του Γιώργου Σταφυλά, συγγραφέα
Τo αστυνομικό μυθιστόρημα δεν ήταν ποτέ ξεκομμένο από την πολιτική με την ευρύτερη έννοια(κατα Λένιν τα πάντα ειναι πολιτική). Από την εποχή των μεγάλων Άγγλων συγγραφέων του Κόναν Ντόυλ, της Αγκάθα Κρίστι του Τσέστερτον και της Ντόροθυ Σέγιερς, οι συγγραφείς του εγκλήματος κατέθεταν στα γραπτά τους την κοσμοθέαση τους σχολιάζοντας το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής. Οι μεγάλοι Άγγλοι συγγραφείς αποδίδουν πιστά την ατμόσφαιρα της αγγλικής αριστοκρατίας της εποχής της μπέλ επόκ και του μεσοπολέμου.
Το έργο τους διαπνέεται απο περηφάνεια για την Βρετανική αυτοκρατορία. Οι συγγραφείς αυτοί ήταν συντηρητικοί και πίστευαν στον εκπόλιτιστικό ρόλο της αγγλική αποικιοκρατίας. Στα βιβλία τους Ινδοί και νέγροι υπηρέτες περιγράφονται με τρόπο που σήμερα αρκετοί θα χαρακτήριζαν “ρατσιστικό”. Επιπλέον οι γυναίκες στα βιβλία τους επίσης παρουσιάζονται με όλα εκείνα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που θα έκαναν κάποιους σήμερα να μιλήσουν για “σεξισμό”.
Οι συγγραφείς αυτοί μας άφησαν ανεπανάληπτες ιστορίες φόνων με εξωτικά δηλητήρια η πιστόλια μονομαχίας με φόντο τον υπέροχο τοπίο της Αγγλικής εξοχής. Η ιστορίες τους στήνονται πάνω στην λογική αλληλουχία μιας σειράς αποδεικτικών στοιχείων και πανω στο μοτίβο ”βρες ποιος ειναι ο δολοφόνος”.
Η μεγάλη στροφή λαμβάνει χώρα στην Αμερική την δεκαετία του είκοσι. Άσημοι και συχνά άτεχνοι συγγραφείς δοκιμάζουν τις ικανότητες τους στο γράψιμο δημοσιεύοντας τις ιστορίες τους στα μεγάλα λαϊκά περιοδικά της εποχής. Είναι η εποχή που μεσουρανούν τα Black Mask, Detective Stories, Amazing Stories και άλλα λιγότερο γνωστά. Μέσα από τις σελίδες τους αναδεικνύονται εκείνοι οι συγγραφείς που καθορίζουν το είδος για πολλές δεκαετίες και που μέχρι σήμερα θεωρούνται αξεπέραστοι. Ντάσιελ Χάμετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ και άλλα μεγάλα ονόματα ξεκίνησαν από τα pulp fiction περιοδικά,δηλαδή από την λογοτεχνία του σωρού η του πολτού όπως περιφρονητικά αποκαλούσαν το είδος διάφοροι κριτικοί τους οποίους ο Tσάντλερ χαρακτηρίζει ”κυρίες και των δυο φύλων”.
Για εκείνη την ρομαντική εποχή των πιονιέρων του είδους ο Τσάντλερ γράφει: ”αρκετές από αυτές τις ιστορίες ήταν χοντροκομμένες κι ωστόσο ειλικρινείς”. Αυτή ήταν και η μεγάλη διαφορά με το Αγγλικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι Αμερικάνοι με πρώτο τον Τσάντλερ πήραν το έγκλημα από τις επαύλεις της αγγλικής αριστοκρατίας και από τους βαριεστημένους ευγενείς και το απέδωσαν στους ανθρώπους του περιθωρίου, στους ανθρώπους του υποκόσμου, εκείνους που πραγματικά είχαν λόγο να εγκλιματίσουν. Οι Αμερικάνοι ανακάλυψαν τα κοινωνικά ελατήρια του φόνου -εκεί που οι ‘αγγλοι δεν τολμούσαν να φανταστούν κάτι πέρα από κληρονομικές διαφορές μεταξύ συγγενών μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών- και εστίασαν περισσότερο στα κοινωνικά αιτια του εγκλήματος παρα στο ποιος ειναι ο δολοφόνος.
Οι φόνοι που έπλασαν οι Αμερικάνοι ηταν ρεαλιστικοί. Όσο βέβαια αυτό γίνεται γιατί όπως γράφει ο Τσάντλερ στην πραγματικότητα καμιά αστυνομική ιστορία δεν αντέχει σε κανονική αστυνομική έρευνα. Όχι πια βαριεστημένοι αριστοκράτες,ούτε κυρίες των τιμών με κρινολίνα, ούτε ντετέκτιβ που χρησιμοποιούν μόνο τα φαιά τους κύτταρα λύνοντας το μυστήριο με σχεδόν μαγικό τρόπο μόνο άνθρωποι του υποκόσμου, σκληρά πρόσωπα που μιλούν αργκό, παραστρατημένα κορίτσια, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, αγορασμένοι πολιτικοί που ελέγχονται από το συνδικάτο του εγκλήματος και κυρίως ντεντέκτιβς που ακροβατούν στα όρια της παρανομίας μόνιμα τσακωμένοι με τους μπάτσους και μόνιμα πιωμένοι.
Κεντρική ιδέα αυτό που γράφει ο Τσάντλερ στο δοκίμιο του ”Η απλή τέχνη του φόνου”. ” Ο συγγραφέας που γράφει ρεαλιστικά για φόνους γράφει για έναν κόσμο στον οποίο οι γκάνγκστερς μπορεί να κυβερνούν έθνη και να διοικούν μεγαλουπόλεις, στον οποίο τα ξενοδοχεία, οι πολυτελείς κατοικίες και τα καλά εστιατόρια ανήκουν σε ανθρώπους που έκαναν λεφτά από τα μπορντέλα…” Σημειώστε εδώ ότι αν και ο μεγάλος Ντάσιελ Χάμετ υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος των ΗΠΑ και την εποχή του Μακαρθισμού διώχτηκε, στα βιβλία του δεν μπορεί να βρει κανείς παρά μόνο ψήγματα της κοσμοθεωρίας του. Στην πράξη οι ήρωες του είναι μισθωμένα όργανα του καλού κόσμου με αποστολή να ξεπλύνουν τις μπουγάδες τους. Η παρέμβαση του ντεντέκτιβ φθάνει μεχρι το σημείο να καθαρίσει μια διεφθαρμένη πόλη αποδίδοντας την όμως ξανά καθαρή και άσπιλη στον παλιό της ιδιοκτήτη. Αυτό συμβαίνει στο περίφημο ”κόκκινο θερισμό ” του Χάμετ. Αν και μαρξιστής ο Χάμετ δεν τόλμησε να μιλήσει για κοινωνική ανατροπή στο έργο του αλλά ρεαλιστικά αφού βάζει τον ντετέκτιβ του να συγιρίσει μια διεφθαρμένη πόλη τον βάζει και να την παραδίδει έπειτα στον παλιό της ιδιοκτήτη τον βασικό υπέυθυνοπ για την διαφθορά της.
Πολιτική παρέμβαση ίσως και προπαγάνδα μέσω του αστυνομικού μυθιστορήματος επιδιώκουν αργότερα οι Γάλλοι ιδρυτές τους λεγόμενου νεοπολάρ. Γάλλοι τροτσκιστές συγγραφείς όπως ο Μανσέτ και ο Φαζαρντί, αντιλαμβανόμενοι σωστά την κοινωνική διάσταση του εγκλήματος, επιδιώκουν να εμφυσήσουν το επαναστατικό πνευμα τως δεκατειών 60s και των 70s στους αναγνώστες των ιστοριών τους. Χρησιμοποιούν το αστυνομικό ως εργαλείο προώθησης της επανάστασης. Γράφουν για την ατμόσφαιρα της εποχής της δεκαετίας του 60. Εποχή μεγάλων διαδηλώσεων και ανακατατάξεων άλλα και γέννησης του κινήματος της νέας αριστερά το οποίο πράγματι έχει τροτσκιστική καταγωγή ( σχέσεις της αμερικανικής αριστεράς με τον Τροσκισμό είναι πολύ βαθιές). Στα βιβλία τους οι καλοί και οι κακοί έχουν συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα. Θεωρείται οτι έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τους συγγραφείς της λεγόμενης Σκανδιναβικής σχολής.
Την ίδια εποχή στην Ελλάδα το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι παντελώς παραγκωνισμένο από τους κριτικούς λογοτεχνίας αλλά και από την αριστερά που το θεωρεί ένα είδος καπιταλιστικής παραφιλολογίας. Πράγματι οι κομματικές οργανώσεις βάσης του παράνομου ΚΚΕ εκδίδουν ντιρεκτίβες τα μέλη τους να αποφεύγουν λαϊκά αναγνώσματα όπως Η ΜΑΣΚΑ και ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ. Ο Τζίμμυς Κορίνης συγγραφέας ενός τεράστιου όγκου αστυνομικών ιστοριών και αρχισυντάκτης αυτών των περιοδικών θεωρείται διαφθορέας της νεολαίας. Ωστόσο ενας άλλος -αριστερός αυτός- οδημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Μαρής αρχίζει να δημοσιεύει τις ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα. Η αριστερά σίγα σιγά(θα πέρασει αρκετός καιρός βέβαια) θα δει το αστυνομικό με άλλο μάτι. Αργότερα μπαίνει και ο Πετρος Μάρκαρης με τον ήρωα του αστυνόμο Χαρίτο. Στο έργο του Μάρκαρη υπάρχει έντονο κοινωνικοπολιικό υπόβαθρο με αριστερό ιδεολογικό πρόσημο.
Για να φτάσουμε στην εποχή μας όπου διάφορες αστυνομικές σχολές υπάρχουν, η θεωρείται πως υπάρχουν. Μεγάλη εμπορική επιτυχία γνωρίζουν οι Σκανδιναβοί συγγραφείς.Ο Στίγκ Λάρσοn πούλησε ογδόντα εκατομμύρια αντίτυπα με την τριλογία του Millenium αν και υπήρξε άτυχος καθώς πέθανε πολυ νωρίς χωρίς να προλάβει να δει την επιτυχία του. Το κορίτσι με το τατουάζ το πρωτο βιβλίο της τριλογίας γυρίστηκε ταινία με τον Ντάνιελ Κρέγκ στον ρόλο του δημοσιογράφου Μπλουμκβιστ που αναλαμβάνει την έρευνα γύρω από την μυστηριώδη εξαφάνιση ενός εφτάχρονου κορίτσιου ανηψιάς Σουηδού μεγαλοβιομήχανου. Το κορίτσι με το τατουάζ έκανε άισθηση ως ενα θρίλερ μυστηρίου με πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις. Ο Γιό Νέσμπο επίσης ειναι άλλος ενας πασίγνωστος και ιδιαίτερα αγαπητός στην χωρα μας,εκπρόσωπος της Σκανδιναβικής σχολής. Ιδιαίτερο χραακτηρηστικό της σχολής θα λέγαμε ειναι το γράψιμο που συχνά κινείται στα όρια του σπλάτερ και το κοινωνικό σχόλιο που εμπεριέχει μεγάλες δόσεις πολιτικής ορθότητας(καλοί μετανάστες που δολοφονούνται απο παράφρονες ακροδεξιούς ενα συχνότατο μοτίβο).
Πατέρες της Σκανδιναβικής σχολής υπήρξαν το Σουηδικό ζευγάρι των Σχέβαλ και Βαλέε, οι οποίοι είναι σχετικά άγνωστοι στην χώρα μας. Η Μάχ Σχιεβάλ και Πιέρ Βαλέε ηταν ζευγάρι και στην ζωή. Μαζί έγραψαν δεκα βιβλία που περιγράφουν όπως οι ίδιοι έχουν παραδεχθεί την Σουηδική κοινωνία από την δική τους αριστερή οπτική. Πιο γνωστά τους μυθιστορήματα εϊναι το ”Πρόσχαροι Πολιτσμάνοι” και το ”Ροζάνα’ που έχουν εκδοθεί και στα Ελληνικά.
Εμπορική επιτυχία γνωρίζουν επίσης και οι συγγραφείς της λεγόμενης μεσογειακής σχολής κυριότερος ίσως εκπρόσωπος αυτή της τελευταίας είναι ο πρόσφατα μεταστάς Σικλεός Αντρέα Καμιλιέρι, λογοτεχνικός πατέρας του επιθεωρητή Μονταλμπάνο.
Ο Καμιλιέρι γνώρισε τεράστια επιτυχία και αποτέλεσε εκδοτικό φαινόμενο στην Ιταλία χωρίς ωστόσο να είναι κάποιος μεγάλος συγγραφέας και χωρίς να προσθέσει τίποτα καινούργιο στη δομή του μυθιστορήματος- εκτός ίσως από το γεγονός ότι τα εγκλήματα του γίνονται κάτω από τον καυτό ήλιο της Μεσογείου και οι ντετέκτιβ του δεν φορούν καμπαρντίνες και καπέλα.
Στην μεγάλη του επιτυχία συνετέλεσε ο κλασικός Ιταλικός σοβινισμός. Ο μέσος Ιταλός προτιμάει να αγοράσει φίατ από όπελ. Ο μέσος Ιταλός προτιμαει την Άλφα Ρομέο από την BMW. Ο μέσος Ιταλός θα προτιμήσει να διαβάσει τον δικό του αστυνομικό συγγραφέα από τον Άγγλο, τον Αμερικάνο η τον Σκανδιναβό.
Ο Καμιλιέρι σε όλα του τα έργα προβάλλει τις αριστερές του απόψεις. Βεβαίως αυτό είναι απολύτως φυσικό ως ένα βαθμό εφόσον οι ήρωες μας και οι ιστορίες μας αντανακλούν τις πεποιθήσεις μας. Αλλά το αφήγημα του Καμιλιέρι λόγω αριστερισμού καταντάει κομμάτι γλυκανάλατο όπως και ο νεντέκτιβ του. Ο Μονταλμπάνο δεν πίνει, δεν καπνίζει,δεν πυροβολεί, δεν βαράει, σχεδόν δεν πηδάει. Στις ιστορίες του Μονταλμάνο οι ιερόδουλες από την ανατολική Ευρώπη είναι πάντα θύματα τραφικινγκ και οι μετανάστες επίσης πάντοτε θύματα και ποτέ παραβατικοί.Οι πολιτικοί πάντοτε δεξιοι και πάντοτε απατεώνες ενώ οι παπάδες πάντοτε υποκριτές. Τέλος οι θρησκευόμενοι στα έργο του είναι καρικατούρες ημίτρελων φανατικών κάτι μεταξύ Ελένης Λουκά και κυρά δασκάλας στο καφέ της χαράς. Στο έργο του ειναι διάχυτος ο αντικληκαριλισμός και μάλιστα σε μια περιοχή της Ιταλίας που κατά τεκμήριο είναι βαθιά θρησκεύομενη. Επίσης κλασική, αναπόφευκτη και διόλου αντικειμενική η αποτύπωση του κοινωνικού προβλήματος της μετανάστευσης σε μια μάλιστα περιοχή που δοκιμάζεται σκληρά στο κομμάτι αυτό.
Αλλά και στο αμιγώς τεχνικό κομμάτι υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορεί κανείς να παρατηρήσει. Το τυχαίο παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στα έργα του. Όχι ότι δεν συμβαίνει στην ζωή μας αλλά παραείναι πολλές οι συμπτώσεις στα βιβλία του Καμιλιέρι και συχνά η λύση έρχεται με εντελώς αναπάντεχο τρόπο πολλές φορές δε, από τις πληροφορίες της Ινγκριντ μιας Σουηδέζας φίλης του Μονταλμπάνο με κάπως ελεύθερα ήθη που γνωρίζοντας κόσμο και κοσμάκη του παρέχει κρίσιμες πληροφορίες για την ταυτότητα των προσώπων που αναζητεί.
Σε όλες του τις μορφές το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι τελικά πολύ πιο περίπλοκο και πιο βαθύ απ ότι πιστεύαμε. Από το κλασικό Αγγλικό χουντάνιτ, στο Αμερικάνικο Hardboiled και στις διάφορες λεγόμενες σχολές σήμερα, σε οποιαδήποτε μορφή του εξακολουθεί να είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα.
Στην χώρα μας το αστυνομικό γνωρίζει μια δεύτερη άνθιση τα τελευταία χρόνια με πληθώρα καλών συγγραφέων που αξίζει να διαβαστούν και να κριθούν τόσο για την αφηγηματική τους ικανότητα όσο και για το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο των έργων τους.