To αρχείο του Έλληνα ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου βρήκε στέγη στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Το απόκτημα είναι μια σημαντική πρόσθεση στις συλλογές Ελληνικής λογοτεχνίας και πολιτισμού και θα είναι διαθέσιμο σε σπουδαστές και καθηγητές σε όλο τον κόσμο.
Ο Νίκος Γκάτσος (1911-1992) είχε μια σημαντική επιρροή στην μεταπολεμική γενιά των Ελλήνων ποιητών. Γράφοντας εξίσου για απώλεια και ελπίδα, το μοναδικό αμάγαλμα από υπερρεαλισμό, συμβολισμό και δημοτικό τραγούδι προκάλεσε έντονο θαυμασμό και εξασφάλισε την θέση του δίπλα στους φίλους του και Νομπελίστες Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργο Σεφέρη ως ένας από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα.
Ο Παναγιώτης Ρόιλος, Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Εδρας «Γιώργου Σεφέρη» και καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ενθάρρυνε έντονα την Βιβλιοθήκη να αποκτήσει το αρχείο. «Ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ένας από τους πιο εξέχοντες φυσιογνωμίες της Ευρωπαϊκής αβαντ γκάρντ . Το μακροσκελές του ποίημα «Αμοργός», το οποίο εκδόθηκε το 1943, κατά την διάρκεια της κατοχής της Ελλάδος από τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, χαιρετίσθηκε σχεδόν αμέσως με θετικές κριτικές τόσο από τους κριτικούς, όσο και από τους ποιητές ως ένα εμβληματικό έργο του Ελληνικού υπερρεαλισμού» Συνεχίζοντας ο Ροϊλος δήλωσε « Το Αρχείο Γκάτσου θα είναι μια σημαντική προσθήκη στα αρχεία του Χάρβαρντ για τον Ευρωπαϊκό μοντερνισμό και φυσικά την μοναδική συλλογή του για την Ελληνική λογοτεχνία και τον Πολιτισμό. Δεν υπάρχουν λόγια για να τονίσω την αξία του αρχείου για πιθανούς εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς λόγους σε πανεπιστημιακά πεδία, όπως η Ελληνική και ευρύτερη Ευρωπαϊκή πολιτιστική ιστορία, την συγκριτική λογοτεχνία, την λογοτεχνία του Ελληνικού κόσμου και μεταφραστικές σπουδές».
Ο Γκάτσος θαυμαζόταν σε μεγάλο βαθμό για τον τρόπο που χειριζόταν την ελληνική γλώσσα . Ο στενός φίλος του , ποιητής Πήτερ Λεβί θυμάται: «Ο Σεφέρης συνήθιζε να λέει ότι ο Γκάτσος ήταν ο μόνος άνθρωπος του οποίου την χρήση της Ελληνικής γλώσσας πραγματικά ζήλευε.” Ο Νίκος Γκάτσος άκουσε μουσική να ντύνει τις λέξεις που διάλεγε προσεκτικά για τα ποιήματα του. Το 1943, ο νεαρός τότε Μάνος Χατζιδάκις παρουσίασε μελοποιημένη την «Αμοργό», ξεκινώντας μια φιλία και γόνιμη συνεργασία ανάμεσα στον ποιητή και τον συνθέτη που κράτησε για όλη τους την ζωή. Ο Γκάτσος επίσης ξόδεψε δημιουργική ενέργεια δουλεύοντας με άλλους συνθέτες , όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Σταύρος Ξαρχάκος για να μετατρέψει τα ποιήματα του σε τραγούδια που θα σφράγιζαν για πάντα την μουσική ψυχή του Ελληνικού έθνους. Το σύνολο της δουλειάς , ττου που συμπεριλαμβάνει 360 τραγούδια . Μια καινούργια αναθεωρημένη έκδοση σε επιμέλεια της συντρόφου του, Αγαθής Δημητρούκα, μόλις κυκλοφόρησε.
“Αυτή η συλλογή θα γίνει μια τρομερή πηγή, όχι μόνο για τους φιλολόγους και τους ιστορικούς, αλλά εξίσου για τους μουσικούς και μουσικολόγους», λέει ο Παναγιώτης Ληγκ, πρόσφατα απόφοιτος του μεταπτυχιακού τμήματος Εθνομουσικολογίας του Χάρβαρντ και σήμερα υπότροφος στην Συλλογή Προφορικής Λογοτεχνίας του Μίλμαν Πάρρυ . «Ο Γκάτσος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς και τραγουδοποιούς του 20ου αιώνα και οι συνεργασίες του με τους μεγαλύτερους συνθέτες του 20ου αιώνα βοήθησε να καθορίσει την πορεία της Ελληνικής λαϊκής μουσικής με το πάντρεμα του φολκλορικού και της αβαντ γκάρντ. Η ευκαιρία να ερευνήσει κανείς, όχι μόνο τις σημειώσεις και τα κείμενα του Γκάτσου, αλλά και τα ηχητικά αρχεία των προσχεδίων των τραγουδιών και ανολοκλήρωτων συνθέσεων σίγουρα θα αποδειχθούν ανεκτίμητη σε μελλοντικές μουσικολογικές υποτροφίες και θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την δουλειά αυτού του πρωτοπόρου τραγουδοποιού.”
Ο Γκάτσος υπήρξε ένας ταλαντούχος μεταφραστής, κυρίως για θεατρικά έργα. Ήταν εκείνος που έκανε γνωστούς στην Ελλάδα την δουλειά του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα , του Αρκιμπαλντ ΜακΛης , του Ευγένιου Ο’ Νηλ και του Αυγούστου Στρίνμπεργκ. Τα ποιήματα και οι στίχοι του Γκάτσου έχουν μεταφρασθεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Δανικά, τα Ισπανικά, τα Ιταλικά, τα Καταλωνικά, τα Κορεατικά, τα Σουηδικά, τα Τουρκικά και τα Φιλανδικά. Το 1987, βραβεύθηκε με το Βραβείο της Πόλης της Αθήνας για το σύνολο του έργου του και το 1991 αναγνωρίσθηκε ως Αναπληρωματικό Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης για την συνεισφορά του στην προώθηση της Ισπανικής Λογοτεχνίας ατην Ελλάδα.
Το «Αρχείο Γκάτσου» συμπεριλαμβάνει μια πλούσια συλλογή από χειρόγραφα, δακτυλογραφημένα κείμενα, σημειωτάρια, αλληλογραφία, βιβλία, φωτογραφίες και μουσικές ηχογραφήσεις. Οι χρήστες του αρχείου θα μπορούν να βρουν:
- Δεκαοκτώ γράμματα του Οδυσσέα Ελύτη (που το καθένα από αυτά κυμαίνεται από 3 έως 25 σελίδες)
- Κάρτ Ποστάλ , που επί πενήντα χρόνια του έστελνε η καλή του φίλη και διάσημη τραγουδίστρια Νάνα Μούσκουρη
- Εξώφυλλα δίσκων υπογραμμένα από τους συνθέτες.
- Κασσέτες με την ταμπέλα «τραγούδια εν εξελίξει»
- Το σενάριο της ταινίας του Ηλία Καζαν «Αμέρικα, Αμέρικα» (με σχολιασμό από τον Καζάν)
- Σχολιασμένα δακτυλογραφημένα κείμενα των Γιώργου Σεφέρη, Αρτσιμπαλντ ΜακΛίς, Ντέσμοντ Ο’ Γκρέιντυ και Τσαρλς Χάντεμαν
Η Ρήα Λέσατζ, Βιβλιοθηκάριος Ελληνικών Σπουδών και Συντονίστρια Κλασσικών Σπουδών και η Λέσλι Μόρρις Επιμελήτρια της Έδρας «Γκορ Βιντάλ» για τα Μοντέρνα Βιβλία και Χειρογράφων της Βιβλιοθήκης Χιούτον του Χάρβαρντ ένωσαν τις δυνάμεις τους για να μπορέσει να γίνει δυνατή η απόκτηση του αρχείου. “Το να φέρεις το αρχείο του Νίκου Γκάτσου στην Βιβλιοθήκη, το μεγαλύτερο αρχείο σπάνιων βιβλίων και χειρογράφων του Χάρβαρντ, εξασφαλίζει ότι το σύνολο της δουλειάς του θα διατηρηθεί για τις επόμενες γενιές που θα θελήσουν να το ερευνήσουν» είπε η Λέησατζ.”
Ο Γκρέγκορυ Νέητζυ, Διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στην Ουάσινκτον, εξήρε την απόκτηση του Αρχείου Γκάτσου στην προώθηση της υπόθεσης του Ελληνισμού. «Η δουλειά του Νίκου Γκάτσου αγγίζει μεγάλο μέρος των ανθρωπιστικών σπουδών από την λογοτεχνία στον κοινωνικό σχολιασμό, από την ιστορία στην φιλοσοφία. Συγχαίρω την Βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ που πήρε μια τόσο σημαντική πρωτοβουλία. Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών παραμένει έτοιμο να βοηθήσει τις μελλοντικές πρωτοβουλίες της Βιβλιοθήκης στην διατήρηση της κληρονομιάς του Γκάτσου»