Κλείνουν σήμερα στις 11 Σεπτεμβρίου 2020, 85 χρόνια από την γέννηση του Εσθονού Άρβο Πέρτ, του συνθέτη που ανανέωσε την σύγχρονη κλασσική μουσική και έγραψε κορυφαία έργα θρησκευτικής μουσικής του σήμερα.
του Τάκη Ι. Χιωτακάκου, μουσικού
Ο Άρβο Πέρτ (Arvo Pärt) είναι ένας από τους κορυφαίους μουσικοσυνθέτες της εποχής μας. Από πολλούς, θεωρείται ως ο σπουδαιότερος εν ζωή συνθέτης της Σύγχρονης Κλασσικής Μουσικής, αλλά και της Θρησκευτικής Μουσικής (αυτό που στις μέρες μας τιτλοφορείται “sacred music”).
Πράγματι, το συνθετικό έργο του ορθόδοξου καλλιτέχνη, επικεντρώνεται κυρίως στη φιλοσοφική και θεολογική παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης, αντλώντας έμπνευση από χωρία και περικοπές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς και από εξιστορήσεις και διδάγματα της Πατερικής Γραμματείας.
Γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1935 στο Πάιντεβ της Εσθονίας και σπούδασε στην Εσθονική Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου, τοποθετώντας σαν γραμμή εκκίνησης του μουσικού του προσανατολισμού, το Γρηγοριανό Μέλος και την Αναγεννησιακή Μουσική. Χρησιμοποιώντας σαν εφαλτήριο την συσσωρευμένη αυτή γνώση, την διανθίζει και την επεκτείνει εντυπωσιακά, δημιουργώντας μετά από αρκετούς πειραματισμούς μία νέα μινιμαλιστική φόρμα, αποκλειστικά δικής του επινόησης, το περίφημο “Tintinnabuli” (1976).
Το “Tintinnabuli” («Τιντινάμπουλι»), είναι ένας όρος προερχόμενος από τo λατινικό “tintinnabulum” που σημαίνει «μικρή καμπάνα». Για τον Arvo Pärt, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, αποτελεί μία κορυφαία νεωτεριστική μεθοδολογία μουσικής σύνθεσης, στην οποία περιλαμβάνεται μία μαθηματική, «αλγοριθμική» υπόσταση και απεικόνιση της μουσικής φρασεολογίας. Ο όρος «αλγόριθμος» είναι δανεισμένος από την επιστήμη της Πληροφορικής και υποδηλώνει την κωδικοποιημένη αποτύπωση μίας λογικής διεργασίας.
Επιπρόσθετα, το προσωπικό αυτό ύφος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σαν ηχητικός ασκητισμός, εφόσον η θρησκευτική μουσική του είναι συνυφασμένη με τις αρετές της αυτοκυριαρχίας, της ταπεινότητας, της προσήνειας, της πραότητας και της σιωπής, στοιχεία τα οποία διαφαίνεται ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και με την προσωπικότητα του μεγάλου μουσουργού.
Μία απλουστευμένη και λακωνική τοποθέτηση, μπορεί να είναι ότι ο Arvo Pärt επινόησε ένα νέο μουσικό είδος, σύννομο με τους κανόνες της μουσικής θεωρίας, επιλέγοντας συστηματικά, προσεκτικά και με μαθηματική λογική, φθόγγους (άρα και συχνότητες), που παράγονται από τον κωδωνισμό μίας καμπάνας (ή ενός αριθμού αυτών).
Αν προσπαθήσουμε όμως να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, πρέπει να εξετάσουμε τον συσχετισμό της συνθετικής προσέγγισης του μουσουργού, με τις θεμελιώδεις, αρμονικές και έκτονες συχνότητες που παράγονται από τις καμπάνες, όταν αυτές εκληφθούν ως ιδιόφωνα μουσικά όργανα άμεσης κρούσης και ιδιαίτερα ανελαστικού ηχογόνου σώματος (κατά Hornbostel–Sachs)
Την ερμηνεία της ανωτέρω διατύπωσης παραθέτουμε εδώ, αλλά μια μεγαλύτερη ανάλυση θα είναι το θέμα ένός δεύτερου άρθρου που θα ανέβει τις επόμενες μέρες με αναφορά σε στοιχεία της Μουσικής, της Φυσικής και των Μαθηματικών, ώστε να εξοικειωθεί ο αναγνώστης με ορισμένες έννοιες και να γίνουν τα πράγματα περισσότερο κατανοητά.
ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Eπειδή το συνολικό έργο του Arvo Pärt είναι αρκετά ογκώδες, παραθέτουμε μία επιλεκτική εργογραφία του, με σκοπό να βοηθηθεί ο αναγνώστης στη γνωριμία του με τις πιό χαρακτηριστικές, και ιδιαίτερης πνευματικότητας, συνθέσεις του καλλιτέχνη. Αυτό ισχύει τόσο για την ακρόαση κάποιων έργων, όσο και για μουσική μελέτη, όταν κάτι τέτοιο είναι εφικτό (πάμπολλα έργα του συνθέτη κυκλοφορούν σε παρτιτούρα, έγχαρτη ή σε μορφή .pdf, από τα γνωστότερα διαδικτυακά καταστήματα).
Πριν από την ευρεία εφαρμογή του “Tintinnabuli”, ο Arvo Pärt πειραματίστηκε με διάφορες τεχνοτροπίες και συστήματα μουσικής σύνθεσης, όπως το Δωδεκάφθογγο Σύστημα / Serialism που εγκαθίδρυσε ο Άρνολντ Σαίνμπεργκ (το οποίο προσεταιρίστηκε και ο Νίκος Σκαλκώτας), το “Collage” (‘Κολλάζ’ – η συναρμολόγηση ετερόκλητων μουσικών φορμών), το “Pastich” (‘Παστίς’ – συρραφή μουσικών μοτίβων που μιμείται το ύφος άλλων δημιουργών) και την “Aleatoric Music” (‘Αλεατορική Μουσική’ – η λεπτομέρεια των συνθέσεων επαφίεται στις προτιμήσεις του δημιουργού, ή στην τύχη).
Τα πρώτα έργα που κυκλοφόρησαν με την υιοθέτηση του συστήματος “Tintinnabuli”, ήταν το “Für Alina”, για πιάνο (1976) και ακολούθησαν τα “Cantus in Memory of Benjamin Britten”, “Fratres”, “Tabula Rasa” και “Spiegel im Spiegel”.
Στα έργα για φωνή και ορχήστρα, επιλέγουμε το “Passio” (1988), για βαρύτονο, τενόρο και ορχήστρα, με αναφορά στα «Κατά Ιωάννην Πάθη» του Χριστού, το “Te Deum” (1993), γραμμένο για την «Παράκληση των Ευχαριστιών», το “Litany” (1996), εμπνευσμένο από προσευχές του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και το εξαιρετικό “Adam’s Lament” (2012), που πραγματεύεται τον θρήνο του Αδάμ για την απώλεια του Παραδείσου.
Στα έργα για φωνή και μικρό σύνολο ή πιάνο, ξεχωρίζει το επιβλητικό “Miserere” (1992), για σολίστες, χορωδία, σύνολο και όργανο, που αναφέρεται στον 50ο Ψαλμό και στο μεσαιωνικό λατινικό ποίημα “Dies Irae” (Η Ημέρα της Οργής). Το δεύτερο, γραμμένο σε τροχαϊκό μέτρο, είναι εμπνευσμένο από τις περιγραφές για την Ημέρα της Κρίσεως. και το “Sarah Was Ninety Years Old” (1977/1990), για τρεις φωνές, κρουστά και όργανο, που αναφέρεται στην τεκνοποίηση της Σάρας, σε μεγάλη ηλικία.
Στα έργα για χορωδία, προεξάρχει η μνημειώδης μελοποίηση του «Μεγάλου Κανόνος», ποιήματος του Αγίου Ανδρέου Επισκόπου Κρήτης (660-740 μ.Χ.), υπό τον τίτλο “Kanon Pokajanen” (1997), ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του συνθέτη. Ακόμη, το καθηλωτικό “Magnificat” (1989), για πέντε φωνές, σχετίζεται με την «Ωδή προς την Θεοτόκο».
Στη συνέχεια, το “I Am the True Vine” (1996), που αναφέρεται στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, και συγκεκριμένα στην παραβολή του Χριστού «Ἐγώ εἰμὶ ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή». Επίσης, το εξαιρετικό “Triodion” (1998), εμπνευσμένο από τα τεκταινόμενα της εκκλησιαστικής περιόδου του Τριωδίου, που περιλαμβάνει Απόκρεω, Μεγάλη Τεσσαρακοστή και Μεγάλη Εβδομάδα. Αξιοσημείωτα είναι και τα “Most Holy Mother of God” (2003), αναφερόμενο σε πρωτοχριστιανικό ύμνο του 250 μ.Χ. και αφιερωμένο στη χορωδία Hilliard Ensemble και “Anthem” (2005), γραμμένο για να αποτελέσει τον νέο ύμνο του κολλεγίου “St. John’s College” της Οξφόρδης.
Στα έργα για χορωδία και όργανο, επιλέγουμε το Γρηγοριανό Άσμα “Missa Syllabica” (1977), το “De Profundis” (1980), για ανδρικές φωνές, κρουστά και όργανο, εμπνευσμένο από τον λατινικό ψαλμό 130. Συγκλονιστικό είναι και το έργο “Da Pacem Domine”, για τέσσερις φωνές, γραμμένο για τα θύματα των βομβιστικών επιθέσων σε τρένο της Μαδρίτης (3/11/2004).
Στα έργα για ορχήστρα, υπάρχει ασφαλώς το “Fratres”, για σύνολο μουσικής δωματίου (1976), ένα έργο το οποίο διατίθεται σε ικανό αριθμό εναλλακτικών εκδόσεων (για διάφορα μουσικά σχήματα). To έργο είναι εμπνευσμένο από την καθημερινή πάλη του ανθρώπου με το εφήμερο και την αιωνιότητα. Ακολουθεί το “Arbos”, για χάλκινα πνευστά και κρουστά (1977), το οποίο αποτελεί μία απίστευτη μουσική αναπαράσταση της έννοιας που στα Μαθηματικά και την Πληροφορική ονομάζεται «δυαδικό δένδρο» (“binary tree”). Άλλωστε, στα Λατινικά, “arbos” σημαίνει «δένδρο». Επίσης, το “Festina Lente”, με αναφορά στην παροιμία «σπεύδε βραδέως» που χρησιμοποιούσε συχνά ο ιδρυτής της Ρώμης Καίσαρ Αύγουστος, ένα έργο για ορχήστρα εγχόρδων και άρπα (1991), αφιερωμένο στον Manfred Eicher/Μάνφρεντ Άϊχερ (ECM Records). Επίσης, τα εξαιρετικά δείγματα μινιμαλισμού “Silouans Song” (1991) και “Trisagion” για ορχήστρα εγχόρδων (1992) και η Συμφωνία No.4 “Los Angeles” (2008).
Τέλος, στα έργα για σόλο όργανο και ορχήστρα, διακρίνονται τα εξαιρετικά και αγαπημένα “Tabula Rasa”, διπλό κοντσέρτο για δύο βιολιά, ορχήστρα εγχόρδων και πιάνο (1977), αφιερωμένο στον διακεκριμένο βιολονίστα Gidon Kremer, που συμμετείχε στην ηχογράφηση, το υπέροχο “Spiegel im Spiegel” για βιολί ή βιολοντσέλο και πιάνο σε μέτρο 6/4 (1978), με το οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω και το “Lamentate”, για πιάνο και ορχήστρα (2002), το μακροσκελέστερο ορχηστρικό έργο του συνθέτη, το οποίο ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά στη διεθνούς φήμης γκαλλερί “Tate Modern” του Λονδίνου.
Δεν είναι εύκολο να περιορίσει κανείς την εκδήλωση θαυμασμού, ειδικά για τα χορωδιακά έργα του Arvo Pärt. Τι να εκθειάσουμε πρώτα; Την αφοπλιστική απλότητα των μελωδικών γραμμών ή την επιστημονική εσωτερικότητα που προτιμά να πλανάται αφανής, ανάμεσα στις νότες; Την χαρακτηριστική ερμηνευτική δυσκολία; Την κατάπληξη που προξενεί η εναλλαγή των συναισθηματικά φορτισμένων δυναμικών, ή την συγκίνηση που εμβάλλει η συνάφεια με το θέμα του έργου;
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
Γιά ένα διάστημα μεγαλύτερο από 30 χρόνια, ο Arvo Pärt συνεργάζεται με την σπουδαία δισκογραφική εταιρία ECM (Editions of Contemporary Music) του Manfred Eicher, με έδρα το Μόναχο της Γερμανίας. Η εταιρία φημίζεται για το επιλεγμένο μουσικό της περιεχόμενο, καθώς για τις κορυφαίες ηχογραφήσεις της. Σε αυτή θα εκδοθούν πολλά από τα πιό χαρακτηριστικά έργα του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα “Tabula Rasa” (1984), “Arbos” (1987), “Passio” (1988), “Miserere” (1990), “Te Deum” (1993), “Litany” (1995), “Kanon Pokajanen” (1997), “Alina” (1999), “Lamentate” (2005), “Adam’s Lament” (2012) και “The Symphonies” (2018).
Επιπλέον, υπάρχουν εξαιρετικές ηχογραφήσεις στην Harmonia Mundi, όπου διακρίνουμε τα “Da Pacem” (2006) και “Kanon Pokajanen (2016), στην BR-Klassik, με το “Te Deum” (2015) και στην Telarc, με το “Fratres” (1995).
Aκόμη, διατίθενται αποσπάσματα γνωστών έργων του Arvo Pärt σε διάφορες συλλογές που αξίζουν της προσοχής του ακροατή, και για την ποιότητα της εγραφής. Για περισσότερες λεπτομέρειες, είναι εύκολο να ανατρέξετε στους καταλόγους των ‘audiophile’ εταιριών BIS, Supraphon, Finlandia Records, Hyperion, Chandos, Erato, Naxos, Nonesuch, Estonia Record Productions και Nimbus Records. Μην παραλείψετε να ακούσετε το “The Tallis Scholars, Arvo Pärt – Tintinnabuli”, (Gimmel, 2015).
Τέλος, αξίζει τον κόπο να αναζητηθούν κάποιες πρώϊμες ηχογραφήσεις του συνθέτη (δεκαετίας ’60), κυρίως σε βινύλιο (Melodia).
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
Σαν αναγνώριση της εξαιρετικής συμβολής του στην πρόοδο των τεχνών, ο Arvo Pärt έλαβε πλήθος διεθνών υψηλών διακρίσεων και τιμητικών τίτλων, μεταξύ των οποίων, ανακηρύχθηκε «Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως» (Archon of the Ecumenical Patriarchate), καθώς επίσης και Επίτιμος Διδάκτωρ (Honorary Doctor) των Πανεπιστημίων Oxford, Liège, Sydney, Tartu, Durham, St. Andrews, Fryderyk Chopin, Freeburg και Saint Vladimir’s Orthodox Theological Seminary.
Ακόμη, έλαβε βραβείο από την «Αμερικανική Ακαδημία των Τεχνών και των Γραμμάτων» (American Academy of Arts and Letters), ανακηρύχθηκε «Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής» (Chevalier de la légion d’honneur), μία από τις υψηλότερες διακρίσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, έλαβε τα Γερμανικά βραβεία «Χέρντερ» (Herder Prize), «Ράτζιγκερ» (Ratzinger Prize) και Brückepreis, το Βραβείο Praemium Imperiale Award (υψηλή Ιαπωνική διάκριση) και ανακηρύχθηκε μέλος του “Pontifical Council for Culture” (διάκριση Βατικανού).
Επίσης, τιμήθηκε με το «Μουσικό Βραβείο Λέονι Σόνινγκ» (Léonie Sonning Music Prize, Δανία), το Πολωνικό «Χρυσό Βραβείο των Τεχνών» (Gold Medal for Merit to Culture – Gloria Artis), τον «Σταυρό της Λιθουανίας» (Cross of Recognition, 2nd Class, Latvia), το Ισπανικό βραβείο “Frontier of Knowledge Award”, τον «Αυστριακό Σταυρό της Τιμής για τις Επιστήμες και τις Τέχνες» (Austrian Cross of Honour for Science and Art, 1st Class), ενώ ανακηρύχθηκε μέλος της «Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών» (Foreign Member, Serbian Academy of Sciences and Arts). Ασφαλώς, τον τίμησε και η πατρίδα του, η Εσθονία, απονέμοντάς του την ανώτατη διάκριση “Order of the National Coat of Arms, 1st Class”, καθώς και το «Μετάλλιο Τάλιν» (Tallinn Medal) .