Πρόλογος – επιμέλεια : Σπύρος Δημητρίου
Η Κλαίρη Αγγελίδου υπήρξε αγωνίστρια της ΕΟΚΑ, φιλόλογος και λογοτέχνης που καταπιάστηκε με όλα τα είδη του λόγου. Σημαντική η παρουσία της στα ελληνικά γράμματα με πλήθος βιβλίων, ενώ κείμενά της φιλοξενήθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα και την Κύπρο. Υπήρξε βασικός συνεργάτης, για πολλά χρόνια, του περιοδικού της «ΕΥΘΥΝΗΣ» συνδέοντας πνευματικά την Μεγαλόνησο με την Μητροπολιτική Ελλάδα. Επίσης, διατέλεσε Υπουργός Παιδείας της Κύπρου την περίοδο 1993-1997.
Ένα μεγάλο μέρος του έργου της διαπνέεται από την αγωνία για το μέλλον του ελληνισμού και της ιδιαίτερης πατρίδας της, της Κύπρου, τους αγώνες, τους πόθους και το αβέβαιο μέλλον μετά την τουρκική εισβολή. Επίσης ο γενέθλιος τόπος, η Αμμόχωστος, βρίσκεται παντού στα κείμενά της, συντηρώντας τη μνήμη και τη φλόγα της επιστροφής πάντα αναμμένη.
Για την Κύπρο και την Αμμόχωστο, λοιπόν, που ύμνησε με την γραφίδα της η Κλαίρη Αγγελίδου, μικρό αφιέρωμα στη μνήμη της.
Το ποίημα που ακολουθεί γράφτηκε το Πάσχα του 1997 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 335 του περιοδικό της «ΕΥΘΥΝΗΣ» , το Νοέμβριο του 1999
«ΛΑΜΠΡΗ, ΛΑΜΠΡΥΝΕΙ ΣΕ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ»
Με μάγεψε η θάλασσά σου
με το χρυσαφί στις παλάμες της
και τα κρινάκια στα μαλλιά σου.
Τ΄ αστραφτερό χαμόγελο
με μπλε, κόκκινες, κι άσπρες ίριδες.
Με πλάνεψαν τα γαλαζόπλωρα καράβια σου
οι ναύτες στ’ άρμενα
και στα καφάσια να χοροπηδούν
ψάρια κάθε λογής
Στολίστηκες σα νύφη, Αμμόχωστος
Μέρα της Πασχαλιάς
και καρτεράς ν’ αστράψει της Ανάστασης το Φώς
Της Αγίας της Μετάληψης
Λαμπρή, λαμπρύνει σε, Λεμονανθούσα Αμμόχωστος».
Ο βίος της Κλαίρης Αγγελίδου. Βίος Ελληνικός, βίος Κυπριακός, βίος αγωνιστικός, βίος της Αμμοχώστου. Η ζωή της σημάδι μιας πρωταπριλιάς που ‘κρυβε τον Αγώνα, που ‘κρυβε την Λευτεριά, που ‘κρυβε την Ελλάδα και την ΕΝΩΣΗ, που ‘κρυβε το όνειρο, χαρές και λύπες, απογοητεύσεις κι αποχωρισμούς και τη μεγάλη έξοδο των ανθρώπων και του τόπου. Κι ήρθαν χρόνια της υπομονής και της αναμονής. Και πάλι αγώνες, και πάλι απογοητεύσεις, και πάλι να ψάχνει τ’ όνειρο του ανθρώπου για τον τόπο και την ιδέα. Κι έμελε πρωταπριλιά νάναι που ‘μεινε τ’ όνειρό της μόνο κι ο Αγώνας ανεκπλήρωτος.
Η Αμμόχωστος παντού και πάντα, σε κάθε βήμα, σε κάθε λέξη σε κάθε σκέψη, σε κάθε προσμονή της Κλάιρης Αγγελίδου. Η Αμμόχωστος άνθρωποι και τόπος, η Αμμόχωστος ως ιδέα, ως Κύπρος, ως Ελλάδα, πόθος ελευθερίας κι αναστεναγμός, στη ζωή και το έργο της. Ενδεικτικό όλων αυτών είναι και το αυτοβιογραφικό αφήγημα που παραθέτουμε, το οποίο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 314 του περιοδικού της «ΕΥΘΥΝΗΣ», τον Φεβρουάριο του 1998.
«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΟΠΟΣ»
«Λένε ότι επειδή η ζωή τούτη είναι εφήμερη κι η αληθινή ζωή είναι η άλλη, η ουράνια, ο άνθρωπος δεν πρέπει να συνδέεται με τον τόπο. Λένε ότι κάθε τόπος, είναι τόπος μας. Πρόσκαιρα τα πάντα. Είμαστε παιδιά μιας γειτονιάς. Η γη μέσα σο Σύμπαν είναι μια γειτονιά και ότι όπου πάμε είναι ο τόπος μας. Κι όμως ο άνθρωπος συνδέεται με τον τόπο που γεννήθηκε, τον τόπο που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Κουβαλά αναμνήσεις, όνειρα και ελπίδες. Το χώμα που πρωτοπερπάτησε είναι μέσα του, μια ζωή. Μοσκοβολά κι ανθοβολεί.
Έτσι κι εγώ κουβαλώ τις αναμνήσεις της Αμμοχώστου, κι όσο περνά ο καιρός, πιο έντονα, βασανιστικά. Η Αμμόχωστος είναι ο τόπος μου και την κουβαλώ μερόνυχτα μαζί μου, πληγή και ανθό της λεμονιάς. Στο μικρό εκκλησάκι του Αη Γιάννη, στο χώρο που γινόταν το μεγάλο πανηγύρι της Ελιάς, πολύβουο, άλλοι για να πουλήσουν κι άλλοι ν’ αγοράσουν προιόντα, καρπούς της γης, ζώα και κατασκευάσματα για τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, υφαντά και κεντήματα, ζούσε μια καλόγρια. Δίπλα στο εκκλησάκι είχε το δωμάτιό της, και στη μικρή αυλή είχε γεράνια, τριανταφυλλιές και βασιλικά.
Πήγαινα συχνά με συμμαθήτριές μου για βόλτα με τα ποδήλατά μας. Εγώ όμως πέρα από την ποδηλατοδρομία πήγαινα για να χαζέψω το εκκλησάκι, να μιλήσω με την καλόγρια. Μου ‘κανε πάντα εντύπωση που ζούσε μόνη της, κι όμως ήταν τόσο χαρούμενη και γαλήνια. Άναβε τα καντήλια, θυμιάτιζε και καθάριζε. Γύρω, τριγύρω ήταν όλα πεντακάθαρα, η εκκλησία, η αυλή και το σπιτάκι. Σαν άρχιζε να κτίζεται ο μεγάλος καθεδρικός ναός του Άη – Γιάννη, επειδή η συνοικία μεγάλωνε και κτιζόταν διαρκώς καινούργια σπίτια, γραφεία, εργοστάσια, και το γραφικό εκκλησάκι ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τόσο κόσμο, άρχισα να λυπούμε και πολλές φορές ν’ αγανακτώ.
Αυτό που φοβόμουνα έγινε. Το μικρό εκκλησάκι τα’ Άη – Γιάννη, χάθηκε μπροστά στην ολοκαίνουργια τεράστια εκκλησία, που όλοι θαύμαζαν και επαινούσαν ικανοποιημένοι. Ένιωσα πολλή λύπη, σαν να χανόταν ένας κόσμος, ο κόσμος μου, χανόταν ο χώρος της προσευχής, ο χώρος της ψυχής. Στη μεγάλη εκκλησία με τα καινούργια στασίδια, τους αστραφτερούς τεράστιους πολυελαίους, τα μεγάλα παράθυρα και τις ξύλινες βερνικωμένες πόρτες δε μπορούσα να επικοινωνήσω με το Θεό. Αυτή η διεργασία της ένωσης της ψυχής με το θείο, δε μπορούσε να γίνει εκεί στη μεγάλη εκκλησία, όπως γινόταν στ’ αγαπημένο μου εκκλησάκι, με την καλόγρια να κινείται αργά, για να βοηθήσει τον ιερέα, πότε να ψάλλει, πότε να κρατά το θυμιατήρι και το σταυρό. Όλα ήταν διαφορετικά, ένας καινούργιος, αδιάφορος χώρος.
Ευτυχώς που δεν το κατεδάφισαν το εκκλησάκι. Σεβάστηκαν την προιστορία του, ίσως και κάποια σκοπιμότητα, για νάναι πρόχειρο, σε μικρές καθημερινές γιορτές, παρακλήσεις. Η καλόγρια δε μιλούσε, μα εγώ καταλάβαινα τα αισθήματά της. Μιλούσαν τα μάτια μας. Γι’ αυτό μόλις μ’ έβλεπε, έτρεχε να φέρει από «το σπίτι» το κλειδί της μικρής εκκλησίτσας να μου ανοίξει να προσκυνήσω. Ήξερε… κι εγώ ήξερα. Τον Άη – Γιάννη, τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού, μόνο εκεί τον συναντούσαμε, αγιογραφημένο από ευσεβές χέρι παλιού ζωγράφου, μ’ ένα βλέμμα θλίψης για το χαμό του δασκάλου του, του ραββί, αλλά κι ένα βλέμμα γαλήνης.
Δε μπορώ τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια αποχωρισμού, να απομονώσω την εικόνα στο νού μου για να την περιγράψω. Τη νιώθω μέσα μου, με πολλή συγκίνηση. Τα ίδια συναισθήματα συνειρμικά. Τότε δεν ήξερα πολλά πράγματα για αγιογραφία και τεχνικές. Την εικόνα τη ζούσα, το εκκλησάκι, ήταν το εκκλησάκι μου. Πήγαινα για να προσευχηθώ, να μιλήσω με τον άγιο, να ζητήσω λύσεις στα αδιέξοδα της εφηβείας μου, να γαληνέψω, να πάρω κουράγιο, να γεμίσω φως. Πήγαινα για να δω την απλή αγράμματη καλόγρια, που ήξερε όμως όλους τους ψαλμούς κι όλα τα ευαγγέλια απ’ έξω κι είχε πάντα ένα καλό λόγο να μου πει.
Όταν μια μέρα πήγα και δεν την βρήκα, ένιωσα αβάσταχτο, απερίγραπτο πόνο. Έχανα ένα στήριγμα, μια δυνατή παρουσία, έναν άνθρωπο που όδευε τον δρόμο της Αγάπης χρόνια, χωρίς ανταλλάγματα. Το μικρό εκκλησάκι τ’ Άη – Γιάννη ορφάνεψε. Ένοιωθα σαν χαμένη σ’ ένα κόσμο πολύβουο. Έκαμα αρκετές μέρες να πάω στο εκκλησάκι. Ύστερα όμως σκέφτηκα ότι θα της άρεσε να με βλέπει εκεί, να γυροφέρνω στην αυλή, να προσκυνώ τις άγιες εικόνες, να προσεύχομαι. Και συνέχιζα να πηγαίνω.
Και συνεχίζω και τώρα στην προσφυγιά να πηγαίνω νοερά στο μικρό εκκλησάκι του Άη – Γιάννη στην Αμμόχωστο. Είναι ο τόπος μου, ο τόπος της καρδιάς μου».
ΑΙΩΝΙΑ ΤΗΣ Η ΜΝΗΜΗ.