
Συνεχίζουμε το δεύτερος μέρος της συνέντευξης με τον διεθνή μας λυράρη, Σωκράτη Σινόπουλο πάνω στο νόημα και τα όρια της Παράδοσης εν έτει 2021 και την καριέρα του που επεκτείνεται από την συνεργασία του με την Δόμνα Σαμίου και τον Ross Daly στους δύο δίσκους στην τζαζ (και όχι μόνο) εταιρεία ECM.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη *
Aπό την “καθ’ημάς Ανατολή” ας περάσουμε στην Δυση. Θέλω να μου πεις πώς βρέθηκες με τον Charles Lloyd και τη Μαρία Φαραντούρη.
Πάνε αρκετά χρόνια. Η Μαρία Φαραντούρη ήδη είχε μία σχέση με τον Tσάρλς Λόυντ και ουσιαστικά εμένα με σύστησε, με γνώρισε στη Μαρία Φαραντούρη, ο Γιώργος Παπαδάκης ο αείμνηστος, που έκανε τις εκπομπές στο ραδιόφωνο και ήταν στην ΕΡΤ, διότι του ζήτησε η Μαρία Φαραντούρη να της προτείνει ένα μουσικό που να έχει και κάτι χαρακτηριστικό από τις ελληνικές παραδόσεις αλλά να μπορεί και να επικοινωνήσει και με τους τζαζίστες, την μπάντα, την κομπανία. Βρέθηκα, λοιπόν, με τη Μαρία Φαραντούρη και με τον Τσαρλς Λόυντ. Αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα.
Ακόμα δεν είχες κάνει τον πρώτο δίσκο στην ECM. Άρα η επαφή που είχες με την jazz ήταν περισσότερο με τους Iasis και με δίσκους που άκουγες υποθέτω, ή όχι;
Ακριβώς, δεν είχα παίξει. Άκουγα μουσική, όχι φανατικά αλλά άκουγα πράγματα που μου άρεσαν, κυρίως όμως μέσω των Iasis είχα φθάσει μέχρι εκεί που είχα φθάσει σε ό,τι αφορά την κατανόηση αυτού του ευρύτερου πεδίου που λέμε jazz με μία λέξη, έτσι καταχρηστικά ας πούμε. Βρέθηκα, λοιπόν, με τη Μαρία Φαραντούρη και με τον Charles Lloyd. Αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα.
Ηχογραφήσαμε ένα άλμπουμ για την ECM τότε, το “The Athens Concert”, μία συναυλία στο Ηρώδειο. Βέβαια εγώ είχα ήδη ηχογραφήσει ξανά για την ECM, από άλλη οδό, με την Ελένη Καραΐνδρου από το 2004, τις «Τρωάδες».

Φώτο: χρήστος Κισσατζεκιάν
Με την ECM πώς έγινε η συνάντηση με τον Μanfred Eicher (Mάνφρεντ Άιχερ) και υπέγραψες στην ECM;
Τον συναντούσα με κάθε ευκαιρία, γιατί σε όλα αυτά, στις ηχογραφήσεις που έκανα και με την Καραΐνδρου ή σε κάποιες συναυλίες που έκανα, ερχόταν στις συναυλίες κ.λπ. Αλλά η κομβική συνάντηση ήταν στη Γερμανία όπου έχουμε μία συναυλία με τον Τσαρλς Λόυντ και τη Φαραντούρη και εγώ του δίνω ένα CD με κάποια κομμάτια που είχα –ήδη είχα ξεκινήσει με το κουαρτέτο το δικό μου, δηλαδή με τον Γιάννη Κυριμκυρίδη στο πιάνο, το Δημήτρη Τσεκούρα στο μπάσο και το Δημήτρη Εμμανουήλ στα τύμπανα– από μία συναυλία που είχαμε κάνει.
Με το υλικό που είχες γράψει αλλά δεν το είχες ηχογραφήσει ή ήταν άσχετο;
Καλή ερώτηση. Ναι, ήταν παραδοσιακά κομμάτια διασκευασμένα.
Πώς ξεκινά το κουαρτέτο;
Το κουαρτέτο ξεκινά ως εξής, ήμαστε στο 2010, ήμαστε την περίοδο του Lloyd, μπορεί και λίγο πριν ίσως, και με καλούν στην Ολλανδία για μία συναυλία και μου λέει ένας φίλος μουσικός, που ήταν και Διευθυντής ενός Φεστιβάλ, «Έλα και κάνε ό,τι θέλεις». «Εντάξει», του λέω, και έκανα ό,τι ήθελα. Μάλιστα έκανα ειλικρινά ό,τι ήθελα, γιατί δεν ξέρω εάν θα το έκανα αυτό εάν η συναυλία ήταν στην Ελλάδα, δηλαδή από το βάρος.
Είναι θέμα ότι δεν θα μπορούσαν να το κάνουν λόγω της έννοιας της παράδοσης;
Ακριβώς, και εγώ πώς αισθανόμουν. Νομίζω ότι είχα κατά βάθος έναν ενδοιασμό για την κριτική που θα ασκούσε ο στενός και πιο αυστηρός κύκλος.
Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω κάποια στιγμή, το πώς έβλεπαν οι παραδοσιοκράτες της μουσικής παράδοσης.
Αυτή η ερώτηση έχει ζουμί. Τότε ίσως δεν είχα ακόμα την ωριμότητα που χρειάζεται για να ιεραρχήσεις πρώτα την αισθητική σου και το θέλω σου και αυτό με κάθε κόστος να το ιεραρχήσεις πιο επάνω από το θέλω των υπολοίπων. Τουλάχιστον για εμένα που παίζω ένα όργανο με προσδοκίες από τους υπόλοιπους, ο μόνος λυράρης ενός οργάνου, τι παίζεις, πολίτικη λύρα; “Παίξε μου πολίτικη λύρα” ήταν πάντα.

Φώτο: χρήστος Κισσατζεκιάν
Σε θεωρούσαν εξωμότη της παράδοσης ή έλεγαν απλώς “Τώρα γιατί παίζεις αυτά, ενώ μπορείς να παίζεις τα παραδοσιακά”;
Εγώ φοβόμουν την κριτική αυτή, στην πορεία αποδείχτηκε ότι είχα άδικο. Με εξαίρεση ελάχιστους ανθρώπους, που ούτως ή άλλως θα έλεγα ότι δεν θα με ενδιέφερε ποτέ και η γνώμη τους ουσιαστικά, νομίζω ότι η πλειοψηφία αντιλήφθηκε ότι όλο αυτό είναι μία ομαλή συνέχεια. Γιατί εγώ το βλέπω σαν απολύτως ομαλή συνέχεια αυτού που είμαι και θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει και μέλλον, το σχεδιάζω ήδη, που είναι πάντα και αυτό διαφορετικό και όλο εκπλήξεις και για εμένα τον ίδιο πρώτα. Πάντως εκείνη την εποχή δεν είχα την ωριμότητα, δηλαδή ανησυχούσα για την κριτική που θα μου ασκούσε ο κύκλος των ανθρώπων του χώρου της παράδοσης.
Εννοείς ως κοινό ή ως μουσικοί;
Ως κοινό. Επειδή όμως ήταν στην Ολλανδία η συναυλία –τώρα το λέω αυτό– ίσως και αυτός ήταν ένας λόγος που είπα, «Πάμε να κάνουμε αυτό που πραγματικά θέλω». Τι ήταν αυτό; Να παίξω μουσική μαζί με αγαπημένους μου ανθρώπους που ο ένας έπαιζε πιάνο και ο άλλος έπαιζε τύμπανα και ο άλλος έπαιζε ούτι, τότε ήταν ο Κυριάκος Ταπάκης που έπαιζε ούτι, άρα ήταν ένα σχήμα τελείως ethnic jazz, δηλαδή λύρα, ούτι, πιάνο και τύμπανα όμως. Το σκεπτικό μου ήταν να παίξουμε τα δικά μου κομμάτια από τότε, αλλά δεν βρεθήκαμε για πρόβες ως γνωστοί τεμπέληδες μουσικοί πάντα, και τελικά το μόνο που μπορέσαμε να προετοιμάσουμε ήταν μαλακές σχετικά διασκευές στο ρεπερτόριο το παραδοσιακό. Παίξαμε και ένα-δύο κομμάτια δικά μου, παίξαμε και ένα-δύο του Κυριάκου, αλλά παίξαμε κομμάτια γνωστά που διασκευάσαμε, το «Μέρα μέρωσε» που είναι ένα τραγούδι από την Κάλυμνο ή κάποια οργανικά της Μακεδονίας και της Θράκης. Έγινε αυτή η συναυλία, το κουαρτέτο, αυτό άκουσε ο Άιχερ, αποσπάσματα από αυτή τη συναυλία. Βγήκε το πρώτο άλμπουμ στην ECM.
Το “Eight Winds”.
Το οποίο αφιερώνεται στον Gustavo, διότι χωρίς τον Gustavo που με κάλεσε στην Ολλανδία δεν θα είχε γίνει τίποτα από όλα αυτά.
Tο 2018 βγήκε ένα CD που δεν κυκλοφόρησε δυστυχώς εδώ, αλλά στην Ολλανδία και στη Γερμανία γράφτηκαν καλά πράγματα. Αυτό και το μόνο CD που είναι στο όνομά μου, γιατί όλα τα άλλα είναι Sokratis Sinopoulos Quartet. “Under the Rose Tree” είναι ο τίτλος, από το «Απάνω στην τριανταφυλλιά» Όμως παρόλο που βγήκε το 2018, χρονικά είναι οι απαρχές του Quartet, δηλαδή είναι πριν το “Eight Winds”.
Όταν γράφεις αυτά τα κομμάτια ή γενικά τις δικές σου συνθέσεις, τι είναι εκείνο που σε εμπνέει; Ξεκινάς από έναν αυτοσχεδιασμό; Έχεις κάτι στο μυαλό σου; Είναι μία εικόνα που θέλεις να περιγράψεις, ένα αίσθημα; Πώς ξεκινάς να γράφεις ένα κομμάτι;
Μπορεί και να είναι όλα αυτά, έχει συμβεί να είναι και όλα αυτά. Συνήθως, τώρα τελευταία, είναι μία καλή στιγμή ηρεμίας που θα βρω με το όργανο στα χέρια ή με κάποιο όργανο στα χέρια ή χωρίς όργανο πολλές φορές και η αλήθεια είναι ότι σε όλη αυτή την αναζήτηση φτιάχνω και κάποιους κώδικες μουσικούς, μελωδικορυθμικούς ας πούμε, που προσπαθώ να σχηματίσω και να κτίσω επάνω τους, με έναν τρόπο κάπως πιο εγκεφαλικό είναι η αλήθεια και δοκιμάζω και αυτό προς τα πού με οδηγεί. Σαν να λέμε ότι αναζητώ –κυριολεκτικά μιλώ– καινούριους μουσικούς δρόμους, με την έννοια των μουσικών δρόμων, των ήχων, των τρόπων, ότι ψάχνω να δω τι περιθώρια έχει αυτός ο χώρος των ήχων για καινούρια πράγματα.
Εκεί δουλεύεις ως άνθρωπος της παράδοσης που ψάχνει κάτι άλλο πιο πέρα ή λες, θα παίξω jazz απλά με πιο ελληνικό χρώμα;
Πολύ καλή ερώτηση. Στην προσπάθειά της έρευνας, γιατί το έχω ανάγκη όχι για να κάνω τον έξυπνο, ούτε για να είμαι διαφορετικός, το έχω στη φύση μου, μου αρέσει να αναζητώ πράγματα, όσο μου αρέσει φυσικά από την άλλη, εάν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, να παίζω το παραδοσιακό ρεπερτόριο για ανθρώπους που το χαίρονται, το χορεύουν, το γλεντούν και το τραγουδούν, άλλο αυτό.
Αλλά στα πλαίσια της σκηνικής μουσικής που κάνουμε, πάντα έψαχνα πράγματα, αναζητούσα, και πράγματι στην εποχή του “Eight Winds” προσπάθησα να πειραματιστώ με την τεχνοτροπία, επάνω όμως στο δοσμένο υλικό, δηλαδή στους τρόπους και στις κλίμακες όπως τις εννοούν και οι τζαζίστες και οι λαϊκοί μουσικοί –δρόμοι, τρόποι κ.λπ. Προσπάθησα να δανειστώ στοιχεία από άλλες τεχνοτροπίες, εάν μιλάμε για αυτοσχεδιασμό η βασική τεχνοτροπία είναι η jazz που έχει κώδικες δικούς της, έχει άλματα σε σχέση με τη βηματική κίνηση της ανατολίτικης μουσικής και της βυζαντινής, έχει άλματα, έχει ανάλυση συγχορδιών κ.λπ.
Το έκανα αυτό, αισθάνθηκα ότι έφθασα σε ένα σημείο που δεν μπορούσα να το υποστηρίξω άλλο –όχι ότι δεν είχε άλλο, η μουσική είναι άπειρη– εγώ δεν μπορούσα να το υποστηρίξω και σαν όργανο αυτό καθεαυτό που είναι φτιαγμένο για άλλα πράγματα, αλλά και σαν αισθητική δική μου, για να μην πω και αντίληψη. Εκεί ήταν η κομβική στιγμή που είπα, μήπως αντί να αλλάξω την τεχνοτροπία, να κρατήσω την τεχνοτροπία αλλά να αλλάξω λίγο τις βάσεις μου, να δω το υλικό της βάσης μου πόσο μπορεί να αλλάξει. Άρα είμαι στη φάση τώρα του παραδοσιακού μουσικού που έχει επιλέξει ότι είναι ένας παραδοσιακός μουσικός, παίζει δηλαδή με την τεχνοτροπία του παραδοσιακού οργάνου και απλώς ψάχνει στη φόρμα τον τρόπο για να αισθανθεί ότι κάνει κάτι πιο δημιουργικό. Και από τις δύο πλευρές το έχω δει πάντως, στη μία έφθασα σε ένα σημείο, το έχω αφήσει, δεν θα έλεγα ότι γύρισα πίσω, ούτε αδιέξοδα βρήκα, μιλώ για να παίξω πιο jazz. Έφτασα μέχρι ένα σημείο, μπορεί και να επανέλθω εκεί, δεν ξέρω.
Το βλέπεις ως επέκταση της “παράδοσης εκτός ορίων”;
Ναι. Βέβαια γνωρίζω εκ των προτέρων ότι είναι τόσο ακραίο αυτό που επιχειρώ που δεν νομίζω ότι πρόκειται ποτέ να ενταχθεί σε κάποια παράδοση ως συνέχειά της, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο για εμένα, παρά μόνο το να δοκιμάσω τα δικά μου όρια. Δηλαδή τα παραδείγματα τα μουσικά, σε αυτή την κατεύθυνση που περιγράφω, είναι τα “Metamodal”, όχι όλο το άλμπουμ, το “Metamodal” το περιγράφει και η λέξη αυτό που κάνω (=Μετά την ασυγκέραστη μουσική). Ακούγεται και αυτό λίγο αλαζονικό, αλλά για εμένα είναι πολύ ειλικρινές. Να αναζητήσω τι υπάρχει, τι μπορεί να βρεθεί μετά τους μουσικούς “τρόπους” όπως τους ξέρουμε και τους μάθαμε στις παραδόσεις μας.
Υπάρχουν τρία κομμάτια στο άλμπουμ “Metamodal”, το “Metamodal I”, το “Metamodal II” και το “Metamodal III”, που έχουν και ονόματα λίγο περίεργα, ας πούμε ψευδαισθήσεις έχει το ένα, illusions και το άλλο υγρό, liquid. Τέλος πάντων περιγράφουν λίγο αυτή την αναζήτηση που παρόλο που μπορεί και να μην ακούγεται αυτό, ειδικά κάποιος μουσικός που έχει ακούσει πολύ σύγχρονη μουσική θα σου πει, εντάξει, δεν ακούω όλο αυτό που περιγράφεις. Για εμένα όμως έχει νόημα όλο αυτό, με οδηγεί κάπου, με απελευθερώνει ταυτόχρονα και έχει και συνέχεια και εκεί πειραματίζομαι κι άλλο.
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο άλμπουμ ποια θα έλεγες ότι είναι;
Θα έλεγα ότι και μόνο ο χρόνος είναι μία σημαντική διαφορά. Δηλαδή το ότι το δεύτερο άλμπουμ το ηχογραφήσαμε οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιοι συντελεστές, στο ίδιο studio, με τέσσερα-πέντε χρόνια διαφορά σχεδόν, όντας αρκετά πιο δεμένοι και ώριμοι. Το δεύτερο θα έλεγα ότι επειδή ακριβώς έχει αυτά τα Metamodal, που είναι κοντά στα όρια κάποιες φορές, τα δικά μας τουλάχιστον, είναι πιο δύσκολο και πιο περίπλοκο, τουλάχιστον σε αυτά τα τρία κομμάτια. Αλλά από την άλλη βρίσκω και πάρα πολλά κοινά, δηλαδή τα κομμάτια τα πιο μελωδικά, τύπου μπαλάντας θα τα έλεγα και τραγουδιού ακόμα και τραγουδοποιίες με την έννοια χωρίς φωνή φυσικά, υπάρχουν και στο δεύτερο άλμπουμ και άλλωστε τα χρειάζομαι για να ισορροπώ όλο αυτό το σκληρό καμιά φορά αποτέλεσμα που έρχεται από τον πειραματισμό με τον άγνωστο κόσμο του Metamodal.
Εγώ, κάποτε, όταν είχα κάνει ένα αντίστοιχο άρθρο για την ethno jazz πριν από 20-25 χρόνια στην ‘Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” που έγραφα τότε, είχα πάρει μία συνέντευξη από το Γρηγόρη Φαληρέα και μου έλεγε ότι η καλή έθνο-τζάζ θα βγει όταν οι τζαζίστες θα σκέφτονται σαν να είναι δημοτικό. Εμένα μου φάνηκε ενδιαφέρον το όλο πείραμα στην ECM, στο ότι εσύ είσαι ήδη παραδοσιακός μουσικός ο οποίος μπαίνει στην “έθνο-τζαζ”, ας το πούμε. Εσύ τώρα ως μουσικός της παράδοσης –να το πεις ethno jazz, να το πεις παράδοση πέρα από τα όρια– πώς το βλέπεις;
Νομίζω ότι σε ένα τέτοιο συνδυασμό, καλά το είπε ο Φαληρέας όπως μου περιέγραψες, ότι χρειάζεται οι τζαζίστες να σκέφτονται σαν δημοτικοί, αλλά και το αντίστροφο, οι δημοτικοί σαν τζαζίστες. Δηλαδή ο συνδυασμός δεν γίνεται εκ των υστέρων, δηλαδή το να συναντηθεί ένας δημοτικός μουσικός, ας το πούμε έτσι χονδροειδώς, με έναν τζαζίστα και να παίξει ο καθένας την δική του μουσική…, αποκλείεται να συνδυαστεί από μόνο του αυτό το πράγμα, η μουσική από μόνη της. Άρα, συμπέρασμα, οι ίδιοι οι άνθρωποι πρέπει πρώτα να έχουν κάνει αυτή τη ζύμωση μέσα τους, το συνδυασμό, άσχετα εάν δεν είναι ισομερής, δεν έχει σημασία, ώστε να το κομίσουν έτοιμο αυτό, ήδη συνδυασμένο. Με αυτή την έννοια και για αυτό είμαι πολύ ευχαριστημένος με αυτό που κάνουμε με τα παιδιά με το κουαρτέτο, διότι κανείς μας δεν είναι εκπρόσωπος μίας παράδοσης, ούτε και εγώ αισθάνομαι εκπρόσωπος μίας παράδοσης. Κανένας τους δεν αισθάνεται ούτε τζαζίστας, ούτε κλασικός μουσικός, ούτε δημοτικός, ούτε λαϊκός, αν και τα έχουν κάνει όλα.
Εσύ πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου;
Μουσικός θα έλεγα.
Να ολοκληρώσουμε αυτό που λέγαμε;
Έλεγα ότι μόνο έτσι νομίζω είναι επιτυχημένα και όλα αυτά τα παντρέματα που λέμε, τα fusion τελευταία, αλλιώς το μίγμα θα είναι πάντα ανομοιογενές και αυτό ακούω από αρκετές προσπάθειες.
Εν τέλει, εν έτει 2021, τι σημαίνει Παράδοση;
Καλή ερώτηση. Είμαστε σε πολύ καλό δρόμο θέλω να πιστεύω και το λέω αυτό ως ένας άνθρωπος που μεγάλωσα πια. Δηλαδή εάν αναλογιστεί κανείς ότι έχω γνωρίσει ανθρώπους όπως ο Σίμων Καράς και μουσικούς όπως ο Στέφανος Βαρτάνης και όλοι αυτοί, αλλά έχω δει και πώς λειτουργούσε όλος αυτός ο χώρος, η επαναπροσέγγιση της παράδοσης από τους κύκλους των μουσικών και των μελετητών των αστικών κέντρων που έγινε με έναν τρόπο λίγο –δεν μου αρέσει η λέξη «αστυνομευτικό»– προστατευτικό, καλοπροαίρετα πάντα, φοβούμενοι ότι μπορεί να εκτροχιαστούν οι παραδόσεις σε ένα βαθμό μη αναστρέψιμο, εκτροχιάζονται και δεν μπορούν να επανέλθουν επάνω στις ράγες. Γιατί νομίζω ότι και όλοι οι άνθρωποι καταλάβαιναν ότι σίγουρα κινείται, άσχετα εάν κινείται επάνω σε ράγες ή όχι, πάντως οι παραδόσεις πάντα κινούνταν.
Νομίζω ότι ήταν και θέμα αισθητικής της εποχής. Ας πούμε όταν ο Σίμων Καράς και η Δόμνα Σαμίου φώναζαν για τη διάσωση της παράδοσης, είχαν να παλέψουν και με μία κατάσταση στην ελληνική ύπαιθρο που ήταν λίγο εκτός ελέγχου σε ό,τι αφορά το επίπεδο της αισθητικής ακόμα και με την έννοια των μηχανημάτων, να το πω έτσι.
Τι εννοείς;
Τα νεοδημοτικά και όλα αυτά, τα λαϊκοδημοτικά συν δημοτικά, αλλά είναι πολλοί οι παράγοντες και πολλές φορές και εξωμουσικοί.

Φώτο: χρήστος Κισσατζεκιάν
Όπως;
Ακόμα και η διαχείριση της τεχνολογίας. Όταν, δηλαδή, στον λαϊκό μουσικό που έχει μάθει να παίζει με φυσικό ήχο στο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού, του δίνεις τη δυνατότητα να έχει τη μικροφωνική με τις τεράστιες εντάσεις, αλλά να μην μπορεί να συνειδητοποιήσει, πρώτον, ότι εάν το παρακάνει θα χαλάσει όχι την ποιότητα του ήχου, θα χαλάσει τη δική του σχέση με τη μουσική, αλλά και τη σχέση και του ακροατηρίου του με τη μουσική. Γιατί τη μουσική πρέπει και λίγο να την προσέξεις, να είσαι τόσο καλός που να σε προσέξουν, όχι να την επιβάλλεις με τις εντάσεις, γιατί με τις εντάσεις θα την επιβάλλεις.
Φθάνεις τότε σε επίπεδο λαϊκής πίστας.
Ναι, αυτό συνέβη. Άρα ήταν μία περίοδος δύσκολη από όλες τις απόψεις. Παρόλα αυτά, εάν μιλάμε για το σήμερα, βλέπω στην ύπαιθρο, παντού, νέους ανθρώπους που πια απενοχοποιημένα ασχολούνται με τις παραδόσεις γιατί τις γουστάρουν και μάλιστα έχουν αναβιώσει και όργανα, όχι γιατί πρέπει να τα αναβιώσουμε να μη χαθούν, αλλά γιατί τα γουστάρουν.
Όπως;
Όπως οι τσαμπούνες.
Που ξαφνικά έγιναν της μόδας.
Και μάλιστα αυτά τα αρχαϊκά όργανα, λύρες, τσαμπούνες, μακεδονίτικη λύρα, η θρακιώτικη που λέμε και η μακεδονίτικη. Στην Κρήτη μαντούρες και ασκομαντούρες που είχαν εξαφανισθεί, ζουρναδάκια από εδώ και από εκεί, μαζί φυσικά και με όλη την ενέργεια και των υπολοίπων οργάνων. Διακρίνω λοιπόν ότι έχει το πράγμα ισορροπήσει σε μία κατάσταση που μου φαίνεται πολύ γόνιμη και μόνο θετικά πράγματα μπορώ να σκεφτώ.
Το πάντρεμα με άλλες μουσικές που μπορεί να είναι ακόμα και “πάνκ”, που παίζουν οι Thrax Punkc ή τζαζ και μπλουζ που παίζουν τα Kadinelia στη Θεσσαλονίκη, εσύ πώς τα βλέπεις σαν ιδέα;
Πάρα πολύ ωραία είναι αυτά και τα συγκεκριμένα παραδείγματα αυτό που κάνουν το κάνουν και πολύ καλά. Άλλοι το κάνουν λίγο καλύτερα, άλλοι δεν το έχουν βρει ακόμα. Τα θεωρώ απολύτως θεμιτά και ότι αυτά τα παραδείγματα μαζί με τα group που παίζουν με έναν τρόπο πιο ιστορικό τις μουσικές ή με κάποιους άλλους που γράφουν και δική τους μουσική. Όλα αυτά μαζί φτιάχνουν όλο αυτό το χώρο του σήμερα που συνδέονται και αλληλεπιδρά, ακόμα και εάν δεν αλληλεπιδρά σε φυσική παρουσία, γιατί πια οι μουσικές ταξιδεύουν και το βρίσκω πάρα πολύ υγιές όλο αυτό.
* Ο Γιώργος Πισσαλίδης είναι επί 25 χρόνια συνεργάτης του “εθνικ” οδηγού The Rough Guide On World Music (3 εκδόσεις) που εκδίδει ο εκδοτικός οίκος Penguin, γράφοντας εκ ημίσεως το κεφάλαιο για την Ελληνική Μουσική.
Κεντρική φωτό: Χρήστος Κισσατζεκιάν