παραδοσιακό τραγούδι στα αυτιά μας πολύ. Δηλαδή, μιλάμε για δύο μουσικές παραδόσεις. Και το ρεμπέτικο και το παραδοσιακό τραγούδι τα ακούγαμε από μικροί, οπότε ήταν κάτι πολύ οικείο στα αυτιά μας. Για αυτό ξεκινήσαμε και ασχοληθήκαμε και με αυτό, είχαμε αρκετά ερεθίσματα από την οικογένεια.
Μετά ξεκινήσαμε να μαθητεύουμε στο Μουσικό Σχολείο Ιλίου, και οι τρεις της οικογένειας, οπότε αυτή τη μουσική την είδαμε σε ένα πλαίσιο διδασκαλίας, την είδαμε μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία, μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα που γνωρίσαμε.
Παίζετε σε μαγαζιά;
Ναι, παίζαμε σε διάφορα μαγαζιά της Αθήνας και σε φεστιβάλ εκτός Αθηνών. Και σε εκδηλώσεις, επίσης. Δηλαδή, υπάρχει αρκετό ενδιαφέρον για αυτή τη μουσική και σε γάμους, βαπτίσεις και σε κοινωνικές εκδηλώσεις, οτιδήποτε μπορείτε να φαντασθείτε. Ακόμα και σε πάρτι που μπορεί να θέλει κάποιος να κάνει στο σπίτι του και να θέλει να ακούσει αυτή τη μουσική. Είναι αρκετά σύνηθες και αρκετά εναλλακτικό για εμάς, το ότι μπορείς να κάνεις ένα πάρτι και, από το να φέρεις ένα DJ, για παράδειγμα, ή να βάλεις μουσική στα ηχεία, να θέλεις να έχεις το ζωντανό στοιχείο της μουσικής. Γιατί, και ο κόσμος μπορεί να χορέψει σε καλύτερες συνθήκες από αυτές, ενδεχομένως, τώρα με την πανδημία και μπορεί να βγάλει προς τα έξω αυτό το συναίσθημα της διασκέδασης. Οπότε, συνηθίζεται ολοένα και περισσότερο, νομίζω, αυτό.
Αυτό είναι κάτι άγνωστο για πολλούς.
Είναι μία μουσική που έχει απήχηση και στους νέους πάρα πολύ. Δηλαδή, και λόγω των Μουσικών Σχολείων, αυτές οι παραδόσεις, και τα ρεμπέτικα και η ελληνική παραδοσιακή, ήρθαν πολύ κοντά σε νεανικό κοινό, γιατί πολλά παιδιά παίζουν μουσική –άσχετα εάν είναι επαγγελματικά ή όχι– έρχονται σε επαφή με αυτή τη μουσική μέσω της μουσικής πράξης. Οπότε, αυτό που κάνουμε έχει αρκετή απήχηση, καθώς υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που του αρέσει αυτή η μουσική και αρκετά νέο –δηλαδή, ηλικιακά κοντά σε εμάς.
Το ερώτημα είναι και για εσάς τους ίδιους, αλλά και για το κοινό σας. Τι είναι αυτό που σας τραβά στη μουσική αυτή;
Όσον αφορά τα ρεμπέτικα, νομίζω ότι η δύναμη σε αυτή τη μουσική ίσως είναι η αμεσότητα των στίχων, ανεξάρτητα για το ποια χρονική περίοδο μιλάμε. Δηλαδή, εάν μπορούμε να χωρίσουμε το ρεμπέτικο σε τρεις περιόδους, όποια από τις τρεις και να πάρουμε, ανεξαρτήτως θεματολογίας, νομίζω ότι η αμεσότητα που έχουν οι στίχοι, τα τραγούδια, είναι αυτό που αποτελεί το πιο δυνατό στοιχείο αυτού του είδους.
Είναι και μία μουσική που έχει αντέξει σχεδόν ένα αιώνα.
Και ανανεώθηκε και συνεχίζει.
Υπάρχει και μία τάση ανακάλυψης αυτής της μουσικής. Επειδή είναι ένα υλικό του οποίου τις ηχογραφήσεις ακόμα τις ανακαλύπτουμε και ακόμα βγαίνει τεράστιο αρχείο στην επιφάνεια, υπάρχει μία τάση οι νέοι μουσικοί να ψάχνουν άγνωστα τραγούδια που δεν τα ξέρει κανένας.
Δεν είναι μόνο ότι μπορεί κάποιος να ασχολείται μόνο με το ρεμπέτικο και την πρώτη εκτέλεση, το αυθεντικό παίξιμο. Υπάρχει πολύ αυτή η Σχολή και είναι πολύ καλό και να την ακούμε και να τη σεβόμαστε, αλλά, στο τέλος-τέλος, μουσική παίζουμε. Η μουσική δεν νομίζω ότι αξίζει μόνο για τον μουσειακό της χαρακτήρα, έχει να κάνει και με τον τρόπο έκφρασης, με το τι μας λένε τα κομμάτια αυτά, τι μας λέει αυτή η μουσική, γιατί επιλέγουμε να παίζουμε με αυτά τα όργανα, με αυτές τις φωνές, με αυτό το ρεπερτόριο, τέλος πάντων.
Υπάρχουν σχέδια για δισκογραφία;
Ήδη μας αρέσει να φτιάχνουμε μικρά projects και να τα υλοποιούμε
Όπως;
Ας πούμε, ένα project που θα κυκλοφορήσουμε σε λίγο είναι μία καινούρια σύνθεση που έχει γράψει ο Φάνης, που για εμάς είναι κάτι καινούριο το ότι το δικό μας το σχήμα έρχεται σε επαφή με μία καινούρια σύνθεση και παρουσιάζει ένα καινούριο μουσικό υλικό.
Προς το παρόν όμως, επειδή είναι πολύ πιο άμεσο και πολύ πιο εύκολο, τελικά –σε σχέση με τη δισκογραφία πάντα μιλάμε– φτιάχνουμε ένα κομμάτι, το μιξάρουμε, το γράφουμε στο studio, φτιάχνουμε ένα βίντεο –οτιδήποτε και εάν είναι αυτό– και το προωθούμε, έτσι ώστε ο κόσμος να έρθει σε επαφή πολύ πιο άμεσα από το να περιμένουμε να βγει σε ένα χρόνο ο δίσκος, να μαζευτεί όλο το υλικό.
Από τους συνθέτες του σμυρναίικου και του ρεμπέτικου ποιοι σας αρέσουν περισσότερο;
Εγώ θα έλεγα ο Παναγιώτης Τούντας περισσότερο, νομίζω.
Σίγουρα, εάν αναφερθούμε στο σμυρναίικο ύφος, δεν μπορούμε να μην πούμε τον Παναγιώτη Τούντα. Από εκεί και μετά, υπάρχουν μικρές συνθέσεις, όπως του Οδοντάκη ή του Σέμση, υπάρχουν διάφορα διαμάντια μικρά, που δεν μπορείς ότι μου αρέσει μόνο αυτός ο συνθέτης.
Από το ρεμπέτικο;
Νομίζω ότι πάντα μία σταθερή αξία είναι ο Βαμβακάρης, με την έννοια ότι είναι χαρακτηρισμένος ως ο «Πατριάρχης του ρεμπέτικου». Μπορεί οι εκτελέσεις του να μας ακούγονται λίγο πιο πρωτόλειες και λίγο πιο απλοϊκές σε σχέση με συνθέτες όπως είναι ο Τούντας ή ο Σκαρβέλης, αλλά μάλλον εκεί κρύβεται και η μαγεία του ως συνθέτη και για αυτό πάντα θα είναι από τους πιο σημαντικούς, εάν όχι ο πιο σημαντικός, για αυτό το είδος.
Πηγαίνοντας πιο μετά, για εμένα, ο Τσιτσάνης πάντα είναι κάτι καινούριο. Είναι αρκετά μεγάλος συνθέτης και κάθε φορά τον ανακαλύπτω, γιατί, για εμένα, έχει γράψει διαφορετικού τύπου συνθέσεις, έχει διάφορα συνθετικά ύφη στο συνθετικό του έργο.
Βέβαια, είναι αυτό που λέει ο Παναγιώτης, ότι ποτέ δεν θα μάθεις όλο τον Τσιτσάνη –νομίζω, εκτός εάν πραγματικά αφιερώσεις μεγάλο κομμάτι της ζωής σου. Όσο και εάν ακούς και όσα χρόνια και εάν παίζεις σε μαγαζιά κ.λπ., πάντα θα υπάρχει ένα τραγούδι που θα λες «Αυτό τι είναι, Τσιτσάνης είναι αυτό;», «Πού είναι αυτό το τραγούδι, το αριστούργημα, που δεν το έχουμε ακούσει εμείς ποτέ και που έτυχε να το ακούσουμε σε μία ταβέρνα ή σε ένα μαγαζί και λέμε απίστευτο;». Δηλαδή, σε εκπλήσσει ολοένα και περισσότερο, συνέχεια. Και τραγούδια που είναι κοντά στο κλασσικό ρεμπέτικο και οργανικές συνθέσεις, γιατί είναι και ένας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, και αργότερα τραγούδια τα οποία προσεγγίζουν το λαϊκό τραγούδι, όπως διαμορφώθηκε στη συνέχεια και το λέμε λαϊκό τραγούδι.
Επίσης, είναι και αυτό που έλεγε και ο ίδιος, ότι τελικά έκανε και ο ίδιος αυτό που έλεγαν παλιά το «σουξέ». Δηλαδή, υπήρχε πολύ τότε το σουξέ ως έννοια και ως όρο και ο Τσιτσάνης δεν ήταν ένας συνθέτης ο οποίος έμενε στο περιθώριο, έβγαζε τραγούδια τα οποία αγαπήθηκαν ακόμα και τότε που τα έβγαζε.
Το μέλλον της αναβίωσης του ρεμπέτικου πως το βλέπετε εν έτει 2021;
Εγώ νομίζω ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε κάτι, απλά βλέπουμε –αυτό που είπε και ο Φάνης πριν– ότι είναι μία ζωντανή ακόμα παράδοση, ένα μουσικό υλικό το οποίο ο καθένας το μεταχειρίζεται με τελείως διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή, αποτελεί έμπνευση για μία καινούρια μουσική σύνθεση. Βλέπουμε να πειραματίζονται άνθρωποι, με την καλή έννοια, επάνω σε αυτό το μουσικό υλικό, αυτό το μουσικό υλικό να περνά από καινούριες ενορχηστρώσεις.
Έχουν γίνει πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και πάρα πολύ ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις όλα αυτά τα χρόνια, είτε είναι με μίξη με άλλες μουσικές, με άλλα είδη, όπως είναι η rap –που, φαντάζομαι, όλοι μας τη σκεπτόμαστε– ή το hip hop κ.λπ., τα οποία χαίρουν και μεγάλης αναγνώρισης από το κοινό.
Δεν παίζετε όμως μόνο ρεμπετικο.
Όχι. Να πούμε ότι είμαστε ένα σχήμα που προσεγγίζουμε και το παραδοσιακό τραγούδι με ένα δικό μας τρόπο πάντα, γιατί πέρα από το μπουζούκι, το ακορντεόν και την κιθάρα, έχουμε και το σαντούρι της Σμύρνης, που ξέρουμε. Δηλαδή αυτό το ρεπερτόριο, ας πούμε, μπλέκεται και με το σαντούρι του Αιγαίου, που ξέρουμε, και αυτής της παράδοσης.
Μιλήστε μας λίγο για το πώς συνδυάζεται το δημοτικό με το ρεμπέτικο ή το παραδοσιακό της Μικράς Ασίας.
Ας πούμε, στη Λέσβο το μπουζούκι πήγε νωρίτερα από το ‘60, νομίζω, απλά από το ‘60 άρχισε να αλλάζει ο τρόπος διασκέδασης στο νησί, το οποίο έχει μία αρκετά μεγάλη παράδοση και έχει και συνθέσεις οι οποίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πολύ κοντά σε αυτό το ύφος του ρεμπέτικου. Βλέπουμε ότι διάφορα τραγούδια αφομοιώθηκαν στο νησί και παίζονταν σε τοπικά γλέντια.
Αντίστοιχα, στο ρεμπέτικο έχουμε συνθέτες οι οποίοι ασχολούνται με το παραδοσιακό τραγούδι. Δηλαδή ο Βαμβακάρης, για παράδειγμα, έπαιζε τα τραγούδια του νησιού του πρώτα και αυτό ήταν το υλικό έμπνευσής του για τα τραγούδια που έγραψε.
Είναι και πολλοί άλλοι, όπως ο Περδικόπουλος, για παράδειγμα, ή ο Ρούκουνας, το Σμυρνιωτάκι, ο οποίος στη δισκογραφία του έχει από πολύ βαρύ ρεμπέτικο, όπως εννοούμε το βαρύ ρεμπέτικο του ‘30, μέχρι παραδοσιακά τσάμικα. Δηλαδή, καμία σχέση με το ρεμπέτικο.
Υπάρχει και η Ρίτα Αμπατζη.
Ναι, βεβαίως και η Αμπατζή, ένα σωρό δημοτικά τραγούδια. Δηλαδή, υπήρχε πάρα πολύ αυτή η μετάβαση. Αυτό που είπε ο Παναγιώτης πριν για τη Σίφνο, η Σίφνος παλιά ήταν τόπος εξορίας και για τους ρεμπέτες και εκεί, σύμφωνα με τη βιογραφία του Βαμβακάρη, είχε εξορισθεί ο Παγιουμτζής. Και πολλά τραγούδια, τα Σιφνέικα όπως ονομάζονται πλέον και παίζονται στα πανηγύρια, είναι ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια του τότε. Δεν ξέρω εάν παίζει ο Παγιουμτζής μεγάλο ρόλο σε αυτό, μπορεί και ναι, αλλά στη μουσική παράδοση της Σίφνου πολλά από τα παραδοσιακά τραγούδια που παίζονται με βιολί και λαούτο είναι ρεμπέτικα, δηλαδή παίζουν Μάρκο Βαμβακάρη σε συρτό, ας πούμε, ή καλαματιανά που οι στίχοι και οι σκοποί είναι του ρεμπέτικου. Και μην πάμε μακριά, το «Μέσα σ’ ωραία ρεματιά» του Βαμβακάρη.
Ναι, το οποίο είναι ένα κομμάτι το οποίο συναντάται και στην Κύθνο, ως παραδοσιακό κομμάτι της Κύθνου, και υπάρχει αυτό το «δεν ξέρουμε τι γίνεται». Ή η «Βαγγελίτσα», που λέει ο Παπαϊωάννου, υπάρχει στην Τζια, με λίγο διαφορετική αλλαγή στη μελωδία, ως παραδοσιακό Τζιας. Και εκεί δεν ξέρουμε τι γίνεται, ποιος δανείσθηκε από ποιον.
Για πείτε μου για το τι θα παίξετε στο διήμερο.
Θα παρουσιάσουμε τέσσερα τραγούδια –τρία τραγούδια και ένα οργανικό κομμάτι– τα οποία αναφέρονται σε ιστορίες κάποιων προσώπων. Τα τρία πρόσωπα είναι η Ανδρονίκη, με την οποία ξεκινάμε, ο Γιάνναρος και ο Κίτσος, από το «Του Κίτσου η μάνα».
Είναι ιστορίες τραγικών προσώπων, ας πούμε, τα οποία οδηγήθηκαν στο θάνατο, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Η Ανδρονίκη, γιατί πήγε κόντρα στα πρότυπα της γυναίκας εκείνης της εποχής. Βρέθηκε σε δημόσιο χώρο με κάποιον με τον οποίο, μάλλον, είχε ερωτική σχέση, βρέθηκε να παίζει χαρτιά και να πίνει ναργιλέ σε ένα ανδροκρατούμενο καφενείο και την σκότωσε ο αδελφός της, γιατί θεώρησε ότι ντροπιάζει την τιμή της οικογένειας.
Ο Γιάνναρος είναι μία άλλη ιστορία. Ουσιαστικά, ο πεθερός αποφασίζει να σκοτώσει τον υποψήφιο γαμπρό της κόρης του, γιατί είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ένα περιθωρειακό στοιχείο –θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας μπεκρής. Τέλος πάντων, πάλι κάποιος δεν ακολουθεί κάποια πρότυπα.
Η άλλη ιστορία, «Του Κίτσου η μάνα», αναφέρεται στη μάνα του Κίτσου, η οποία –λέει– είναι «στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε». Ουσιαστικά, ήθελε να λιγοστέψει το ποτάμι, να περάσει από την άλλη, να πάει στα κλεφτοχώρια –δεν ξέρουμε ποια είναι αυτά τα κλεφτοχώρια, σε τι αναφέρεται.
Γιατί έπιασαν τον Κίτσο, το γιο της, και πηγαίνουν να τον κρεμάσουν και θέλει η μάνα να πάει να τον βρει. Παρακάτω στο τραγούδι η μάνα θέλει να σώσει τον Κίτσο και ο Κίτσος λέει, μην κλαις για εμένα, μάνα, να κλαις για τον αγώνα –εάν θυμάμαι καλά. Δηλαδή, είναι ολόκληρο δημοτικό τραγούδι και οι στίχοι του είναι πολύ αλληγορικοί. Αλλά, εντάξει, βεβαίως το τραγούδι ως τραγούδι εμείς το έχουμε περιορίσει σε τέσσερις στροφές που λένε για τη μάνα λόγω του περιορισμένου χρόνου.
Αυτές είναι οι τρεις ιστορίες και έχουμε και ένα μικρό απτάλικο από τη Λέσβο για να πλαισιώσει το αυτό το μουσικό πρόγραμμα, τον Τσαπαρλή.
Οπότε, ναι, και αυτό είναι ένα από τα μικρά projects που λέγαμε πριν. Δηλαδή, αυτό σκοπεύαμε να το παρουσιάσουμε ζωντανά, προέκυψε η προκήρυξη των αιτήσεων για αυτό και λέμε “Ωραία, θα το παρουσιάσουμε στο διήμερο”.
Ευχαριστώ πολύ για την συνέντευξη.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ το «Άβαλον» και χαρήκαμε για τη γνωριμία.
Η συνέντευξη έγινε στο Epoca cafe (Σινώπης 6, Αμπελόκηποι), το οποίο ευχαριστούμε για την φιλοξενία
* Ο Γιώργος Πισσαλίδης έχει υπάρξει συνεργάτης των μουσικών περιοδικών “Ποπ& Ροκ”, “Οζ”, “Δίφωνο” “Jazz & Tζαζ” , καθώς και της “βίβλου του έθνικ” Folk Roots , ενώ έχει συν-συγγραψει το κεφάλαιο για την ελληνική μουσική στις τελευταίες 4 εκδόσεις του έθνικ οδηγού The Rough Guide to World Music.