Ποιο είναι το νόημα της Παράδοσης εν έτει 2021; Πως γίνεται η ελληνική μουσική αγαπητή σε ξένα ακροατήρια που ακούν τζαζ και έθνικ; Ίσως o πιο κατάλληλος να δώσει μια απάντηση είναι ο Σωκράτης Σινόπουλος, του οποίου η καρριέρα εκτείνεται από συνεργασίες με την Δόμνα Σαμίου και τον Ross Daly μέχρι τους δύο δίσκους που ηχογράφησε για την τζαζ (και όχι μόνο) εταιρεία ECM του Μάνφρεντ Άιχερ.
Με αφορμή την πρόσφατη επιτυχία του έθνικ τσαρτς της Ευρώπης και τις διαδικτυακές συναυλίες στο Half Note Jazz Club (27 / 3 – 2/4 2021) του πήραμε μια συνέντευξη επί όλης της ύλης.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη, διευθυντή του Άβαλον των Τεχνών *
Σωκράτη, πότε αρχίσες να ασχολείσαι με τη δημοτική μουσική και να σου αρέσουν τα δημοτικά όργανα;
Να μου αρέσουν είναι δύσκολη ερώτηση, αλλά σίγουρα στα 14 μου, γιατί στα 14 επέλεξα να μάθω αυτό το όργανο που παίζω, την πολίτικη λύρα. Αλλά η ενασχόλησή μου ξεκίνησε αρκετά νωρίς, από την παιδική μου ηλικία, με κιθάρα αλλά και με δημοτικό τραγούδι. Αυτό φυσικά δεν ήταν επιλογή μου, αυτό ήταν χάρη στους γονείς μου οι οποίοι βέβαια μου έδωσαν αυτή την επιλογή, γιατί τότε –μιλάμε για το 1980 περίπου– δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα στην Αθήνα. Υπήρχε μία χορωδία παιδικού τραγουδιού, του Γιάννη Τσιαμούλη στο Περιστέρι, και εκεί πήγαινα σαν παιδί και μάθαινα και δημοτικό τραγούδι και βυζαντινή μουσική, παράλληλα με την κιθάρα. Εκεί, φυσικά, άκουσα και όλον αυτόν τον πλούτο των μελωδιών, των κομματιών, και είδα και τους μουσικούς να παίζουν όργανα. Δηλαδή πρόλαβα παλιούς μουσικούς της δημοτική μουσικής που λέμε.
Στο σπίτι τι ακούσματα υπήρχαν;
Στο σπίτι υπήρχαν τα τρέχοντα ακούσματα της εποχής.
Της δεκαετίας ‘70-‘80;
Ναι, και Θεοδωράκης και θυμάμαι ότι άκουγα τη γιαγιά μου που άκουγε Ξυλούρη φανατικά στο μπομπινόφωνο του σπιτιού. Δεν υπήρχε πάντως κάτι ιδιαίτερο, ούτε και οι δικοί μου είχαν σχέση με κάποια παράδοση, αστοί ήταν και οι δύο. Οπότε όλη αυτή η προσέγγιση, η αγάπη μου για αυτή τη μουσική κτίσθηκε κυρίως μέσα από τα ακούσματα που πήρα στη χορωδία του Γιάννη Τσιαμούλη και μετά σε κάποιες συναυλίες που άκουσα.
Η κυρά Δόμνα πότε μπαίνει στη ζωή σου;
Μπαίνει πιο μετά και αυτή ήταν η αιτία που αγάπησα πραγματικά όλο αυτό το υλικό και το κατάλαβα ίσως. Κυρίως γιατί έβλεπα δίπλα μου έναν άνθρωπο να συγκινείται από αυτό και να το πιστεύει τόσο πολύ που με έπειθε. Φυσικά και εγώ πείσθηκα στην πορεία, αλλά η προσωπικότητά της ήταν ο λόγος που πραγματικά εκτίμησα ακόμα περισσότερο όλες τις παραδόσεις τις λαϊκές, αυτό που λέμε δημοτική μουσική με την ευρύτερη έννοια.
Ως άτομο, ως δασκάλα, πώς τη θυμάσαι τη Δόμνα Σαμίου;
Τη θυμάμαι ως πολύ αυτό που λέμε άνθρωπο ντόμπρο, δηλαδή ό,τι έλεγε το εννοούσε. Επειδή είμαι από μικρός στο χώρο της μουσικής και γνώρισα και άλλους ανθρώπους που κοιτούσαν μόνο το δικό τους όφελος –και το οικονομικό πολλές φορές, που και αυτό είναι άσχημο, αλλά μιλώ περισσότερο και για το καλλιτεχνικό– κοιτούσαν δηλαδή να καρπωθούν τη δουλειά των τρίτων, η Δόμνα ήταν μάλλον από τις εξαιρέσεις.
Καλά, ήταν πολύ εντάξει στις συνεργασίες της. Πάντα έπρεπε πρώτα να τακτοποιηθούν όλοι οι συνεργάτες της και μετά να μείνουν χρήματα για την ίδια –πολύ σημαντικό αυτό– αλλά και σε ό,τι αφορά τη μουσική ήταν τόσο απλόχερη και τόσο μεγαλόψυχη και της άρεσε πάρα πολύ να βλέπει νέα παιδιά, όπως και εγώ και άλλοι συνάδελφοι τότε. Ό,τι είχε μας το έδινε με χαρά. Σε αυτό την παρομοιάζω τώρα και λίγο με την Παράδοση την ίδια, δηλαδή ότι είναι η προσωποποίηση της Παράδοσης, γιατί και η παράδοση αυτό είναι, πάρε το, σου λέει, κάνε το ό,τι θέλεις. Διασκεύασέ το, πείραξέ το, χάλασέ το, πάρε το. Λειτουργεί με έναν τέτοιο τρόπο. Σαν πρόσωπο δηλαδή θα έλεγα –και τώρα μου ήρθε αυτό– ότι η Παράδοση είναι η Δόμνα Σαμίου, αυτό είναι σαφώς.
Έχεις δουλέψει με τη Σαμίου και το αρχείο της.
Με τη Σαμίου έχουμε κάνει πάρα πολλούς δίσκους, όπου είμαι βοηθός παραγωγής να το πω έτσι, με αυτό που εννοούμε παραγωγή, και έχω παίξει σε όλα τα κομμάτια του δίσκου, εκεί έπαιζα και λύρα και λαούτο.
Πολίτικη λύρα πώς ξεκίνησες; Υποθέτω πως υπήρχε παλιότερα, αλλά δεν υπάρχει τόσο σαν όργανο πάρα πολύ στην ελληνική παράδοση.
Σωστά, και όταν έπαιξα δεν υπήρχε καθόλου. Έχει όμως μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία όλο αυτό.
Να μιλήσουμε για αυτό;
Η λύρα αυτή, της Κωνσταντινούπολης, αντίθετα με ό,τι πιστεύαμε μέχρι πρόσφατα ότι είναι ένα καινούριο σχετικά κατασκεύασμα, έχει μία πολύ μακραίωνη ιστορία στην Κωνσταντινούπολη που φθάνει και μέχρι το Βυζάντιο φυσικά. Υπάρχουν ήδη περιγραφές του οργάνου από το 10ο αιώνα, αλλά και απεικονίσεις του, που είναι ακριβώς ένα όργανο σαν τη λύρα που ξέρουμε τώρα, την τρίχορδη λύρα, την αχλαδόσχημη όπως λέμε, αυτή η οικογένεια, και υπήρχε μία μεγάλη παράδοση του οργάνου.
Αυτό σε τι μουσικές χρησιμοποιούταν, κοσμικές ή θρησκευτικές;
Μάλλον σε κοσμικές και σε αρκετά λαϊκές μουσικές κιόλας, δηλαδή μουσικές της ταβέρνας να το πούμε έτσι. Μία παράδοση η οποία συνεχιζόταν μέχρι και το 1900 που είναι μία κομβική περίοδος, που είναι η μεγάλη ακμή της μουσικής ταβέρνας στην Πόλη, στην οποία ταβέρνα η κεντρική ορχήστρα είναι η πολίτικη λύρα και το πολίτικο λαούτο, η ζυγιά αυτή, λύρα-λαούτο, που είναι κοινή και σε άλλα μέρη φυσικά, του Αιγαίου, και οι μουσικοί ήταν κυρίως Έλληνες, Ρωμιοί όπως λέγονταν στην Πόλη. Προφανώς γιατί η ταβέρνα συνδέεται και με αλκοόλ.
Και οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να παίζουν εκεί.
Ναι. Σίγουρα πάντως η παράδοση της λύρας μέχρι και τον 20ο αιώνα υποστηριζόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους Ρωμιούς της Πόλης, δηλαδή ήταν μία δική τους υπόθεση. Τα τελευταία ονόματα μουσικών που ζούσαν στην Πόλη και έπαιζαν αυτό το όργανο –πολύ σημαντικοί μουσικοί– ήταν ο Παράσχος Λεονταρίδης, ο Αλέκος Μπατζανός και ο Λάμπρος Λεονταρίδης.
Ο Λάμπρος Λεονταρίδης είναι ο μόνος που έφυγε, για δικούς του λόγους, από την Πόλη, ήρθε στην Αθήνα και ηχογράφησε αυτό το όργανο με τους σημαντικούς τραγουδιστές του Μεσοπολέμου –Ρόζα Εσκενάζυ, Νταλκά κ.λπ.– αλλά και αργότερα, και μετά τον πόλεμο. Έτσι μπήκε αυτό το όργανο στη δισκογραφία. Υπάρχει δηλαδή στη δισκογραφία την ελληνική η πολίτικη λύρα χάρη στο Λάμπρο Λεονταρίδη, όχι όμως επειδή παίχθηκε ποτέ στην Αθήνα ή στην Ελλάδα γενικότερα, αλλά επειδή ήρθε ο άνθρωπος από την Κωνσταντινούπολη και έπαιξε αυτό το όργανο.
Εσύ με αυτήν την παράδοση πως έδεσες;
Μαθαίνοντας αυτό το όργανο, η αναφορά μου ήταν οι Τούρκοι μουσικοί, οι μεγαλύτεροί μου φυσικά, της εποχής του ‘80 και του ‘90, που ουσιαστικά είχαν και την παράδοση στα χέρια τους. Τον Παράσχο δεν τον ήξερα καν, ούτε τον Αλέκο Μπατζανό. Τον Λάμπρο Λεονταρίδη τον ξέραμε. Άρα, λοιπόν, ίσως είναι και μία δική μου ανάγκη αναζήτησης μίας σχέσης με μία παράδοση αυτό, το να συνδεθώ με μία παράδοση, γιατί ήμουν πολύ μόνος εκείνη την περίοδο.
Για τι περίοδο μιλάμε τώρα;
Μιλάμε για το ‘88 που ξεκίνησα. Βέβαια, τα εύσημα πρέπει να τα αποδώσουμε και στον Ross Daly στου οποίου τα χέρια εγώ είδα το όργανο και από τον ίδιο πήρα μαθήματα, ο οποίος εκείνη την εποχή ενδιαφερόταν για τις μουσικές του κόσμου και ειδικότερα της Ανατολικής Μεσογείου. Άρα, ο Ross βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, είδε εκεί το όργανο αυτό να παίζεται από έναν σπουδαίο μουσικό, τον İhsan Özgen, έναν Τούρκο μουσικό, και του λέει «Δείξε μου». Δηλαδή ούτε και ο Ross έπιασε το νήμα από τους Ρωμιούς μουσικούς λυράρηδες μουσικούς της Κωνσταντινούπολης, το έπιασε από τους Τούρκους. Φυσικά, μία παράδοση ήταν αυτή, αλλά από αυτό το παρακλάδι.
Για αυτήν την παράδοση θα ήθελα να μιλήσουμε, μιας και κλείνουν και 200 χρόνια από την Επανάσταση. Στην ιστορία οι Ρωμιοί συνθέτες πιστεύεις ότι είναι μέρος μίας ευρύτερης παράδοσης ελληνικής μεταβυζαντινής; Πώς το βλέπεις εσύ όταν παίζεις Πελοποννήσιο και Μπατζανό;
Ναι, σίγουρα, υπάρχει μία ενιαία παράδοση στην Κωνσταντινούπολη. Δυστυχώς δεν έχουμε αναφορές για την αμιγώς βυζαντινή περίοδο, εκτός από υμνογραφία βυζαντινή, δεν έχουμε οργανικά κομμάτια δηλαδή, έχουμε κάποιες καταγραφές. Πάντως, ναι, είναι πολύ πιθανό να είναι ενιαία όλη αυτή η παράδοση, δηλαδή της βυζαντινής, της οθωμανικής και της σύγχρονης περιόδου. Τουλάχιστον ως ενιαία την αντιμετωπίζουμε και θεωρώ πολύ σημαντικό ότι μέσα σε αυτή την παράδοση βλέπεις και τους Ρωμιούς συνθέτες και μουσικούς, όπως φυσικά βλέπεις και τους Τούρκους, όπως βλέπεις τους Αρμένιους και τους Εβραίους κ.λπ. Ήταν –δεν είναι, δυστυχώς– μία πολυεθνική παράδοση αυτή και, νομίζω, αυτό ήταν και το βασικό της ενδιαφέρον.
Με τον Ross Daly πώς ήρθες σε επαφή;
Ο Ross είναι ο λόγος που διάλεξα τη λύρα. Χάρη πάλι στους δικούς μου, ως φιλόμουσοι με πήγαν σε μία συναυλία στην οποία εγώ μάλλον δεν θα πήγαινα από μόνος μου 14 χρονών, στο «Μετρό» στο Γκύζη.
Θυμάμαι ακόμα αυτή τη συναυλία, τον Ross, τα πρόσωπα, δηλαδή ήταν πολύ έντονη μνήμη, και το τι συνέβαινε μουσικά με όλα αυτά τα όργανα, ότι ήταν κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτό που είχα στη μνήμη μου και στα αυτιά μου από αυτά τα όργανα ως παραδοσιακά όργανα. Τώρα το σκέπτομαι αυτό, προσπαθώ να εξηγήσω τη μαγεία και τη γοητεία που μου άσκησαν εκείνη την ημέρα επειδή έκαναν κάτι άλλο, έκαναν κάτι πειραματικό, έκαναν κάτι, δεν λέω δημιουργικό, γιατί όλες οι μουσικές δημιουργικές είναι, κάτι καινούριο, να το πω έτσι. Αυτό μου άρεσε. Μέσα σε όλα η λύρα σαν να ξεχώρισε κιόλας, άλλωστε και ο ίδιος την πρόβαλε σαν το κεντρικό όργανο στη συναυλία.
Μετά τον κυνηγήσαμε για μαθήματα, γιατί δεν ήταν καθόλου εύκολο να τον βρει κανείς, και βρέθηκα να κάνω μερικά μαθήματα μαζί του. Σε αυτά τα μαθήματα όλα αυτά τα ακούσματα που είχα από παιδί, που ήταν πάρα πολύ σημαντικά, από τη χορωδία του Γιάννη Τσιαμούλη, όλο αυτό το υλικό βρήκε μία δίοδο. Τα χέρια μου ήταν έτοιμα από την κιθάρα, ήξεραν μουσική –και ευρωπαϊκή– δηλαδή ήξερα τους κώδικες και πήγε πολύ γρήγορα το πράγμα. Δηλαδή μόλις έλυσα τα βασικά πράγματα επάνω στο όργανο, έβγαιναν ποταμός τα κομμάτια αυτά που ήξερα και είχα τραγουδήσει. Αυτό οδήγησε στο να με καλέσει και ο Ross σύντομα να γίνω μέλος αυτού του group, που τότε, πριν από δύο χρόνια, είχα γοητευθεί τόσο, και κάπως έτσι βρέθηκα να παίζω μουσική ζωντανά.
Εμένα αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι και εσύ αλλά και οι πριν από εσένα, και εννοώ τις Δυνάμεις του Αιγαίου, όλοι είσαστε παιδιά της μεγαλούπολης. Δεν προέρχεσθε από την επαρχία, οπότε δεν έχετε άμεσα επαφή με το δημοτικό τραγούδι, την παράδοση. Σε έναν αστό της Αθήνας πώς λειτουργεί η παράδοση;
Αναλόγως σε τι φάση είναι τώρα, γιατί θα δούμε πολλούς, ακόμα και αστούς, που να είναι πολύ πιο αυστηροί στην έννοια της παράδοσης, στη στρεβλή έννοια της παράδοσης, ότι παράδοση είναι αυτό και πρέπει να το μάθεις και να το διατηρήσεις έτσι όπως είναι και να μην το πειράξεις. Οπότε ο καθένας έχει τη δική του προσέγγιση σε όλα αυτά.
Από τη μία όμως εγώ συναναστρεφόμουν με μουσικούς που συνόδευαν τη Δόμνα Σαμίου, που ήταν μουσικοί με βιώματα στις παραδόσεις και με αρκετά αυστηρή άποψη για την παράδοση. Από την άλλη είχα τον Ross Daly που ήταν –δεν το λέω αντίθετο– αλλά μία άλλη τελείως οπτική ότι όλο αυτό το πράγμα πρέπει να είναι αφορμή για αναδημιουργία και νέα δημιουργία ενδεχομένως και σύνθεση πραγμάτων. Επειδή λοιπόν από μικρός είδα όλες τις συνισταμένες, νομίζω ότι μπόρεσα να καταλάβω και να εκτιμήσω όλες τις απόψεις, αλλά και να τις συνδυάζω θα έλεγα. Δηλαδή, εν τέλει, παρόλο που ήμουν μεγαλωμένος έξω από τις παραδόσεις, από νωρίς συνειδητοποίησα ότι δεν πρόκειται ποτέ να είμαι ο αντιπροσωπευτικός μουσικός και ο αναγνωρισμένα αντιπροσωπευτικός μουσικός μίας παράδοσης, που παίζει σε πανηγύρια, γιορτές κ.λπ. Αυτό το κατάλαβα πολύ νωρίς.
Αλλά, από την άλλη, το να το συνειδητοποιήσεις αυτό σου δίνει μετά και τα εφόδια και τη δυναμική να αναζητήσεις, να πειραματισθείς με πράγματα, να δοκιμάσεις άλλα πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι δοκίμασα από πολύ νωρίς και άλλα πράγματα με group και μουσικούς και συνεργασίες σε ένα πολύ μεγάλο εύρος μουσικής, από την ethnic jazz, όπως αυτοπροσδιορίζονταν οι Iasis –με τους Iasis λίγο μετά ξεκίνησα, στα 20 μου, εάν δεν κάνω λάθος, περίπου στο ‘90 δηλαδή– και με συνθέτες.
Με τους Iasis πώς έμπλεξες;
Ήξερα τον Πέτρο Κούρτη, το ένα μέλος, ο οποίος ήταν και αυτός με το ένα πόδι, λόγω νταουλιού, στις κομπανίες με τα παραδοσιακά, και κάπως έτσι βρέθηκα εκεί καλεσμένος των Iasis, ας πούμε ένας από τους βασικούς καλεσμένους που συμπλήρωνε το group μαζί με τα δύο-τρία βασικά μέλη. Εγώ και ο David Lynch ήμασταν καλεσμένοι και ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος τα πρώτα χρόνια και ο Τάκης Πατερέλης αργότερα. Πειραματιζόμουν λοιπόν, όπως και δούλευα πολύ με συνθέτες και ήμουν ανοικτός και σε συνθέσεις καμιά φορά σύγχρονες. Θυμάμαι ότι ήταν πολύ εποικοδομητική όλη αυτή η περίοδος, γιατί μάζευα εφόδια και καταλάβαινα και λίγο τι συμβαίνει στον ευρύτερο χώρο της μουσικής
Μία από τις πιο γνωστές σου συνεργασίες , που χάριν της έγινες αγαπητός και στα “έθνικ” τσαρτς της Ευρώπης, είναι αυτή με τον Derya Turken (Ντεριά Τουρκιέν). Με τον Derya πώς βρέθηκες;
Με τον Derya γνωρισθήκαμε στην Κωνσταντινούπολη. Εντάξει, έχει πολλούς συμβολισμούς αυτή η γνωριμία μας και η συνεργασία μας. Το ότι είμαστε δύο ουσιαστικά απόγονοι των δύο κλάδων που άφησε η παλιά παράδοση της λύρας στην Κωνσταντινούπολη, ο ένας στην Τουρκία, ο πιο ομοιογενής ομολογουμένως κλάδος παράδοσης, και ο άλλος στην Ελλάδα, που είναι κάπως η αναβίωση αυτής της μουσικής, με τον τρόπο που την περιγράψαμε προηγουμένως, και της Σχολής των Ρωμιών. Γνωρισθήκαμε και αισθανθήκαμε από την αρχή ότι κάτι υπάρχει από την άλλη πλευρά που πρέπει να το γνωρίσουμε και να το καταλάβουμε –και εγώ και ο Derya– και κάπως έτσι ξεκίνησε μία συνεργασία και με πολύ στενή φιλία.
Ναι, γιατί νομίζω ότι ο πρώτος δίσκος είχε βγει το ‘96;
Ναι, μόλις δηλαδή γνωρισθήκαμε σχεδόν, που παίξαμε το κοινό ρεπερτόριο, αυτό της Κωνσταντινούπολης ας πούμε, των χωρών περισσότερων και των αυτοσχεδιασμών. Κοινό, εννοώ το ελληνόφωνο και το τουρκόφωνο.
Παίζετε ένα ρεπερτόριο το οποίο μπορεί εγώ να ακούω τον Derya να παίζει ένα υποτίθεται τουρκικό τραγούδι και να γνωρίζω ότι αυτό εγώ το ξέρω με ελληνικούς στίχους, ως ελληνικό. Όταν παίζεις με τον Derya ή όταν παίζεις αυτό το ρεπερτόριο των Ρωμιών συνθετών, τι είναι εκείνο που σε κάνει να το αναζητήσεις να το παίξεις; Θα μπορούσες να παίξεις κάποια παραδοσιακά εδώ και κάποια παραδοσιακά ο Derya από εκεί. Τι είναι αυτό που σε τραβά να παίξεις αυτή την παράδοση; Είναι λόγω του οργάνου;
Ναι, είναι κυρίως λόγω του οργάνου, αλλά και το ότι, όταν συνεργάζεσαι με κάποιον, χρειάζεται να έχεις και μία κοινή βάση, ώστε να επικοινωνήσεις μέσω αυτής της κοινής βάσης. Οπότε, προφανώς, η επικοινωνία μας με τον Derya, την εποχή εκείνη ειδικά, ήταν το ρεπερτόριο, που είναι και του οργάνου φυσικά, της Κωνσταντινούπολης.
Κάναμε λοιπόν αυτή την ηχογράφηση, το «Γράμμα από την Πόλη» που επανεκδόθηκε στην Αμερική. Έκανε τον κύκλο της, κάναμε τις συναυλίες μας, κάναμε ο καθένας άλλα πράγματα από εδώ και από εκεί, και ξαναβρεθήκαμε, πρόσφατα σχετικά, για το «Γράμμα από την Πόλη ΙΙ» τη συνέχειά του. Πάλι ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια νομίζω, και βγήκε πριν δύο-τρία χρόνια.
Στο «Γράμμα από την Πόλη ΙΙ», βέβαια, είναι η αλήθεια ότι πια –έχει ενδιαφέρον, γιατί έχουμε κάνει μία πορεία σχεδόν 20 χρόνων από το I, έχουμε παίξει και άλλα πράγματα– είναι λίγο πιο εξωστρεφής τώρα η προσέγγιση, με την έννοια ότι με αφορμή τις ταβέρνες της Κωνσταντινούπολης και ότι εκεί συναντιούνταν λυράρηδες της εποχής και υποδέχονταν και μουσικούς και από άλλα μέρη –και Χιώτες, και από τα νησιά– κάπως έτσι, με αυτό το σκεπτικό, καλέσαμε τον αγαπημένο μας φίλο και σπουδαίο μουσικό το Γιώργο Μανωλάκη.
Δηλαδή το «Γράμμα από την Πόλη ΙΙ» έχει και έναν καλεσμένο μουσικό, το Γιώργο Μανωλάκη τον λαουτιέρη, που είναι και τραγουδιστής φυσικά ο ίδιος και συνθέτης, οπότε παίζουμε και ένα-δύο κρητικά κομμάτια με το Γιώργο. Δηλαδή έχει ανοίξει το ρεπερτόριο, αλλά πια για εμάς είναι κοινή μας βάση αυτό το ρεπερτόριο, γιατί τώρα δεν χρειαζόμαστε αποκλειστικά και μόνο τη μουσική της Κωνσταντινούπολης σαν κοινή βάση, μπορούμε να έχουμε και άλλα είδη ρεπερτορίου και κυρίως, ειδικά στον αυτοσχεδιασμό, μπορούμε να επικοινωνούμε με πάρα πολλά εργαλεία. Κάπως έτσι φθάνουμε και στο τελευταίο άλμπουμ που είναι αγγλικές εκδόσεις, στην Ολλανδία, διεθνείς εκδόσεις. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ελληνική λέξη, δεν είναι ηχοτοπία, είναι τόποι ήχου, αυτό που λέμε εμείς το “soundplaces”.
Πάντως, το σκεπτικό είναι ότι είναι και κυριολεκτικά οι γεωγραφικοί τόποι –σύμφωνοι, από εκεί ξεκινάμε, Κωνσταντινούπολη– αλλά και ένα ταξίδι όμως γύρω-γύρω από το Αιγαίο και στην πλευρά της Τουρκίας –Ικόνιο, Σμύρνη– και στην πλευρά τη δική μας –Μυτιλήνη, Κυκλάδες κ.λπ. Αλλά κυρίως είναι μεταφορικά, είναι μέσα μας τόποι, δηλαδή είναι ο δικός μου τόπος, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μετά από όλη αυτήν την περιπλάνηση, και ο τόπος του Derya από την άλλη και πώς συνομιλούν τελικά αυτοί οι δύο τόποι.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δείτε τις συναυλίες του Σωκράτη Σινόπουλου διαδικτυακά εδώ
* Ο Γιώργος Πισσαλίδης είναι επί 25 χρόνια συνεργάτης του “εθνικ” οδηγού The Rough Guide On World Music (3 εκδόσεις) που εκδίδει ο εκδοτικός οίκος Penguin, γράφοντας εκ ημίσεως το κεφάλαιο για την Ελληνική Μουσική.